«Μα, γίνονταν αυτά παλιά; Τι έχει συμβεί; Πώς άλλαξε έτσι ο κόσμος;» ακούω συχνά να αναρωτιούνται πολλοί, ενώ παρακολουθούν τις ειδήσεις εμβρόντητοι. Θα μου επιστέψετε να σας πω ή να σας θυμίσω ότι γίνονταν τόσα κι άλλα τόσα. Αυτό που σίγουρα έχει αλλάξει στις μέρες μας είναι ότι, μέσω του Διαδικτύου, δυστυχώς βιώνουμε την απενοχοποίηση του «ανώμαλου». Θα σας εξηγήσω.
Θυμάμαι, σαν να ήταν τώρα δα το θυμάμαι, εκείνον τον άνδρα. Ημουν μικρή. Μπορεί τεσσάρων. Τόσο, που τα ποδαράκια μου δεν έφταναν να πατήσουν τα πεντάλ του αυτοκινήτου. Ηταν μεγάλη χαρά μου να μπαίνω στην έκθεση της αντιπροσωπείας αυτοκινήτων του πατέρα μου και να προσποιούμαι ότι δήθεν οδηγώ, κινώντας το τιμόνι πέρα-δώθε σαν «μεγάλη», ενώ ο πατέρας μου εργαζόταν στον γραφείο του.
Το «σαν μεγάλη» είναι ερεθιστικό παιχνίδι για τα παιδιά. Ο άνδρας στάθηκε στην πλευρά της βιτρίνας που ήταν σε ένα στενό, όχι σε αυτήν της κεντρικής λεωφόρου. Πολλοί άνθρωποι στέκονταν στη βιτρίνα, τόσο πολλοί, που τους έβλεπα και δεν τους έβλεπα. Ωστόσο, εκείνος ο συγκεκριμένος, με έναν περίεργο τρόπο-μαγνήτη, με κατηύθυνε να τον κοιτάξω. Θυμάμαι τα μάτια του, τρομακτικά ολοστρόγγυλα, το χαμόγελό του τρομακτικά σιχαμένο και με ταχυδακτυλουργικό τρόπο δευτερολέπτων να ανοίγει το παλτό του και να μου δείχνει τον φαλλό του.
Θυμάμαι ότι ανακατεύτηκε το στομάχι μου και λούστηκα στην ντροπή από την κορφή μέχρι τα παπουτσάκια μου, του Μούγερ! Εστριψα αμέσως το κεφάλι μου μπροστά, να μην τον βλέπω, και είχα τεράστια αγωνία, ταχυκαρδία, να μην τον δει ο πατέρας μου. Ακου, φίλε μου! Τι μυστήριο συναίσθημα η ντροπή! Τη νιώθει αυτός που δεν τη δικαιούται και την κλωτσάει αυτός που του πρέπει.
Και αντί να φωνάξω τον πατέρα μου… Τσιμουδιά. Από ντροπή. Η έκθεση αυτοκινήτων που αναφέρω ήταν ακριβώς απέναντι από το Πάρκο της λεωφόρου Αλεξάνδρας, που κατά κάποιο τρόπο ήταν προέκταση του σπιτιού μας. Από το πάρκο, όσο έχω να θυμάμαι παιχνίδι και «Αλσος Οικονομίδη» και τον πρώτο μου έρωτα, άλλο τόσο έχω να θυμάμαι και τη γνωριμία μας με ένα σωρό «ανώμαλους». Ετσι τους ονόμαζαν τότε.
Και βέβαια, στη συνέχεια της ζωής, μάκραινε η λίστα. Από τους επιδειξίες, φτάναμε στους ματάκηδες… Δεν υπάρχει ζευγαράκι της γενιάς μας που να μην έζησε την εμπειρία… Τους κιλοτάκηδες, που έκλεβαν εσώρουχα από μπουγάδες. Τους άλλους που τρίβονταν επάνω σου σε κάθε ευκαιρία στριμώγματος κ.λπ. Εκτός αυτού, το «να σου βάλει κάποιος χέρι» ήταν στην ημερήσια διάταξη.
Και αν σκεφτεί κανείς τους χώρους των σπιτιών τότε, τη «σφιχτή» συγκατοίκηση στα χωριά, η αιμομιξία σκότωσε πολλές παιδικές ψυχές και έμενε επτασφράγιστο μυστικό. Για να μην αναφέρω την κτηνοβασία. Ενθυμούμενη όλα αυτά, νιώθω καλύτερα για την ενθαρρυντική ευεργεσία ότι σήμερα, όλο και πιο πολύ, οι άνθρωποι μιλάνε. Καταγγέλλουν. Σέβομαι βαθιά την πράξη της Σοφίας Μπεκατώρου ως πρωτεργάτριας αυτού.
Από την άλλη, αυτό που πραγματικά με τρομάζει είναι η ένωση των ανώμαλων. Αρα και η απενοχοποίησή τους. Για σκεφτείτε. Ο δράστης όλων αυτών, τότε, ήταν μόνος. Αυτός και το άφρενο, το αχαλίνωτο, το ανεξέλεγκτο ενός άρρωστου πάθους του για το οποίο ντρεπόταν, φοβόταν. Δεν «συνασπιζόταν» με άλλους.
Το διαδίκτυο είναι ο συνασπισμός των ανώμαλων. Γίνονται ομοϊδεάτες, φίλοι. Λαμβάνουν το μήνυμα ότι, αφού υπάρχει κι άλλος σαν εμένα, δεν είναι τόσο τραγικό αυτό που μου συμβαίνει. Είναι οk. Είναι «ανθρώπινο», ψιλο-ομαλό. Αντιλαμβάνεστε τη διαδρομή; Τον κίνδυνο; Το δράμα. Αυτό, το μεγαλύτερο δράμα.
Και έπεται και μέγιστο. Η άμετρη, ασυνείδητη μεταφορά κάθε λεπτομέρειας μέσω των ΜΜΕ: για το μεγαλύτερο μέρος του λαού είναι τροφοδότης της αγωνίας «Πού πάει αυτή η κοινωνία!», για ένα επικίνδυνο μερίδιο είναι τροφοδοσία, έμπνευση και «πληροφόρηση» για «ανώτερα» χαμηλά.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News