Ολόκληρος, υποθέτω, ο πλανήτης θέλει αυτές τις μέρες να αναφωνήσει «Βγάλε τον σκασμό, Χάρι». Το ζήτημα, φυσικά, δεν είναι ότι ο έκπτωτος πρίγκιπας έσπασε τον «τέταρτο τοίχο» και έριξε άπλετο φως σε έναν θεσμό που είχε μείνει πεισματικά για αιώνες στο σκοτάδι. Το θέμα είναι ότι μας έχει πνίξει με μια άνευ προηγουμένου λογοδιάρροια, όπου το τραύμα από τον χαμό της μητέρας του σχεδόν εξισώνεται με τις χιονίστρες που έβγαλε στο πέος του ύστερα από εκείνο το μοιραίο ταξίδι στον Βόρειο Πόλο.
Διότι αυτό προκαλεί η ακατάσχετη, ναρκισσιστική πάρλα: κουράζει (τον ακροατή) και ευτελίζει (τον ομιλούντα).
Αυτό, πάνω-κάτω, το φαινόμενο ανατέμνει ο αμερικανός συγγραφέας Νταν Λάιονς στο βιβλίο του (θα κυκλοφορήσει στις 7 Μαρτίου) «STFU: The Power of Keeping your mouth shut in an endlessly noisy world» («STFU: Η δύναμη του να κρατάς το στόμα σου κλειστό σε έναν ατέρμονα θορυβώδη κόσμο»).
Ο Λάιονς αποφαίνεται ότι δεν είναι αποκλειστικά δική μας η ευθύνη για αυτό που συμβαίνει. «Ζούμε σε έναν κόσμο που δεν ενθαρρύνει απλώς την απεραντολογία, αλλά την απαιτεί, δεδομένου ότι η επιτυχία μας μετριέται από το πόση προσοχή μπορούμε να προσελκύσουμε». Ζούμε, θυμίζει, σε έναν κόσμο με πάνω από 2 εκατομμύρια podcasts (που έχουν «δώσει» συνολικά πάνω από 48 εκατομμύρια επεισόδια), με πάνω από 3.000 TEDx events τον χρόνο, με chat apps, συνδρομητικές πλατφόρμες, Instagram influencers, Tik Tokers και τα συναφή.
Μας είναι σχεδόν αδύνατον να το σταματήσουμε. Εν έτει 2023, το σιγάν αντιμετωπίζεται σαν μολυσματική νόσος (κατά τι χειρότερη και από αυτές που μας πλήττουν εσχάτως). Εκείνος που τολμά να ασκήσει το δικαίωμά του στη σιωπή είναι σήμερα ο αποσυνάγωγος. Εδώ πας σινεμά, χτυπάει το κινητό την ώρα της προβολής και θεωρείς υποχρέωσή σου να απαντήσεις σε αυτόν που σε καλεί: «Δεν μπορώ να σου μιλήσω τώρα, είμαι στο σινεμά… Ναι, έχουμε έρθει με τον Γιάννη και τη Δώρα να δούμε το…» . Εχει σχεδόν ξεφύγει από τον έλεγχό μας. «Τουιτάρουμε μόνο και μόνο για να τουιτάρουμε, μιλάμε μόνο και μόνο για να μιλήσουμε».
Aνώνυμοι Talkaholics
Ο Πελέ δεν μπόρεσε να ασκήσει το δικαίωμά του στη σιωπή και την ησυχία ούτε στο νεκροκρέβατό του. Στα προτελευταία «Νούμερα» (ΕΡΤ) ο Πάνος Μουζουράκης «αυτοτρολάρεται» που συχνά ξεκινά μια φράση και δεν την ολοκληρώνει ποτέ. Αν διαβάσεις συνέντευξη του μέχρι πρότινος πλουσιότερου ανθρώπου του κόσμου και tweeter… κατά συρροήν Ελον Μασκ, δυσκολεύεσαι να πιστέψεις πώς είναι δυνατόν να αναλώνεται σε τόση και τέτοια φλυαροκοπία.
