Σεπτέμβριος 1999 – ένας μήνας που θα ζει για πάντα στη μνήμη και στο θυμικό μου. Λένε ότι η προετοιμασία για ένα σημαδιακό γεγονός είναι πιο απολαυστική από το ίδιο το γεγονός. Κάνουν λάθος. Λένε, επίσης, «ποτέ μη συναντήσεις τα ινδάλματά σου, γιατί σίγουρα θα σε απογοητεύσουν». Δεν ισχύει πάντα.
Ετοιμάζοντας τη βαλίτσα μου για μια ονειρική εβδομάδα στο Παρίσι, αναλογιζόμουν αν άξιζα την τύχη μου. Μέσα σε έξι ημέρες είχαν κλειστεί δύο συνεντεύξεις (Κρίστιν Σκοτ-Τόμας, Σίντνεϊ Πόλακ) και μία πρες κόνφερανς (Τίνα Τέρνερ) για το περιοδικό μόδας με το οποίο συνεργαζόμουν. Στην Πόλη του Φωτός, που είχα δει μόνο σε δισδιάστατες κινηματογραφικές εικόνες. Στον πιο ζεστό Σεπτέμβριο της έως τότε μνήμης μου.
Τρεις εβδομάδες νωρίτερα, η εταιρεία διανομής «Προοπτική», μου είχε προτείνει τις δύο κινηματογραφικές συνεντεύξεις στην πανευρωπαϊκή πρεμιέρα του «Random Hearts», μιας από τις λιγότερο επιτυχημένες ταινίες του αείμνηστου Πόλακ. Λίγες ημέρες αργότερα η EMI μου πρότεινε αποστολή στην τεράστια πρες κόνφερανς της Τίνα, με την οποία θα ανακοίνωνε την αποχώρησή της από τις ζωντανές εμφανίσεις στα 60 της.
Και τα δύο events ήταν προγραμματισμένα στο Παρίσι, με απόσταση τριών ημερών το ένα από το άλλο. Χωρίς δεύτερη σκέψη, έφερα σε επαφή τις υπεύθυνες Τύπου του διανομέα και της δισκογραφικής. Η αρχική τους πρόταση ήταν να μου καλύψουν το μισό του ταξιδιού και τη διαμονή. Τους πρότεινα να μοιραστούν τα αλερετούρ αεροπορικά μου εισιτήρια και να κολλήσουν τα δύο τριήμερα διαμονής μου σε ένα χορταστικό εξαήμερο στην ίδια πανσιόν. Κανονίστηκε.
Πρώτη χρονικά είναι η εκδήλωση της Τίνα. Ταξιδεύω μαζί με έναν συνάδελφο από το ραδιόφωνο και τη σύζυγό του – επίσης προσκεκλημένους στην ειδικά διαμορφωμένη σκεπαστή σκηνή του ξενοδοχείου Pavillion Gabriel. Με αέρα αβίαστης σταρ, η Τέρνερ βγαίνει στη σκηνή με το δερμάτινο μαύρο μίνι της, ακουμπά σε ένα σκαμπό και απαντά στις ερωτήσεις δημοσιογράφων από πέντε ηπείρους.
Οι απαντήσεις της είναι υπερβολικά γειωμένες για το στάτους της μεγαλύτερης ροκ και σόουλ τραγουδίστριας πέντε συναπτών δεκαετιών – «η ενεργητικότητα και το μέικ-απ δίνουν στις σημερινές 60άρες σαν εμένα μια αίσθηση νεανικότητας», «ποτέ δεν έκανα μαθήματα φωνητικών, δεν ασχολήθηκα με τη φωνή μου, μέχρι που ο Τύπος με έκανε να παρατηρήσω ότι παραμένει αναλλοίωτη τόσα χρόνια», «άνθρωποι διαφορετικών γενεών με αποδέχονται όπως είμαι και αισθάνομαι άνετα ανάμεσά τους».
