Οι εκλογές του 2023, οι δέκατες ένατες της λεγόμενης περιόδου της Μεταπολίτευσης (ή, εικοστές, αν προσμετρηθεί και η αναπληρωματική εκλογή του 1992 στη Β’ Αθήνας), έχουν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τα οποία μέχρις ενός σημείου ίσως και να καθορίσουν την έκβαση τους.
Τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, τεχνικά και πολιτικά, τις καθιστούν μοναδικές και υπό μία έννοια υποβάλλουν τους εμπλεκόμενους σε αυτές σε αρκετά σύνθετες ασκήσεις στρατηγικής και επικοινωνιακής διαχείρισης.
Μία ιδιαιτερότητα των επερχόμενων εκλογών είναι ότι εξ αιτίας διαφόρων ελληνικών παραδοξοτήτων, προδιαγράφονται ως «διπλές».
Το – για οποιονδήποτε λόγο – αταίριαστο με τα ελληνικά πολιτικοκοινωνικά ήθη σύστημα της απλής αναλογικής προεξοφλείται ότι δεν πρόκειται να «δώσει» κυβερνητική πλειοψηφία. Οπότε με συνοπτικές διαδικασίες φαίνεται ότι σε διάστημα συντομότερο του ενός μηνός, θα οδηγηθούμε σε μία δεύτερη, σκληρή εκλογική μάχη με τρόπαιο την αυτοδυναμία (στην περίπτωση του Μητσοτάκη) ή την εμπλοκή με όποιο κόστος (στην περίπτωση του Τσίπρα).
Οπως και να ‘χει, οι εκλογές αυτές, τις οποίες οφείλουμε να δούμε ως μία διαδικασία σε φάσεις, είναι οι πρώτες που θα διεξαχθούν με δυο διαφορετικά εκλογικά συστήματα, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται.
Το πρώτο και κυριότερο που μπορεί να συνεπάγεται η διαδικασία, είναι η αποχή των χαλαρών, αδιάφορων, ξινισμένων ή απογοητευμένων ψηφοφόρων, κατ’ αρχάς στην πρώτη αναμέτρηση αφού όλοι προεξοφλούν ότι θα γίνει και δεύτερη.
Υπάρχει όμως και το ορατό ενδεχόμενο, η αποχή να είναι μεγάλη και στη δεύτερη αναμέτρηση. Όπως εκτιμούν πολιτικοί παράγοντες με (πικρή) εμπειρία, το γεγονός ότι οι δεύτερες εκλογές θα διεξαχθούν με λίστα και όχι με σταυρό προτίμησης, μοιραία θα επιδράσει αρνητικά στην δραστηριότητα και κινητοποίηση υποψηφίων, κομματικών επιτελείων και πιθανώς και ψηφοφόρων. Αυτό έχει παρατηρηθεί σε όλες τις περιπτώσεις διεξαγωγής εκλογών με λίστα και μένει να φανεί αν ο Μητσοτάκης θα κατορθώσει να πείσει για την κρισιμότητα της αναμέτρησης, ώστε να υπερβεί το πρόβλημα, το οποίο εκτιμάται ότι κατά μείζονα λόγο θα πλήξει την ΝΔ.
Η άλλη ιδιαιτερότητα των εκλογών είναι ότι σε αυτές αναμετρώνται ένας εν ενεργεία Πρωθυπουργός με έναν διατελέσαντα. Σπανίως έχει συμβεί αυτό και πάντως στα χρόνια της Μεταπολίτευσης μόνο μία φορά, το 1993, όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου επανήλθε στην εξουσία έπειτα από την τριετία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Σε όλα τα προηγούμενα και επόμενα χρόνια και με εξαιρέσεις το 2004, όταν ο Κώστας Σημίτης είχε παραδώσει την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ στον Γιώργο Παπανδρέου και το 2012, όταν ο Γιώργος Παπανδρέου είχε παραδώσει την πρωθυπουργία στον Λουκά Παπαδήμο και την αρχηγία του ΠΑΣΟΚ στον Ευάγγελο Βενιζέλο, στις εκλογές αναμετρούνταν ένας απερχόμενος Πρωθυπουργός, με κάποιον που δεν είχε ξανακάνει τη δουλειά.
Το συγκεκριμένο στοιχείο είναι και το μεγάλο πρόβλημα του Τσίπρα, το οποίο και αναδεικνύει ο Μητσοτάκης με προφανή τρόπο, όταν προσωποποιεί το δίλημμα.
Ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ βαρύνεται με ένα παρελθόν που δεν ξεχνιέται εύκολα, ξεκινώντας από την παρέα με τον Καμμένο, την κωλοτούμπα και το υπερμημόνιό του και φτάνοντας στη διεθνή αναξιοπιστία, στα ρεζίλια με τον Κλίντον και τον Ομπάμα και, βεβαίως, στο Μάτι. Μπορεί να φαντασιώνεται ότι είναι Ανδρέας και ότι θα κάνει το μεγάλο comeback, όμως οι πιθανότητες για κάτι τέτοιο είναι μάλλον περιορισμένες.
Υπό αυτές τις συνθήκες και ασχέτως της κρισιμότητας των εκλογών, το ενδιαφέρον τους έγκειται σε κάτι ακόμη: στο πολιτικό μέλλον του βασικού ηττημένου…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News