Αν είσαι γονιός εφήβου εν έτει 2020 ξέρεις ότι, με το που χτυπάει το ξυπνητήρι, όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά. Η μέρα μπορεί να κυλήσει εν πλήρει ηρεμία, μπορεί να εξελιχθεί σε σκηνή αιματοχυσίας στα χαρακώματα του «1917», χωρίς βεβαίως να αποκλείεται και η διαδοχική, ιδιαίτερα επιβαρυντική της ψυχικής σου υγείας, εναλλαγή αμφοτέρων. Με εσένα φυσικά να καλείσαι να προσαρμοστείς, χωρίς, όπως σε νουθετούν νυχθημερόν εγχειρίδια και ειδικοί (πολλοί γονείς εφήβων σήμερα δεν θα την αποφύγουν μία επίσκεψη στον παιδοψυχίατρο) να χάσεις την ψυχραιμία σου. «Γιατί εσύ είσαι ο ενήλικας», «γιατί πρέπει να κάνεις υπομονή», «γιατί “θυμήσου τον εαυτό σου σε αυτή την ηλικία”», «γιατί, ναι, πάρ’ το απόφαση, το παιδί θα βλέπει πια το σπίτι σαν ξενοδοχείο» κ.ο.κ.
Σύμφωνοι, η εφηβεία ήταν πάντα μια δοκιμασία για τους γονείς. Ομως, ας μην κοροϊδεύομαστε, οι vintage εφηβείες ωχριούν μπροστά στην υπερκαλωδιωμένη της νέας χιλιετίας. Ενα ζευγάρι φίλων, γονείς μιας 15χρονης, μου έλεγαν, π.χ., ότι την περασμένη εβδομάδα ξεκίνησαν την ημέρα τους στις 7.30 το πρωί προσπαθώντας να πείσουν τη νεαρά ότι απλώς δεν γίνεται να βγει με ένα «συμπαθητικό τυπάκι» που είχε γνωρίσει στο Instagram.
Να ένας εφηβικός εφιάλτης που είμαστε η πρώτη, το πολύ δεύτερη, γενιά γονέων που βιώνει (δεδομένου ότι το Instagram ήρθε στον κόσμο το 2010). Να σημειώσω εδώ ότι ένα 43,5% των εγχώριων εφήβων έχει γνωρίσει διαδικτυακούς φίλους και έχει συναντηθεί μαζί τους στον φυσικό κόσμο, με το 38,7% εξ αυτών να αναφέρει ότι η συνάντηση αυτή έγινε κρυφά από τους γονείς (από τα προκαταρκτικά αποτελέσματα μελέτης σε πανελλαδικό δείγμα 612 εφήβων, ηλικίας 12-18 ετών, που εκπόνησε η Ελληνική Εταιρεία Εφηβικής Ιατρικής, και παρουσιάστηκαν αυτές τις μέρες).
Η συζήτηση με την προαναφερθείσα έφηβη είχε τη συνήθη εξέλιξη, ήτοι το κλασικό τετράπτυχο στις συζητήσεις με τους σύγχρονους τινέιτζερ: α) ευγενική προσπάθεια να μεταπείσει τον γονέα με στρατηγικώς ταξινομημένα επιχειρήματα και εντυπωσιακή πειθώ β) φωνές/κλάματα/«παρατάτε με» γ) πόρτα που κλείνει με πάταγο στα μούτρα (των γονέων) και δ) ερμητικά κλειστή πόρτα για το υπόλοιπο της ημέρας, με τους εγκλωβισμένους στο ίδιο τους το σπίτι γονείς σε α λα Γουχάν καραντίνα.
Η εφηβεία παραμένει η πιο σκληρή περίοδος της γονεϊκότητας. Είναι, το λένε και οι ειδικοί, μια περίοδος πένθους: του «μωρού» σου που μεγάλωσε, του ελέγχου που νόμιζες ότι είχες στο αφήγημα της οικογένειας κ.ο.κ. Είναι η εποχή της βίαιης εκθρόνισης και αποδόμησής σου (με πρακτικές που θα έκαναν τα βασανιστήρια του Τομάς δε Τορκεμάδα να μοιάζουν με απλό γαργαλητό με φτερό παγωνιού στις πατούσες). Είναι η περίοδος που είσαι πάντα μακράν ο χειρότερος (το κλασικό εφηβικό σύνδρομο «Εχεις τους καλύτερους γονείς» ή το ανάποδο «Εγώ έχω τους χειρότερους»), που θεωρείσαι πλέον ex officio ηλίθιος (είτε καταθέτεις την άποψη σου για την περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση είτε για το ποιο μπουστάκι είναι προτιμότερο για τη «χοροέ» (η νέα συντετμημένη βερσιόν της παλιάς «χοροεσπερίδας»).
