Κατά τη διάρκεια του έτους που πέρασε από τότε που η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, ο πόλεμος εξελίχθηκε με τρόπους που λίγοι είχαν προβλέψει. Η συμβατική σοφία όριζε ότι οι ρωσικές δυνάμεις θα κατατρόπωναν γρήγορα τους υποδεέστερους Ουκρανούς και θα έπαιρναν από τη χώρα περισσότερα από όσα κέρδισαν το 2014. Αλλοι προχώρησαν παραπέρα, προβλέποντας ότι η Ρωσία θα ανέτρεπε την κυβέρνηση στο Κίεβο και θα την αντικαθιστούσε με ένα καθεστώς ανδρεικέλων, που θα επικύρωνε τον ρωσικό έλεγχο και δεν θα εξέφραζε πλέον καμιά δυτικόστροφη εναλλακτική επιλογή, πέρα από τον ζόφο που έχει καταστεί η Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν.
Λαμβάνοντας υπόψη παρόμοιες τρομερές προβλέψεις, πολλοί στη Δύση και στην Ουκρανία θα αποδέχονταν εύκολα μια εκδοχή της τρέχουσας κατάστασης, δηλαδή μια κυρίαρχη Ουκρανία που ασκεί την εξουσία περίπου στο 80% της επικράτειάς της. Το ότι αυτή είναι η πραγματικότητα σήμερα αποτελεί έναν φόρο τιμής στην αποτελεσματικότητα του στρατού της Ουκρανίας, στο συλλογικό θάρρος του ουκρανικού λαού και των ηγετών του και στη σταθερότητα της αμερικανικής και ευρωπαϊκής υποστήριξης. Αποτελεί, επίσης, ένα συγκλονιστικό κατηγορητήριο κατά του στρατού της Ρωσίας.
Ο Πούτιν είναι αντιμέτωπος με δύσκολες αποφάσεις, καθώς επανεξετάζει έναν πόλεμο επιλογής που δεν εξελίχθηκε όπως είχε σχεδιαστεί. Η απόφασή του να εισβάλει δεν ήταν παράλογη, λαμβάνοντας υπόψη ότι υπέθετε πως η Ουκρανία θα ήταν υποδεέστερη από τον στρατό του, ότι η Ευρώπη (ειδικά η Γερμανία) ήταν υπερβολικά εξαρτημένη από το ρωσικό φυσικό αέριο για του εναντιωθεί, και πως οι Ηνωμένες Πολιτείες, μετά την 6η Ιανουαρίου 2021 και μετά το Αφγανιστάν, ήταν πολύ διαιρεμένες και στραμμένες προς το εσωτερικό τους ώστε να συνδράμουν την υπεράσπιση της Ουκρανίας. Αλλά επειδή όλες αυτές οι υποθέσεις αποδείχθηκαν λανθασμένες, ο υπολογισμός του Πούτιν ότι τα κέρδη της εισβολής θα ελαχιστοποιούσαν το κόστος, κατέληξε να είναι μια συνταγή για την καταστροφή.
Πλέον, ο Πούτιν επιδιώκει να κερδίσει χρόνο. Μην μπορώντας να νικήσει τον στρατό της Ουκρανίας, βάλλει κατά μη στρατιωτικών στόχων, ευελπιστώντας να κάμψει τη βούληση των Ουκρανών. Ενδέχεται, επίσης, να πιστεύει ότι, παρά τα λεγόμενα των Δυτικών ηγετών, είναι μόνο θέμα χρόνου το να λάβουν υπόψη οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και οι ΗΠΑ το κόστος που συνεπάγεται η στήριξη της Ουκρανίας.
Οπότε, τι προμηνύουν αυτά για το μέλλον; Οι πόλεμοι τελειώνουν είτε όταν η μία πλευρά νικάει την άλλη και είναι σε θέση να επιβάλει τους όρους της για την ειρήνη, είτε όταν και οι δύο πλευρές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο συμβιβασμός είναι προτιμότερος από τη συνέχιση ενός πολέμου τον οποίο κανένας δεν είναι αρκετά ισχυρός ώστε να κερδίσει.
Καμία από αυτές τις συνθήκες δεν ισχύει σε αυτόν τον πόλεμο, στην παρούσα φάση. Βεβαίως, δεν είναι καθόλου σαφές ότι η Ουκρανία είναι σε θέση να εκδιώξει τη Ρωσία από την επικράτειά της, ακόμη και αν οι Δυτικές κυβερνήσεις ξεπεράσουν τις αναστολές τους και αρχίσουν να την προμηθεύουν με πιο προηγμένα οπλικά συστήματα. Οι ρωσικές δυνάμεις έχουν οχυρωθεί και θα είναι δύσκολο να απομακρυνθούν. Επίσης, υπάρχει η δυνατότητα, ή ακόμα και η πιθανότητα, η Κίνα να παράσχει άφθονη οικονομική και στρατιωτική βοήθεια στη Ρωσία, προκειμένου να μη δει τον στρατηγικό της εταίρο να ηττάται από έναν συνασπισμό υπό την ηγεσία των ΗΠΑ.
