Η ομολογία του Ρομάν Προτάσεβιτς θα μπορούσε να είχε γίνει και πριν από 85 χρόνια. Oταν ο Ιωσήφ Στάλιν είχε αποφασίσει ότι οι καταδίκες των Ζινόβιεφ και Καμένιεφ, έπειτα από μυστική διαδικασία, δεν θα ήταν αποτελεσματικές, εάν δεν συνοδεύονταν από δημόσιες ομολογίες τους. Ο Γκριγκόρι Ζινόβιεφ, πρόεδρος των Σοβιέτ του Λένινγκραντ, με τον πρόεδρο του Ινστιτούτου Λένιν, Λεβ Καμένιεφ, και άλλους 14 κατηγορούμενους πέρασαν το 1936 από την πρώτη μεγάλη δίκη της Μόσχας, καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν στα υπόγεια των φυλακών της Λουμπιάνκα. Το χαρακτηριστικό της Πρώτης Δίκης της Μόσχας, όπως και της Υπόθεσης Τουχατσέφκι και της καταδίκης του σε θάνατο με άλλους επτά ρώσους στρατηγούς, όπως και της Δίκης των 21 του 1938, ήταν ότι οι αποφάσεις βασίστηκαν στις ομολογίες των κατηγορουμένων. Το πολιτικό πλεονέκτημα μιας δημόσιας ομολογίας είναι ότι στέλνει το μήνυμα στον κόσμο ότι το δίκαιο αποδόθηκε.
Ακόμα περισσότερο με τις δυνατότητες των σημερινών ΜΜΕ. Αν οι σοβιετικοί πολίτες μπορούσαν να ενημερωθούν για τα εγκλήματα των εχθρών του λαού διαβάζοντας τις εφημερίδες ή ακούγοντας το ραδιόφωνο, οι πολίτες της Λευκορωσίας, λίγο μετά την σύλληψη, μπορούσαν να δουν τον Προτάσεβιτς σε βίντεο να ομολογεί ότι ήταν ο διοργανωτής μιας μαζικής διαδήλωσης τον περασμένο χρόνο στο Μινσκ, κατά του καθεστώτος Λουκασένκο. Η σύλληψη του Προτάσεβιτς συνοδεύτηκε από την απαραίτητη δολοφονία χαρακτήρα. Με φωτογραφία του με κράνος των Ες Ες, που η αξιοπιστία της διαψεύστηκε από τα Greek Hoaxes, αλλά και γραπτές αναφορές στο βιογραφικό για το «ναζιστικό» παρελθόν του, με αντικείμενο να αποθαρρύνουν όποιον θα ήθελε να καταγγείλει την απαγωγή, στη λογική τού «υπερασπίζεσαι ένα ναζιστικό σκουπίδι».
Το ερώτημα φυσικά είναι το γιατί. Γιατί ο Λουκασένκο να διακινδυνεύσει τις σχέσεις του με την Ευρωπαϊκή Ενωση για να κατεβάσει ένα αεροπλάνο που πετούσε πάνω από τον εναέριο χώρο της Λευκορωσίας, για να συλλάβει έναν συνοδό της αποστολής της λευκορωσικής αντιπολίτευσης στο Delphi Forum; Το ότι θα μπορούσε να οφείλεται στο γεγονός ότι είναι νεοναζί ή ότι το 2014, σε ηλικία 19 ετών, βρέθηκε σαν φωτογράφος στην Ανατολική Ουκρανία με το Azov δεν αρκεί σαν κίνητρο. Η εμβέλεια του καναλιού του στο Telegram, Belarus of the Brain, είναι δύσκολο να εκτιμηθεί εκτός Λευκορωσίας, αλλά δεν μπορεί να είναι τόσο μεγάλη ώστε να δικαιολογεί την επιχείρηση. Πιθανόν αυτό που μετράει δεν είναι το πρόσωπο, αλλά το μήνυμα.
Το αντίστοιχο μήνυμα που είχε στείλει ο Στάλιν με τη δολοφονία του Τρότσκι, ότι ένας εχθρός του λαού –κόμμα, πατρίδα, γενικός γραμματέας και λαός ήταν το ίδιο και το αυτό– ούτε στο Μεξικό πρέπει να αισθάνεται ασφαλής. Οτι ακόμα και σε ένα αεροπλάνο χώρας της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ένας εχθρός του Λουκασένκο, πάνω από τον εναέριο χώρο της Λευκορωσίας, πρέπει να τρέμει. Ενα μήνυμα όχι τόσο τολμηρό, όσο να απαγάγει ή να δολοφονήσει τον Προτάσεβιτς στην Ελλάδα –ας μην ξεχνάμε ότι αντίπαλοι του Πούτιν έχουν δολοφονηθεί στην Αγγλία–, αλλά αρκετά ισχυρό για να φοβίσει κάθε Λευκορώσο που θα ήθελε να ενεργοποιηθεί στον χώρο της αντιπολίτευσης. Σε τέτοιες τρομοκρατικές οργανώσεις, στόχος είναι η σιωπηλή πλειοψηφία, που οι δικτάτορες τη θέλουν να παραμένει σιωπηλή.
Σε όσους ενδιαφέρονται να μάθουν για τις Δίκες της Μόσχας, θα σύστηνα το «The Great Terror» του Ρόμπετ Κόνκουεστ. Εκδόθηκε το 1968, πριν από το άνοιγμα των σοβιετικών αρχείων, αλλά παραμένει έργο αναφοράς. Και φυσικά, «Το Μηδέν και το Απειρο» του Αρθουρ Καίσλερ, ένα βιβλίο για την ομολογία του Μπουχάριν στη Δίκη των 21, έργο που «το ποτάμι της Ιστορίας δεν το απέρριψε σαν σκουπίδι στις καμπές του» (για να χρησιμοποιήσω τη φράση του ανακριτή Γκλέτκιν, όταν με αναφορές στο κόμμα και στην Ιστορία προσπαθεί να πείσει τον Ρουμπάσοφ να ομολογήσει).
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News