Δεν έχει σημασία με πόση δύναμη και αυτοπεποίθηση σηκώνω το χέρι μου από την ένατη σειρά όπου καθόμουν, για τη μία και μοναδική ερώτηση που δικαιούταν ο κάθε επιλαχών – η αμερικανίδα υπεύθυνη της πρες κόνφερανς δεν συγκινείται. Απογοητευμένος που δεν της απηύθυνα την ερώτησή μου (που με τα χρόνια, πλέον, μου διαφεύγει), ετοιμάζομαι για ένα σουαρέ που είχε διοργανωθεί το βράδυ, με καλεσμένους όλους τους εκπροσώπους του Τύπου.
Μπαίνοντας στο παριζιάνικο «Buddha Bar» για την εκδήλωση, βρίσκομαι σε ένα σκοτεινό, αλλά επιβλητικό υπόγειο, με κινέζικα πιάτα όπου κυριαρχούν τα κρέατα, τα (ασύλληπτα) γαλλικά τυριά, το ρύζι και τα θαλασσινά. Και εκεί που εξασκούμε τις διεθνείς δημόσιες σχέσεις μας α λα «νοζμπέτε», να σου πάλι η αμερικανίδα εκπρόσωπος μπροστά σε μια μικρή σκηνή καλυμμένη από ένα μικρό παραβάν.
«Κυρίες και κύριοι, έχουμε μια έκπληξη αποκλειστικά για εσάς», μας φωνάζει. Τα φώτα χαμηλώνουν, η αυλαία σηκώνεται και η απαστράπτουσα Τίνα εμφανίζεται με κατακόκκινο μικροσκοπικό φόρεμα, καθισμένη σε σκαμπό στο μικρό πάλκο, με την εξαμελή μπάντα της, που περιλαμβάνει τον σαξοφωνίστα με τα μακριά μαλλιά – σήμα κατατεθέν όλων των βιντεοκλίπ της, και δύο μαύρες backup τραγουδίστριες.
Πέντε τραγούδια από το ατελείωτο ρεπερτόριό της αργότερα, δεν πιστεύω στα αυτιά μου. Εχω βρεθεί σε απόσταση δύο μέτρων από την πιο αειθαλή γυναικεία φωνή της σύγχρονης μουσικής, από αυτό που ο Μικ Τζάγκερ είχε περιγράψει στο Live Aid ως το «πιο καυτό σημείο στον πλανήτη». Η αστείρευτη ενέργεια, η κρυστάλλινη φωνή και το κόκκινο φορεματάκι με το τεράστιο ντεκολτέ θα παραμείνουν χαραγμένα στη μνήμη μου μέχρι το τέλος.
Φυσικά είχα παρακολουθήσει τη συναυλία της στο παλιό γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας έξι καλοκαίρια νωρίτερα. Εννοείται ότι κάθε φορά που έπαιζα τραγούδια της ως νεαρός dj τη δεκαετία του ’80, στην πίστα συναντιούνταν τρεις γενιές. Προφανώς και δεν θα ξεχάσω το slow dance με την ύψους 1,82 ολλανδέζα τουρίστρια, υπό τους ήχους του «I Don’t Wanna Lose You». Αλλά η βραδιά στο παρισινό Buddha Bar είναι ανεκτίμητης αξίας, ακόμα και χωρίς smartphone, που θα μου επέτρεπε να καταθέσω τα πειστήρια.
Για λίγα λεπτά, βρέθηκα τετ-α-τετ με μια ταλαντούχα, δυναμική, αειθαλή, συγκλονιστική, ηλεκτρισμένη τραγουδίστρια που ποτέ, κανείς –μουσικοκριτικός ή μουσικόφιλος– δεν τόλμησε να αμφισβητήσει. Δεν μπορώ να σκεφτώ άλλο καλλιτέχνη που να έχει αποκομίσει τέτοια κληρονομιά στον τάφο του. Ισως μόνο τον Ντέιβιντ Μπόουι.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News