Οι ρωσικές δυνάμεις, από την πλευρά τους, είναι ανεπαρκώς εκπαιδευμένες και καθοδηγούμενες ώστε να νικήσουν την Ουκρανία στο πεδίο. Οι εναέριες επιθέσεις σε αστικές περιοχές, όσο βίαιες και ζημιογόνες και αν είναι, δεν αποτελούν υποκατάστατο της επιτυχίας στο πεδίο και έως τώρα έχουν απλώς ενισχύσει την αποφασιστικότητα του ουκρανικού λαού.
Και όμως, ένας συμβιβασμός μοιάζει απίθανος. Ο Πούτιν εμφανίζεται αποφασισμένος να συνεχίσει μέχρι τέλους, ανησυχώντας μήπως μια ενδεχόμενη ήττα στην Ουκρανία ωθήσει εγχώριους αντιπάλους του να επιχειρήσουν να τον απομακρύνουν από την εξουσία. Οι κυρώσεις είχαν μόνο περιορισμένο αντίκτυπο, καθώς η Ινδία, η Κίνα και άλλοι συνεχίζουν να προμηθεύονται ενέργεια από τη Ρωσία. Ο δε Πούτιν ελέγχει το πολιτικό αφήγημα, πείθοντας πολλούς ότι η Ρωσία είναι το θύμα, καθώς εξαναγκάζεται από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ σε έναν αγώνα για επιβίωση κατά της Δύσης στο σύνολό της.
Η Ουκρανία είναι επίσης απρόθυμη για συμβιβασμό. Σχεδόν όλοι οι Ουκρανοί ζητούν την πλήρη απελευθέρωση της επικράτειας της χώρας τους. Ο λόγος είναι απλός: ο πόλεμος έχει αλλάξει ορισμένες αντιλήψεις. Η πολεμική ανδρεία της Ουκρανίας και οι προφανείς ελλείψεις του ρωσικού στρατού έχουν καλλιεργήσει κάτι παραπάνω από μια στρατηγική αισιοδοξία ως προς το τι θα μπορούσε να επιφυλάσσει το μέλλον.
Επιπλέον, ο πόλεμος έχει καταστήσει τους ανθρώπους πιο σκληρούς. Οι ρωσικές θηριωδίες, περιλαμβανομένων των βομβαρδισμών πολυκατοικιών και των εκτελέσεων αμάχων, οδήγησαν σε αξιώσεις για αποζημιώσεις και δίκες για εγκλήματα πολέμου. Κάποιοι θα προσέθεταν σε αυτή τη λίστα και την απομάκρυνση του Πούτιν και του στενού του κύκλου από την εξουσία, καθώς χαρακτηρίζεται από πολλούς ως απαραίτητη, ούτως ώστε η Ουκρανία να είναι σε θέση να εμπιστευθεί οποιαδήποτε ειρηνευτική συμφωνία.
Με λίγα λόγια, οι συνθήκες δεν είναι ώριμες για άσκηση διπλωματίας. Μια μέρα αυτή η κατάσταση θα αλλάξει, αλλά αυτή η μέρα φαίνεται πως αργεί ακόμα. Το καλό νέο (αν υπάρχει) είναι ότι ο πόλεμος ενδέχεται να καταστεί λιγότερο σφοδρός, καθώς αμφότερες οι πλευρές δυσκολεύονται να αντιμετωπίσουν τις τεράστιες απώλειες που υπέστησαν τους προηγούμενους δώδεκα μήνες.
Απίθανο θεωρείται, επίσης, το να επιδιώξει η Ρωσία την κλιμάκωση του πολέμου. Μια επίθεση κατά του ΝΑΤΟ δεν έχει νόημα, όταν είναι ξεκάθαρο ότι η Ρωσία δεν μπορεί να νικήσει την Ουκρανία. Τα πυρηνικά όπλα φαίνεται να έχουν ελάχιστη ή καμιά στρατιωτική αξία, ενώ τόσο η Κίνα όσο και η Ινδία έχουν καταστήσει σαφή την αντίθεσή τους στη χρήση τους. Επιπλέον, η χρήση πυρηνικών όπλων από τη Ρωσία θα επέφερε σχεδόν σίγουρα την άμεση εμπλοκή στρατευμάτων των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στον πόλεμο.
Το κακό νέο, όμως, είναι ότι ο πόλεμος δεν θα τερματιστεί σύντομα. Ο χάρτης της Ουκρανίας σε έναν χρόνο από τώρα, πιθανότατα θα είναι ίδιος με τον σημερινό χάρτη της χώρας. Το επόμενο έτος αναμένεται να είναι ζοφερό αλλά όχι καθοριστικό – θυμίζοντας περισσότερο τον Α’ Παγκόσμιο, παρά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο Richard Haass είναι πρόεδρος της αμερικανικής δεξαμενής σκέψης Council on Foreign Relations και συγγραφέας, εσχάτως, του βιβλίου «The Bill of Obligations: The Ten Habits of Good Citizens»
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News