Η Μπρέντα είχε κατακτήσει το πιο καυτό αγόρι στο Λύκειο. Εναν Τζέιμς Ντιν των 90ς. Τον μυστήριο, γοητευτικό τύπο που τον ήθελαν όλες, αλλά εκείνος ήθελε την Μπρέντα. Πώς να μην ταυτιστείς μαζί της; Πάνω της έβλεπες εσένα, ήθελες να δεις εσένα, τη δεκαεξάχρονη που μπαινόβγαινε σε τάξεις και φροντιστήρια, που βουτούσε στη ζωή με την ορμή πρωταθλητή.
Μια Ελλάδα ανέμελη ακόμα, που παρακολουθούσε Ρούλα Κορομηλά και Ερωτοδικεία, έπινε φραπέδες και γλεντούσε. Κι εσύ, σε εκείνα τα μακρινά απογεύματα εφηβείας, με τα σχολικά βιβλία αγκαλιά και τον εφιάλτη των Πανελληνίων μπροστά σου, έκανες ένα διάλειμμα για να δεις τα «Χτυποκάρδια στο Μπέβερλι Χιλς». Τόσο φανατικά όσο η γιαγιά σου έβλεπε τη «Λάμψη» του Φώσκολου. Δεν υπήρχε περίπτωση να το χάσεις. Θα πέθαινες.
Οταν μια σειρά φεύγει από τα όρια της χώρας της και κάνει γκελ σε όλους, σημαίνει ότι πιάνει πανανθρώπινο παλμό. Μια οικογένεια χωρίς φοβερή οικονομική άνεση μετακομίζει μέσα στην ευμάρεια. Δύο έφηβοι χωρίς φανταχτερές μάρκες στη ντουλάπα τους καταφέρνουν να γίνουν δημοφιλείς και αγαπητοί σ’ ένα περιβάλλον που σε μετράει με λεφτόμετρο.
Πόσο απέχει από εσένα όλο αυτό; Οχι τόσο ώστε να μην μπορείς να το φαντασιώνεσαι. Μινεσότα – Ελλάδα, ένα τσιγάρο δρόμος. Δύο κόσμοι δίπλα- δίπλα, σε απόσταση αναπνοής. Οι φαντασιώσεις εκμηδενίζουν τις αποστάσεις. Εξω από το ελληνικό σου παράθυρο χτυπούσαν τα κομπρεσέρ της αντιπαροχής κι εσύ έβλεπες αποχαυνωμένος αυτή τη σειρά, που σε μετέφερε σε έναν παράλληλο κόσμο. Οχι το Μπέβερλι Χιλς, κάτι άλλο ήταν, κάτι μεταφορικό μέσα στο οποίο μπορούσες να τοποθετήσεις τον εαυτό σου.
Εσύ, το παιδί της ελληνικής μικροαστικής οικογένειας, είχες κάθε λόγο να ονειρεύεσαι να γίνεις Μπρέντα και Μπράντον. Θα ήθελες να σε πετούσαν σε μια γιάφκα ξιπασμένων πλουσίων για να διανύσεις μια πορεία θριάμβου, να τους δείξεις την αξία σου, που δεν μετριέται με λεφτά. Να τους κάνεις να σε προσέξουν, να τους αναγκάσεις να σε βάλουν δίπλα τους γιατί είσαι πολύ γ@μ@τος για να μη σε βάλουν.
Την έβλεπες τη Σάνεν Ντόχερτι τα τελευταία χρόνια. Το ήξερες ότι παλεύει με τον καρκίνο. Κράτησε μια γενναία στάση, λέγοντας δημοσίως την αλήθεια της σε κάθε στάδιο της ασθένειας. Οι τελευταίες ειδήσεις από αυτήν έλεγαν ότι προετοιμάζεται για το τέλος. Οτι καθαρίζει τις αποθήκες της, ώστε να είναι πιο εύκολη η μετάβαση για την μητέρα της όταν εκείνη φύγει από τη ζωή. «Δεν φοβάμαι το θάνατο», έλεγε. 53 χρόνων τον συνάντησε.
Μια περίεργη αίσθηση κενού αυτοί οι θάνατοι, των άγνωστων γνωστών μας. Μικροί θάνατοι των εφηβικών μας φαντασιώσεων μαζί τους. Μια αφίσα στο παιδικό δωμάτιο, με την Μπρέντα Γουόλς, φαγωμένη από τον χρόνο. Την τυλίγω προσεκτικά και την ξαναβάζω ανάμεσα σε λευκώματα και κασετίνες. Η ζωή προχωράει ακάθεκτη, αφαιρεί σιγά-σιγά τα κομμάτια μας. Μένουν μόνο απολιθώματα στα ντουλάπια και τα συρτάρια μας.
Δεν υπάρχουν πια φαντασιώσεις εφήβων στο κάδρο. Υπάρχουν συνειδητοποιήσεις της πραγματικότητας. Ηρθε η ώρα να συνειδητοποιήσεις ότι η Μπρέντα ήταν η Σάνεν. Και ότι αυτό το κορίτσι, το αληθινό, ήταν πιο γ@μ@το από τον φανταστικό χαρακτήρα στον οποίο ήθελες κάποτε να μοιάσεις.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News