Για κάποιους, μάλιστα, αγγίζει τα όρια της παθολογίας. Στην προδημοσίευση από το βιβλίο του στο περιοδικό Time, o Λάιονς δεν διστάζει να παραδεχτεί ότι ο ίδιος πάσχει από «talkaholism», έναν όρο που συνέλαβαν δύο μελετητές της επικοινωνίας για να περιγράψουν τον εθισμό από την υπερβολική φλυαρία (ο Λάιονς σημείωσε, μάλιστα, το μεγαλύτερο δυνατό σκορ στο ειδικό ερωτηματολόγιο, the Talkaholic Scale, που έχει επινοηθεί ήδη από το 1993).
Εξηγεί πώς έχει τρελάνει τους πάντες γύρω του (τους συνεργάτες του, τη γυναίκα του, τα παιδιά του) και πώς εξερευνά τα πάντα για να καταφέρει να θεραπευθεί. Μεταξύ άλλων έχει δοκιμάσει «forest bathing» (θεραπεία μέσω της φύσης) στα όρη Μπερκσάιρ της Μασαχουσέτης, ένα online σεμινάριο ακρόασης, αλλά και ειδικές τεχνικές για φυλακισμένους (πώς να κρατάς το στόμα σου κλειστό στη δίκη ή στην ακρόαση), που του δίδαξε μια καλιφορνέζα ψυχολόγος.
Στα χνάρια του Χάρι
Ο Λάιονς καταρρίπτει, μεταξύ άλλων, τον μύθο ότι οι γυναίκες είναι εκείνες που επιδίδονται περισσότερο στο σπορ. Διόλου τυχαίοι οι νέας κοπής όροι «mansplain» (το να νουθετείς το άμυαλο θηλυκό) και «manterrupt» (το να διακόπτεις άσκοπα το άμυαλο θηλυκό που τολμά να πάρει τον λόγο).
Και δεν είναι μόνο η μάτσο, επιθετική πολυλογία. Πέρυσι, ένα ξεκαρδιστικό βίντεο στο Saturday Night Live («Man Park») έδειχνε μεσήλικους άνδρες που περιμένουν να επιστρέψει η κατάκοπη σύντροφός τους από τη δουλειά για να την αλαλιάσουν στην πάρλα (σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες, ήδη πριν από την πανδημία, οι αμερικανοί άνδρες δυσκολεύονται να διατηρήσουν τις στενές φιλίες τους και απομονώνονται).
Τελικά, γιατί μιλάμε τόσο πολύ; Μπορεί να είναι και από άγχος, από μοναξιά ή από τα φαντάσματα εκείνου του νεκρικά σιωπηλού πλανήτη στη διάρκεια της καραντίνας. Μπορεί, πάλι, να είναι σύμπτωμα αυτής της δυσώδους «εξομολογητικής κουλτούρας», του εξοντωτικού μοιράσματος και της τελευταίας ρανίδας ιδιωτικότητας. Μπορεί να είναι η αγωνία να γεμίσεις τσάτρα-πάτρα τον χρόνο (ακόμα και εκείνα τα 200 μιλισεκόντ που μεσολαβούν κατά μέσο όρο ανάμεσα σε σένα και στον συνομιλητή σου στο Zoom, σου φαίνονται αιώνας).
Οσοι, πάντως, ασκούν το δικαίωμα του σιγάν έχουν πολλά οφέλη. Μεταξύ άλλων, δεν αραδιάζουν τόσες μπούρδες. Λίαν ενδιαφέρουσα η συνήθεια που είχαν όσοι δούλευαν για την αείμνηστη αμερικανίδα δικαστή Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ. Ηταν ο «κανόνας των δύο Μισισιπήδων». Οταν τελείωνες αυτό που είχες να της πεις, έπρεπε να μετρήσεις «ένας Μισισιπής, δύο Μισισιπήδες..», πριν ξαναμιλήσεις. Δεν χάζευε, ούτε σε αγνοούσε. Απλώς επέλεγε προσεκτικά τις λέξεις της.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News