Είναι η εποχή που θέτεις το IQ σου εν αμφιβόλω, που νιώθεις απαραίτητος μόνο όταν καλείσαι να βάλεις το σορτς του μπάσκετ στο πλυντήριο, να δώσεις λεφτά για τη βόλτα στο Μοναστηράκι ή να εκσφενδονίσεις πατενταρισμένες απειλές που και εσύ έχεις βαρεθεί: «Αν δεν κλείσεις το κινητό/το Fortnite/το Playstation, θα…».
Η μετάλλαξη λαμβάνει χώρα χωρίς να το καταλάβεις. Ενίοτε γίνεσαι μάρτυρας μιας συνειδητής πολιτισμικής αλλαγής. Η μετάλλαξη είναι ιδιαίτερα σκληρή για τους σύγχρονους «ψαγμένους» γεννήτορες που μεγάλωσαν παιδιά με τρίκυκλα καρότσια, baby swimming και θεωρίες περί «attachment parenting» («γονεϊκότητα της προσκόλλησης»). Διότι είναι πολύ σκληρό να παρακολουθείς το αγγελούδι σου, αυτό που μεγάλωσες με CD «Baby Mozart», Θέατρο «Πόρτα» και καλαίσθητες εκδόσεις με παιδικές διασκευές του «Μoby Dick», να έχει τώρα εθιστεί στο «mukbang» (κορεάτικης προέλευσης τάση να παρακολουθείς στο YouTube βίντεο με απαίσιους ανθρώπους να καταβροχθίζουν junk food).
Πρέπει να το αποδεχτείς, ότι για μερικά τουλάχιστον χρόνια η καθημερινότητά σου θα είναι συχνά μια σκέτη κόλαση
Αν μη τι άλλο στην εφηβεία, σπάει αυτή η επιβεβλημένη γονεϊκή ομερτά. Αυτή που μέχρι τώρα σου απαγόρευε να χαλάσεις το τέλειο packaging της σύγχρονης μητρότητας/πατρότητας και σε έκανε να εμφανίζεσαι μόνιμα χαρούμενος και πλήρης (παρά τα ξενύχτια, την κόπωση κ.ο.κ.). Δίνει τώρα τη θέση της σε μια απενοχοποιημένη γονεϊκή camaraderie. Διότι όταν το παιδί σου φτάσει στην εφηβεία –μια και επιστημονικώς τεκμηριωμένη «δύσκολη» περίοδο– νομιμοποιείσαι πλέον να πεις την αλήθεια. «Μας μισεί, το καταλαβαίνεις;» μου έλεγε εν εξάλλω μέσα στο σουπερμάρκετ μια γνωστή μου, μητέρα μιας 17χρονης. Ακόμα και μια ειδικός σε εφήβους μου έχει εκμυστηρευτεί: «Κάθε μέρα με εκνευρίζουν οι γιοι μου. Υπάρχουν βράδια που κλείνομαι στο δωμάτιό μου και απλώς κλαίω».
«Tσιλ» («κούλαρε»), όπως μου λέει συχνά η δική μου έφηβη κόρη. Πρέπει να το αποδεχτείς, ότι για μερικά τουλάχιστον χρόνια η καθημερινότητά σου θα είναι συχνά μια σκέτη κόλαση. Πάρ’ το απόφαση. Είναι η εποχή που καλείσαι να απορροφήσεις όλους τους κραδασμούς μιας υπό κατασκευήν και πλήρως ορμονοεξαρτώμενης και σπαρακτικά εύθραυστης (κάτω από αυτό το δήθεν θωρακοφόρο περίβλημα) προσωπικότητας. Που μεγαλώνει σε μα υπερκαλωδιωμένη εποχή, με μια εντελώς νωπή και εθιστική τεχνολογία που εκθέτει σε εξωτικές, νέας γενιάς παθογένειες.
Οχι παράδοση, παραδοχή! Στο τελευταίο κύκλο του εξαιρετικά δημοφιλούς και στους έλληνες εφήβους «Sex Education» του Netflix, ακόμα και η σούπερ κουλ μαμά-ψυχοθεραπεύτρια (Γκίλιαν Αντερσον) χάνει για λίγο την ψυχραιμία της και τα «χώνει» στον δικό της έφηβο γιο: «…ως η βασική υπεύθυνη για τη ζωή σου, πάντα αντιμετωπίζω τον χειρότερο εαυτό σου. Και έχω πλέον κουραστεί!».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News