Το Κίνημα Αλλαγής πιάνει για πρώτη φορά δημοσκοπικά το 10%, με τα βλέμματα όλων να είναι στραμμένα στην εκλογική διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη. Μετά τα όσα επώδυνα έζησαν τις τελευταίες εβδομάδες, στο ΚΙΝΑΛ έχουν μπροστά τους μια μεγάλη ευκαιρία να πραγματοποιήσουν όντως όσα οραματίστηκε για εκείνο η Φώφη Γεννηματά και όσα στελέχη επέμεναν πως η προσπάθεια που γίνεται δεν είναι ούτε ανώφελη ούτε μάταιη.
Και σε διεθνές επίπεδο, τα δεδομένα είναι με το μέρος του: η παρουσία του Μπάιντεν στις ΗΠΑ, η νίκη του Ολαφ Σολτς στην Γερμανία και ο συνασπισμός υπό τον τεχνοκράτη Μάριο Ντράγκι στην Ιταλία, και κυρίως η απομάκρυνση της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας από το ριζοσπαστικό της φλερτ, χωρίς όμως να στρίψει το κεφάλι δεξιά, όπως έκανε την περίοδο της κρίσης. Ακόμα και οι ερωτήσεις που γίνονται για το Σύμφωνο Σταθερότητας και τις κοινωνικές ανισότητες μετά την πανδημία ή η πιο κομβικής σημασίας κουβέντα για την κλιματική κρίση και την ενεργειακή μετάβαση βρίσκουν απαντήσεις που για χρόνια είχαν μείνει κλειδωμένες σε κόμματα που δεν ακούγονταν ή θεωρήθηκαν ξοφλημένα. Χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα είναι ο ορισμός του Κυριάκου Μητσοτάκη για την «πρόοδο», ο οποίος στην πραγματικότητα θυμίζει «πράσινα» εκλογικά προγράμματα προ κρίσης.
Και ενώ οι προβλέψεις για το μέλλον είναι οι καλύτερες που είχε εδώ και χρόνια η παράταξη, τι συζητάμε όλοι τις τελευταίες ημέρες για τις εξελίξεις στο ΚΙΝΑΛ; Οχι τι έχουν στο μυαλό τους οι υποψήφιοι πρόεδροι για την επόμενη μέρα ή, έστω, την πιθανότητα σε λίγους μήνες να μιλάμε για ένα αλλαγμένο εκλογικό τοπίο. Ασχολούμαστε με μια κοινοβουλευτική διαφοροποίηση και με μια επίμονη διαφωνία για τους όρους της κούρσας των εκλογών και για τον δημόσιο διάλογο ανάμεσα στους υποψήφιους προέδρους.
Προφανώς, η απουσία της προέδρου σε αυτή τη μεταβατική φάση έχει δημιουργήσει ένα κενό εξουσίας που συμπληρώνεται εκ των ενόντων, με τη συναίνεση (ή έστω την ανοχή) όλων των πλευρών. Αυτό όμως που έγινε αυτήν την εβδομάδα ήταν πως ένας υποψήφιος έκρινε πιο σκόπιμο να συσπειρώσει το κοινό του στον δρόμο προς την κάλπη της 5ης Δεκεμβρίου αντί να ακολουθήσει την επίσημη απόφαση του κόμματός του που δεν διέφερε και πολύ από αυτό που υποστήριζε —όλα τα κρίσιμα άρθρα του νέου Ποινικού Κώδικα, 158 από τα 173, υπερψηφίστηκαν από το ΚΙΝΑΛ, παρά το «παρών» επί της αρχής. Από την άλλη, στη συζήτηση για την τηλεμαχία, φάνηκε πως η έγνοια που προέκυψε για το «θεσμικό κόμμα» και τις αρμόζουσες αρμοδιότητες του καθενός χρησιμοποιήθηκε με τέτοιο τρόπο ώστε να μην υπάρξει απόφαση για ντιμπέιτ με έξι συμμετέχοντες. Υπάρχει, δε, και μια πλευρά που συστηματικά επιλέγει την σιωπή, που φροντίζει να περνά απαρατήρητη σχεδόν, ελπίζοντας πως έτσι δεν θα κάνει το μεγάλο λάθος.
Ολες αυτές οι αποφάσεις είναι (προφανώς) ζυγισμένες, με ελάχιστη ουσιαστική σημασία ακόμα και για την πορεία της εκλογικής αναμέτρησης —όσοι δεν ασχολούνται συστηματικά θα τις έχουν ξεχάσει μέχρι τις αρχές του επόμενου μήνα, όταν θα σκεφτούν ποιος είναι ο καταλληλότερος για την ηγεσία του ΚΙΝΑΛ. Είναι όμως και ένα ανησυχητικό δείγμα για την επόμενη μέρα, όποιος και αν κερδίσει στο τέλος. Οχι γιατί ένας (ή περισσότεροι) προεκλογικοί χειρισμοί μετρούν περισσότερο από το πολιτικό διακύβευμα, αλλά γιατί, για να μιλήσει κανείς για το μέλλον της παράταξης που θέλει να εκπροσωπήσει, πρέπει να έχει συναίσθηση του παρόντος της. Η ευκαιρία είναι πολύ μεγάλη για να πεταχτεί.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News