934
Οπως ο Ντόναλντ Τραμπ, έτσι και ο πρωθυπουργός της Σλοβακίας Ρόμπερτ Φίτσο (αριστερά) δέχθηκε επίθεση εν μέσω μιας απίθανης πολιτικής επανόδου του | REUTERS / CreativeProtagon

Η ατιμωρησία των αυταρχικών ηγετών τροφοδοτεί την πολιτική βία

Μάτσεϊ Κισιλόφσκι Μάτσεϊ Κισιλόφσκι 28 Ιουλίου 2024, 09:57
Οπως ο Ντόναλντ Τραμπ, έτσι και ο πρωθυπουργός της Σλοβακίας Ρόμπερτ Φίτσο (αριστερά) δέχθηκε επίθεση εν μέσω μιας απίθανης πολιτικής επανόδου του
|REUTERS / CreativeProtagon

Η ατιμωρησία των αυταρχικών ηγετών τροφοδοτεί την πολιτική βία

Μάτσεϊ Κισιλόφσκι Μάτσεϊ Κισιλόφσκι 28 Ιουλίου 2024, 09:57

Ο πυροβολισμός του πρώην προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ ήταν η δεύτερη απόπειρα δολοφονίας ενός λαϊκιστή πολιτικού ηγέτη φέτος. Μόλις πριν από δύο μήνες ο πρωθυπουργός της Σλοβακίας Ρόμπερτ Φίτσο τραυματίστηκε σοβαρά μετά από τέσσερις πυροβολισμούς που δέχτηκε από κοντινή απόσταση.

Ενώ οι απόπειρες δολοφονίας του Τραμπ και του Φίτσο έκαναν πολλούς φιλελεύθερους να μετριάσουν τη ρητορική τους, τέτοιες αντιδράσεις χάνουν την ουσία. Η κινητήρια δύναμη πίσω από την τρέχουσα έξαρση της πολιτικής βίας δεν είναι η κριτική των αυταρχικών ηγετών, αλλά μάλλον η αποτυχία των φαινομενικά λειτουργικών δημοκρατιών να αντιμετωπίσουν έγκαιρα τις κατηγορίες για εγκληματικές πράξεις με αυτουργούς λαϊκιστές πολιτικούς.

Οπως ο Τραμπ, έτσι και ο Φίτσο δέχθηκε επίθεση εν μέσω μιας απίθανης πολιτικής επανόδου του, πέντε χρόνια αφότου αναγκάστηκε να παραιτηθεί, όταν ο στενός του κύκλος ενεπλάκη στη φρικτή δολοφονία του ερευνητή δημοσιογράφου Γιαν Κούτσιακ και της συντρόφου του.

Δυστυχώς, τα φιλοδημοκρατικά κόμματα της Σλοβακίας απέτυχαν να εξασφαλίσουν ότι ο Φίτσο θα λογοδοτούσε για τις πράξεις του. Σε μια αξιοσημείωτη αντιπαράθεση το 2022, το Κοινοβούλιο της Σλοβακίας καταψήφισε την πρόταση για άρση της ασυλίας του Φίτσο, εμποδίζοντας τις αρχές να τον συλλάβουν με κατηγορίες για σχέσεις με το οργανωμένο έγκλημα. Επειτα από έναν χρόνο επέστρεψε στην εξουσία και συνέχισε να εφαρμόζει το αυταρχικό του πρόγραμμα.

Ομως, ενώ οι φιλελεύθεροι της Σλοβακίας εξοργίστηκαν επειδή απέτυχαν να άρουν την ασυλία του Φίτσο, στις Ηνωμένες Πολιτείες το Δημοκρατικό Κόμμα φαίνεται να εθελοτυφλεί. Πολλοί φιλελεύθεροι Αμερικανοί αποδίδουν τον αργό ρυθμό εξέλιξης των ποινικών υποθέσεων κατά του Τραμπ στην εγγενή βραδύτητα του δικαστικού συστήματος, παραβλέποντας τα λάθη που οδήγησαν σε αυτές τις καθυστερήσεις.

Το κυριότερο μεταξύ αυτών ήταν η ανάθεση, από τον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν, του υπουργείου Δικαιοσύνης στον Μέρικ Γκάρλαντ. Ηδη από το 2022 ο Μπάιντεν φερόταν απογοητευμένος με την απροθυμία του Γκάρλαντ να ασκήσει δίωξη στον Τραμπ για τα πολυάριθμα εγκλήματά του. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ έλεγε κατ΄ιδίαν ότι ο Γκάρλαντ συμπεριφερόταν περισσότερο ως «ένας νωθρός δικαστής» παρά ως επιθετικός εισαγγελέας που αντιμετώπιζε μια σημαντική απειλή για την αμερικανική δημοκρατία. Αλλά ο Μπάιντεν, τηρώντας τους παλιούς κανόνες, προφανώς δεν μοιράστηκε αυτές τις ανησυχίες του με τον ίδιο τον Γκάρλαντ.

Η τρέχουσα αναζωπύρωση της πολιτικής βίας θα πρέπει να μας κάνει να ξανασκεφτούμε αυτούς τους κανόνες. Ενώ ενδέχεται να μην είναι δυνατή η πλήρης κατανόηση των κινήτρων των μεμονωμένων δολοφόνων, το θέαμα μιας μεγάλης πολιτικής προσωπικότητας που κατηγορείται διαρκώς για σοβαρά εγκλήματα και αποφεύγει επί χρόνια τη Δικαιοσύνη δημιουργεί αναπόφευκτα κοινωνικές εντάσεις.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι εισαγγελείς δεν χαρακτηρίζουν δημοσίως πολίτες ως δολοφόνους ή βιαστές χωρίς να διώκονται: η αποτυχία δράσης όχι μόνο επιτρέπει στους δυνητικά επικίνδυνους εγκληματίες να κυκλοφορούν ελεύθεροι, αλλά δύναται επίσης να προκαλέσει φόβο και δυσαρέσκεια στο κοινό.

