Το τι συμβαίνει στην Ευρώπη σε αυτήν την ταραγμένη περίοδο, μοιάζει με ένα ενοχλητικό déjà vu.
Αποφάσεις για την καθημερινότητα των πολιτών καρκινοβατούν και παρακωλύονται, η αρχή της ομοφωνίας αναδεικνύεται ως παράμετρος αδράνειας και καθυστέρησης, η διεύρυνση προς ανατολάς δοκιμάζεται σχεδόν καθημερινώς, ενώ την ίδια στιγμή η περαιτέρω διεύρυνση (Δυτικά Βαλκάνια, Ουκρανία) συζητείται με αγωνία (κατ’ επίφαση ή πραγματική).
Αντιφάσεις και χρονοτριβή, εν όψει ενός χειμώνα που κατά τα άλλα περιγράφεται ως ο ενδεχομένως δυσκολότερος της μεταπολεμικής περιόδου.
Υπό αυτές τις συνθήκες, οι πολιτικές εξελίξεις σε διάφορα κράτη-μέλη κινούνται πέραν των επιθυμιών των Βρυξελλών και προξενούν αυτήν την αμήχανη έκπληξη και δυσθυμία.
Η Σουηδία στρέφεται στην Ακροδεξιά, η Ιταλία εκλέγει μία κυβέρνηση την οποία οι υπόλοιποι προσδιορίζουν ως φασιστική, ο Μακρόν εμφανίζεται ως η ελπίδα της Ένωσης, όμως στη Γαλλία αντιμετωπίζει κύμα αμφισβήτησης που είναι άγνωστο σε τι ακριβώς θα καταλήξει, η Πολωνία περισσότερο κοιτάζει πέραν του Ατλαντικού παρά προς τις Βρυξέλλες, η Ουγγαρία περισσότερο προς τη Μόσχα και πάει λέγοντας.
Η συζήτηση για το πού οφείλεται η εκλογική και πολιτικοκοινωνική συμπεριφορά των πολιτών της Ένωσης κινείται ούτως ή άλλως σε θολά νερά και κατά τρόπο εσφαλμένο, έχει δεοντολογικά στοιχεία. Εξετάζεται τι είναι «καλό» και πολιτικά ορθό και τι όχι, με κριτήρια κάποιες φορές άκυρα και ασύμμετρα. Δεν εξετάζεται τι συμβαίνει και γιατί, ούτε το ενδεχόμενο επιτάχυνσης διαδικασιών και υιοθέτησης κανόνων ευελιξίας, καθώς το άκαμπτο ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο των προηγούμενων δεκαετιών της ευημερίας και της πολιτικοϊδεολογικής αυταρέσκειας, είναι μάλλον αναντίστοιχο με τις περιστάσεις.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, οι περισσότεροι κάνουν ότι δεν συμβαίνει τίποτε. Ασχολούνται περισσότερο με το αν θα υπάρξει αυτοδυναμία και πώς, με το αν ο Ανδρουλάκης κοντεύει να κλατάρει για ένα ποσοστό που λίγη σημασία έχει αν θα φτάσει το 12, 13 ή 14% ή με το αν ο Τσίπρας και ο Πολάκης καθημερινώς επιβεβαιώνουν ότι… είναι ο Τσίπρας και ο Πολάκης.
Δεν βλέπουν αυτό που έρχεται και καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις. Μένουν στο ότι ο Μητσοτάκης και η ΝΔ έχουν ένα σταθερό και πρωτοφανές προβάδισμα και δεν βλέπουν το φαινόμενο «στα χαμηλά» των ερευνών της κοινής γνώμης.
Εκεί υπάρχει ένα μπετοναρισμένο 2-2,5% των Ελλήνων (του διαδόχου σχήματος της Χρυσής Αυγής).
Με τα χαρακτηριστικά που έχει η ψήφος και η ροπή προς τα κόμματα αυτής της συνομοταξίας, αυτό σημαίνει σχεδόν με βεβαιότητα ότι η κατάκτηση του 3% και η είσοδος στη Βουλή είναι ενδεχόμενο περισσότερο από πιθανό. Άλλωστε και στις τελευταίες εκλογές, η ΧΑ για κάποια απειροελάχιστη υποδιαίρεση της μονάδας δεν μπήκε στη Βουλή (για την ακρίβεια, 0,07%…). Αν είχε μπει, όλα θα ήταν κατά δραματικό τρόπο ήδη διαφορετικά.
Εφόσον αυτή η βάσιμη εκτίμηση επιβεβαιωθεί, η πιθανότητα να υποχωρήσει το ποσοστό στη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση είναι σχεδόν απειροελάχιστη (ας θυμηθούμε εδώ πώς οι περισσότεροι θεωρούσαν ότι η Χρυσή Αυγή θα έχανε αφότου ο Κασιδιάρης επιτέθηκε στη Λιάνα Κανέλλη σε ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση και πώς διαψεύστηκαν).
Η πρώτη και δεδομένη συνέπεια μίας τέτοιας εξέλιξης και η είσοδος επτά κομμάτων στην επόμενη ή μεθεπόμενη Βουλή, θα σημάνει σε πρώτο επίπεδο ότι τα όνειρα της αυτοδυναμίας θα πρέπει να εγκαταλειφθούν, αφού για κάτι τέτοιο θα απαιτείται κάτι κοντά στο 40% για το πρώτο κόμμα.
Υπό αυτήν την έννοια, μπορεί κάποιος να αναρωτηθεί: «Ωραία, και τι να κάνουμε τώρα;». Ίσως δεν μπορεί να γίνουν και πολλά με την έννοια της αποτροπής· ίσως και να μην πρέπει.
Αυτό όμως που σίγουρα πρέπει να γίνει, είναι όλοι οι υπόλοιποι και κυρίως όσοι θεωρούνται κυβερνητικές πολιτικές δυνάμεις, να «δουν» την εικόνα, ώστε να μην κάνουν τους έκπληκτους όταν έλθει η ώρα.
Και στη συνέχεια, να αναθεωρήσουν σχεδόν όλες τις θέσεις τους περί συνεργασιών και συνεννοήσεων, γιατί οι απαιτήσεις της συγκυρίας μπορεί να είναι πολύ διαφορετικές από εκείνες που νομίζουν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News