Τον Γιώργο Σταθάκη και τον Αντώνη Τζανακόπουλο, πέραν του ότι είναι και οι δύο ακαδημαϊκοί και έχουν ζήσει πολλά χρόνια στο Ηνωμένο Βασίλειο (ο δεύτερος ζει ακόμα εκεί), λίγα πράγματα τους ένωναν μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ. Ο μεν πρώην υπουργός και βουλευτής Χανίων αποτελούσε τον κατ’ εξοχήν εκπρόσωπο της πιο μετριοπαθούς τάσης του κόμματος, ακόμα και τις εποχές της πιο βαθιάς παγκόσμιας οικονομικής κρίσης επέμενε ότι «το σύστημα έχει αντοχές», στην πιο ριζοσπαστική αντιμνημονιακή περίοδο του ΣΥΡΙΖΑ αυτός έλεγε ότι «το πρόγραμμα πρέπει να ολοκληρωθεί».
Στις αρχές του 2015, πολύ περισσότεροι θα στοιχημάτιζαν σε αυτόν παρά στον Ευκλείδη Τσακαλώτο ως προς τον άνθρωπο που θα αναλάμβανε την αναδίπλωση της οικονομικής πολιτικής σε περίπτωση εγκατάλειψης της σκληρής στάσης απέναντι στην τρόικα. Ο Αντώνης Τζανακόπουλος, αντιθέτως, ανήκει σε μια γενιά αριστερών που συγκρότησαν τις ιδέες τους την περίοδο των μεγάλων κινητοποιήσεων σε όλη την Ευρώπη, συναντήθηκαν με τις νέες διεθνείς θεωρίες της Αριστεράς και ανέπτυξαν έναν έντονο ριζοσπαστισμό.
Και όμως, αν συγκρίνει κανείς το μακροσκελές κείμενο αποχώρησης του Σταθάκη με την ομιλία του καθηγητή της Οξφόρδης στο Τριανόν, εκεί όπου η «Ομπρέλα» έκανε την κεντρική της εκδήλωση προκαλώντας όλες τις τάσεις της εσωκομματικής –ή εξωτερικής– αντιπολίτευσης στον ΣΥΡΙΖΑ, θα διαπιστώσει ένα λεπτό, αλλά αρκετά ουσιαστικό, κοινό σημείο. Και οι δύο εντοπίζουν ως προβληματικό τον τρόπο με τον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ αποπολιτικοποίησε την κριτική του στην κυβέρνηση, προσωποποιώντας την σε μια –αποτυχημένη και εκ του αποτελέσματος– προσπάθεια δαιμονοποίησης του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Αυτός ο τύπος κριτικής, λένε και οι δύο, υπήρξε μια ουσιαστική παραίτηση από την προσπάθεια να συγκροτηθεί ένας προγραμματικός λόγος με αριστερό περιεχόμενο, ο οποίος να αντιπαραταχθεί στον κυβερνητικό. Στη θέση του, υποστηρίζουν σε μια παράλληλη ανάλυση οι δύο ακαδημαϊκοί και πολιτικοί, αναπτύχθηκε ένας λόγος που προσομοιάζει στο λαϊκιστικό φαινόμενο –ο Σταθάκης τον χαρακτηρίζει ευθέως κακέκτυπο του πρώιμου ΠΑΣΟΚ, το οποίο πλέον δεν απαντά σε καμία κοινωνική ανάγκη.
Παραδόξως, μεταξύ των δύο, ο Αντώνης Τζανακόπουλος είναι εκείνος που προχωρά την κριτική ετούτη και στα προηγούμενα χρόνια. Πριν από τον «κακό Μητσοτάκη», ένα μεγάλο μέρος από την αφήγηση του ΣΥΡΙΖΑ στόχευε στον «κακό Σόιμπλε». Η επίκληση ενός «πολύ κακού ανθρώπου» στην πολιτική, είτε είναι ο Μητσοτάκης είτε ο Σόιμπλε είτε ο Σαντάμ Χουσεΐν, είθισται να τη συρρικνώνει.
Κάθε συζήτηση, έλεγχος ή τεκμηρίωση υποτάσσεται στην άμεση ανάγκη να αντιμετωπιστεί το Υπέρτατο Κακό. Σήμερα ακόμα, η συνήθεια των οπαδών της νέας ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ και των εκπροσώπων της είναι να καταχερίζουν την εσωκομματική αντιπολίτευση επειδή ασχολείται με λεπτομέρειες, ενώ η Δεξιά βασανίζει τον κόσμο.