Μετά την απόπειρα δολοφονίας του Τραμπ, το Fox News και άλλα συντηρητικά μέσα ενημέρωσης επικαλέστηκαν επανειλημμένως τα σχόλια του Μπάιντεν για τον Τραμπ –ότι συνιστά «υπαρξιακή απειλή για τη δημοκρατία μας»– ως παράδειγμα εμπρηστικής πολιτικής ρητορικής. Η κριτική είναι εν μέρει σωστή: οι κατηγορίες για υποκίνηση εξέγερσης ή για εμπλοκή σε άλλη εγκληματική δραστηριότητα θα πρέπει να αποδεικνύονται στο δικαστήριο, όχι να χρησιμοποιούνται ως τροφή για προεκλογικές εκστρατείες. Αντίθετα, αν αυτοί οι ισχυρισμοί είναι αβάσιμοι, είναι πράγματι εμπρηστικό από την πλευρά των Δημοκρατικών να τους επαναλαμβάνουν.

Αλλες δημοκρατίες έχουν αποδείξει ότι γίνεται πρώην ηγέτες να κληθούν να λογοδοτήσουν για εγκλήματα που διέπραξαν. Δύο πρώην πρόεδροι της Γαλλίας, ο Ζακ Σιράκ και ο Νικολά Σαρκοζί, κατηγορήθηκαν και καταδικάστηκαν για διαφθορά. Στη Βραζιλία, ο πρώην πρόεδρος Ζαΐρ Μπολσονάρο απώλεσε το δικαίωμα να διεκδικήσει εκ νέου το αξίωμα, μόλις λίγους μήνες αφού οι υποστηρικτές του εισέβαλαν στο Ανώτατο Δικαστήριο και στο Εθνικό Κογκρέσο σε μια προσπάθεια να εκδιώξουν τον διάδοχό του, Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα. Επειτα από έναν χρόνο ο Μπολσονάρο κατηγορείται ήδη για ξέπλυμα χρήματος και αντιμετωπίζει πολλές ποινικές έρευνες.

Η Πολωνία παρέχει ένα ιδιαίτερα χρήσιμο μοντέλο για χώρες που αντιμετωπίζουν ένα αυταρχικό παρελθόν. Από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντά του, τον Δεκέμβριο του 2023, ο πολωνός πρωθυπουργός Ντόναλντ Τουσκ εφαρμόζει μια τολμηρή στρατηγική για τη διαφύλαξη της δημοκρατίας, εκπληρώνοντας την υπόσχεσή του να εκκαθαρίσει τη διαφθορά της προηγούμενης κυβέρνησης με μια «σιδηρά σκούπα».

Το πρώτο που έκανε ο Τουσκ ήταν να διορίσει τον πρώην Συνήγορο του Πολίτη, Ανταμ Μπόντναρ, υπουργό Δικαιοσύνης. Σε αντίθεση με τον Γκάρλαντ, ο Μπόντναρ δεν άφησε τις άστοχες ανησυχίες (περί της εντύπωσης που θα προκαλούσε στην κοινή γνώμη η δίωξη πολιτικών αντιπάλων) να τον αποτρέψουν από το να υποστηρίξει άμεσα το κράτος δικαίου. Το γραφείο του Μπόντναρ δεν περίμενε την ολοκλήρωση των κοινοβουλευτικών ερευνών για να κατηγορήσει βασικά στελέχη του κόμματος Νόμος και Δικαιοσύνη (PiS) για κατάχρηση εξουσίας, υπεξαίρεση δημοσίων πόρων και άλλα κακουργήματα.

Ενώ ο Τουσκ αποφεύγει να παρεμβαίνει στο έργο του Μπόντναρ και των ανεξάρτητων δικαστηρίων, τα οποία τελικά θα καθορίσουν την τύχη των κατηγορουμένων, δεν διστάζει να εξηγεί δημόσια και να υπερασπίζεται τις επιθετικές εισαγγελικές προσπάθειες της κυβέρνησής του. Σε πολυάριθμες ομιλίες και αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ο Τουσκ έχει τονίσει ότι η «σιδηρά σκούπα» δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά ένα απαραίτητο βήμα προς την εθνική συμφιλίωση. «Αυτό είναι λογοδοσία: καθόλου πολιτική, μόνον ουσία. Και μετά από τη λογοδοσία και την αποκατάσταση, θα έρθει η ώρα της συμφιλίωσης. Οπως ακριβώς υποσχέθηκα» έγραψε στις 3 Ιουλίου στο Χ.

Εως τώρα η τολμηρή στάση του Τουσκ έχει εξωθήσει τους λαϊκιστές στην άμυνα. Οι Αμερικανοί πρέπει να το προσέξουν αυτό. Καθώς η ακραία πόλωση και η πολιτική βία απειλούν να υπονομεύσουν την αμερικανική δημοκρατία, είναι απολύτως ξεκάθαρο ότι οι αυταρχικοί λαϊκιστές πρέπει να λογοδοτήσουν σε ένα δικαστήριο, όχι μόνο στο δικαστήριο της κοινής γνώμης.


Ο Maciej Kisilowski είναι αναπληρωτής καθηγητής Νομικής και Στρατηγικής στο Πανεπιστήμιο Κεντρικής Ευρώπης, στη Βιέννη. Το κείμενο αυτό αναδημοσιεύεται για την Ελλάδα από το Project Syndicate. 

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...