Η ιστορική καταδικαστική απόφαση για τη Χρυσή Αυγή έχει ιδιαίτερη πολιτική σημασία. Οχι μόνο επειδή εξαφανίζει το συγκεκριμένο φασιστικό μόρφωμα, αφού αφαιρεί τον μανδύα του πολιτικού κόμματος κάτω από τον οποίο έκρυβε τις εγκληματικές πράξεις της, αλλά και επειδή κατά μία έννοια αφορά σημαντικά και τον ΣΥΡΙΖΑ. Είναι κατά κάποιο τρόπο μάθημα πολιτικής νουθεσίας.
Σε πρώτη ανάγνωση, η απόφαση των δικαστών επιβεβαιώνει το πλαίσιο συνταγματικής δράσης των κομμάτων, αφού κρίνει εγκληματική οργάνωση και όχι κόμμα τη Χρυσή Αυγή. Ομως, παράλληλα, αποδοκιμάζει τη ρητορική μίσους, τη συστηματική καλλιέργεια διχαστικού λόγου, την αντίληψη τού «ή εμείς ή αυτοί», στοιχεία τα οποία χαρακτήριζαν τον πολιτικό λόγο της Χρυσής Αυγής. Δυστυχώς, όμως, όχι μόνο αυτής.
Για να είμαστε απολύτως ξεκάθαροι: προφανώς, ούτε ιδεολογικά ούτε και πολιτικά ταυτίζεται το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης με μια φασιστική οργάνωση που τώρα είναι –και με τη βούλα του δικαστηρίου– εγκληματική. Ομως θα πρέπει να εθελοτυφλείς για να μην αναγνωρίσεις ότι σε πολλές περιπτώσεις φλέρταρε με τον πολιτικό λόγο της, καλλιεργώντας επίσης τον διχασμό και τον τρόμο. Δυστυχώς, το περιβόητο «τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν», αν δεν ήξερες ποιος το είπε, θα μπορούσες να το έχεις ακούσει και από τα χείλη των παιδιών με τα μαύρα.
Υπήρχε μια εποχή που τα «γερμανοτσολιάδες», «μερκελιστές» και «Δ’ Ράιχ» ακούγονταν από όλες τις πλευρές της πλατείας. Και η διαφορά ανάμεσα στο πολάκειο «να βάλουμε κάποιους στη φυλακή για να κερδίσουμε τις εκλογές» και στο χρυσαυγίτικο «να ξεβρωμίσει ο τόπος» δεν είναι και τόσο ευδιάκριτη. Η κραυγαλέα απόπειρα συλλήβδην ενοχοποίησης δέκα πολιτικών προσώπων στην υπόθεση της Novartis δεν υπηρετεί τη μιχαλολιακική απολυτότητα τού «όλοι είναι πουλημένοι και διεφθαρμένοι»;
Αλλωστε, τι διαφορά έχουν οι προπηλακισμοί στην Αργυρούπολη κατά του Γιώργου Πεταλωτή και στελεχών της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ το 2011-12, από την επίθεση του Κασιδιάρη στη Λιάνα Κανέλλη ή τις ύβρεις των χρυσαυγιτών στη Βουλή στον Νίκο Δένδια και τον Πέτρο Τατσόπουλο;
Η θύμηση δηλώσεων ανοχής από μερίδα της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, μια επιβεβαίωση της συμπόρευσης ανάμεσα στην «πάνω» και την «κάτω» πλατεία, αλλά και της στοίχισης της ΧΑ πίσω από στρατηγικές του Αλέξη Τσίπρα, κάνει πολλούς να θεωρούν ότι η αντίληψη να ενισχυθεί η Ακροδεξιά, ώστε να έχει πρόβλημα εξ δεξιών ο Κυριάκος Μητσοτάκης στον δρόμο του για την εκλογική νίκη, ήταν υπαρκτή, ασχέτως αν είχε κοντά ποδάρια.
Αλλωστε, ο συνολικός χειρισμός για τη Συμφωνία των Πρεσπών αυτή την πολιτική τακτική δεν υπηρέτησε; Να θέσει το διχαστικό δίλημμα ποιοι είναι υπέρ της συμφωνίας και ποιοι κατά, προσδοκώντας διχασμό, αν όχι διάσπαση, στη ΝΔ. Την ίδια αντίληψη υπηρέτησε και η πολυσυζητημένη τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα για την οποία γίνονται και λέγονται τα εξής εκπληκτικά: ο μεν Σταύρος Κοντονής όψιμα σπεύδει να διαχωρίσει τη θέση του, ο δε ΣΥΡΙΖΑ, βλέποντας κατάματα τις συνέπειες της αβελτηρίας ή της υστεροβουλίας του (παίρνετε όποιο θέλετε) σπεύδει να ζητήσει την τροποποίηση-κατάργηση αυτού που ο ίδιος ψήφισε!
Στον ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν –και δεν είναι ακόμη και σήμερα– τυχαία η ρητορική περί ακροδεξιών Σαμαρά, Βορίδη, Αδωνι κ.ά., με τους οποίους κατηγορείται ότι έχει «συμμαχήσει» ο Πρωθυπουργός. Ούτε ασφαλώς τυχαία και η κριτική στο τότε αδύναμο ΠΑΣΟΚ για «γερμανοτσολιάδες» και τώρα στο Κίνημα Αλλαγής, ότι συμπαρατάσσεται με τη Δεξιά. Για φιλοσυριζαίους «παπανδρεϊκούς» και για «δεξιόστροφη» Φώφη Γεννηματά κάνουν συχνά λόγο πολλά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ.
Λοιπόν, η ιστορική δικαστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων σαρώνει όλη αυτή τη νοοτροπία που πρόβαλλε τον μακιαβελικό τακτικισμό ότι όλα επιτρέπονται, ακόμα και η συμμαχία με τον διάβολο, για να κατακτηθεί η εξουσία. Αφαιρώντας κάθε πρόσχημα πολιτικής δράσης από τη Χρυσή Αυγή, καθιστά σαφές ότι η μισαλλοδοξία, η εχθροπάθεια και ο διχασμός δεν ευδοκιμούν στη σύγχρονη Ελληνική Δημοκρατία.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News