Αυτό υπήρξε το μότο του ΣΥΡΙΖΑ στην πραγματικότητα εδώ και περισσότερο από δέκα χρόνια. Η συζήτηση στο κόμμα και για το κόμμα εξοβελιζόταν και τα κριτήρια χαλάρωναν, επειδή όποιος ζητούσε το αντίθετο «έπαιζε το παιχνίδι της Δεξιάς» (και εσχάτως το έκανε «υπονόμευε τον Τσίπρα»). Ομως αυτή η απλοποίηση της μορφής μετατράπηκε η ίδια, με τα χρόνια, σε περιεχόμενο.
Πριν από μερικούς μήνες, ο αναμφισβήτητος σταρ της νέας κατάστασης Παύλος Πολάκης δημοσιοποίησε ένα βίντεο στο οποίο επιδείκνυε τις επιδόσεις του ως ψαροντουφεκάς. Σε κάθε χτυπημένο ψάρι έδινε το όνομα κάποιου πολιτευτή ή βουλευτή της ΝΔ για τον οποίο ο Τομέας Διαφάνειας του ΣΥΡΙΖΑ (του οποίου προΐστατο) είχε αποκαλύψει κάποιο σκάνδαλο.
Και στο τέλος σχολίαζε: «Ετσι νικιέται η Δεξιά, σύντροφοι». Το γεγονός ότι «έτσι» η Δεξιά δεν νικήθηκε ακριβώς, αλλά για την ακρίβεια κέρδισε με διαφορά 23 μονάδων, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μετατράπηκε σε ένα κόμμα που απευθύνεται σε αυτούς που πιστεύουν ότι η Δεξιά νικιέται με επίκληση της αρετής έναντι της διαφθοράς. Αποδείχθηκαν πολύ λίγοι για να κυβερνήσουν, αλλά αρκετοί για να κερδίσουν τις εσωκομματικές εκλογές.
Να λοιπόν το λάθος που κάνει η εσωκομματική αντιπολίτευση, και το οποίο μάλλον εντόπισαν ο μετριοπαθής Γ. Σταθάκης και ο ριζοσπαστικός Α. Τζανακόπουλος: ο Στέφανος Κασσελάκης δεν είναι η αιτία της παθογένειας του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά το σύμπτωμά της. Αποτελεί τον πολιτικό καρπό της πορείας του τα τελευταία δέκα-δώδεκα χρόνια.
Στα κείμενα της εσωκομματικής αντιπολίτευσης, με τελευταίο αυτό των 1.300 υπογραφών μελών που παρουσίασε η «Ομπρέλα», δεν υπάρχει αποδοχή αυτού του γεγονότος, απουσιάζει δηλαδή η ουσιαστική πολιτική αυτοκριτική για το εγχείρημα ΣΥΡΙΖΑ. Τα προβλήματα εμφανίζονται –σχεδόν– στο σύνολό τους οργανωτικά, αφορούν τον τρόπο λειτουργίας ή το καταστατικό που εισήγαγε ο Αλέξης Τσίπρας το 2021.
Ομως, μια τέτοια ανάλυση εμπίπτει σε αυτό που ο Ευκλείδης Τσακαλώτος χρέωσε στον Στέφανο Κασσελάκη μετά τον πρώτο γύρο των εσωκομματικών εκλογών –και όχι άδικα: τη μεταπολιτική. Με διαφορετικό τρόπο δεν μπορεί να εξηγηθεί γιατί, όποιο κι αν ήταν το καταστατικό, ο κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ δεν προτίμησε κάτι άλλο εκτός από την αναπαραγωγή αυτού του πολιτικού μοντέλου –έστω και σε φανταχτερή συσκευασία.
Για την «Ομπρέλα» ή ένα μέρος της, αυτές είναι οι τελευταίες της ώρες μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ. Η συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής είναι το έσχατο σημείο στο οποίο μπορεί να ανακοινωθεί η αποχώρησή της. Ομως, αν στο πλάι ενός «αριστερού ηθικού πανικού», που κραυγάζει για τη σωτηρία της αριστερής ψυχής του και την αναζητά σε οργανωτικές σανίδες και καταστατικά, δεν αναπτυχθεί και μια παράλληλη πολιτική αυτοκριτική που να υπονοεί και να προετοιμάζει πολιτικές θέσεις, το μέλλον της έξω από τον ΣΥΡΙΖΑ θα είναι εξίσου σύντομο με το μέλλον της μέσα σε αυτόν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News