«Αμα δεν δουλέψεις τώρα που είσαι νέος, πότε θα δουλέψεις;». Η λαϊκή σοφία σε όλο της το μεγαλείο ή ένα στερεότυπο που δεν ισχύει πια; Σίγουρα πάντως μια ατάκα που λέγεται ακόμη από τους μεγαλύτερους στους νεότερους και τους κάνει να βγάζουν καπνούς από τα αυτιά (από μέσα τους).
Σκεφτείτε έναν ιδιοκτήτη αρχιτεκτονικού ή δικηγορικού γραφείου με «αριστερές καταβολές» που απασχολεί 4-5 ασκούμενους, εξαντλημένους και με μηδέν ελεύθερο χρόνο, να τρώει ό,τι έχει απομείνει από τα εγκεφαλικά τους κύτταρα στο τέλος μιας δύσκολης ημέρας. Με ιστορίες από το παρελθόν και τους «αγώνες» που έδωσε (παρότι κοιτούσε πάντα πώς να βολευτεί) και για το πώς στην ηλικία τους «έπιανε την πέτρα και την έστιβε». Ενώ εκείνοι… σέρνονται μετά από 15 ώρες δουλειάς. Και οι εργαζόμενοι να μη βλέπουν την ώρα να πάνε σπίτι τους και να «λιώσουν» στον καναπέ, σκεπτόμενοι ότι ίσως θα ήταν καλύτερα να γίνει εδώ και τώρα ένας σεισμός δέκα ρίχτερ και να ισοπεδωθούν τα πάντα, παρά να συνεχίζουν να τον ακούν.
Το κλίμα «δεν αντέχω τους μπούμερ» το βλέπω παντού σε νέους ανθρώπους, εικοσάρηδες μέχρι τριαντα-κάτι, ιδίως σε όσους κάνουν τα πρώτα τους επαγγελματικά βήματα. Με τη λέξη «μπούμερ» δεν εννοούν μόνο όσους γεννήθηκαν τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια με βάση τον ορισμό της γενιάς των Baby Boomers, αλλά ακόμη και όσους είναι δεκαετίες μικρότεροι. Περιλαμβάνουν δηλαδή κι εμένα που είμαι 45 χρονών. Γιατί όμως μας λένε μπούμερ; Και γιατί άραγε αυτή η χιουμοριστική έκφραση είναι ταυτόχρονα και τόσο δηκτική-ειρωνική; Διότι είναι προφανές ότι τα συμφραζόμενά της παραπέμπουν σε εκείνον που «δεν καταλαβαίνει».
Εκτιμώ πως έχουν σοβαρούς λόγους που το κάνουν αυτό και κυρίως ότι έχουν δίκιο. Ακούγεται λαϊκίστικο, σαν να μιλάει ο «θείος» που κάθεται με τη νεολαία. Ωστόσο αν δει κανείς μερικά στοιχεία θα αντιληφθεί ότι τα hard facts (η «σκληρή αλήθεια» κατά τον Αρη Δημοκίδη) δικαιολογούν απόλυτα τη στάση τους. Δηλαδή τη δυσανεξία απέναντι στη μεγαλαυχία (το να αυτοθαυμάζεται κάποιος για υπαρκτά ή ανύπαρκτα κατορθώματα ή χαρίσματά του) όσων τους προσφέρουν… μαθήματα ζωής. Καθόλου δωρεάν γιατί τους τρώνε τον χρόνο.
Ο Στάθης Καλύβας στο βιβλίο του «Καταστροφές και Θρίαμβοι» (εκδ. Παπαδόπουλος, Ιουν. 2015, σελ. 161) αναφέρει ένα κρίσιμο στατιστικό στοιχείο: «Από τα μέσα της δεκαετίας του πενήντα μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα, η Ελλάδα σημείωσε εκπληκτικούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης, αγγίζοντας έναν ετήσιο μέσο όρο 7%, με τον πληθωρισμό να παραμένει κάτω από το 2%». Δηλαδή σαν την Κίνα των δύο δεκαετιών που μας πέρασαν. Τόσο ορμητικό ήταν το κύμα της ανάπτυξης.
Προφανώς δεν εννοεί ο Καλύβας ότι το πέτυχε αυτό το μετεμφυλιακό κράτος της Δεξιάς με τις… «κοινωνικές» και οικονομικές πολιτικές που εφάρμοσε (το ξεκαθαρίζω για τους Ηρακλείς του «ηθικού πλεονεκτήματος» που του επιτίθενται ενίοτε στο Twitter). Ούτε, θα πρόσθετα εγώ, το πέτυχαν οι δωσίλωγοι, οι πρώην συνεργάτες των Ναζί, που αντί να τιμωρηθούν έλυναν και έδεναν στα βάθη εκείνου του κράτους. Δεν έγινε ούτε με τις άδειες που δόθηκαν για φορτηγά, λεωφορεία και ταξί, ούτε με τα μπετά της χούντας και την καταστροφή των πόλεων με την αντιπαροχή.
Εγινε γιατί η βάση, το σημείο εκκίνησης ήταν πολύ χαμηλό: η πάμφτωχη και κατεστραμμένη Ελλάδα της δεκαετίας του 1940, μετά από έναν Παγκόσμιο και έναν Εμφύλιο πόλεμο. «Η Ελλάδα ξεκίνησε τη δεκαετία του 1950 σε κατάσταση ολοκληρωτικής σχεδόν διάλυσης» εξηγεί ο Καλύβας.
Η συνέχεια, από το 1980 και μετά, ήταν κι αυτή οικονομικά ανοδική, παρότι γεμάτη στρεβλώσεις: κρατισμός, που επιβλήθηκε στην αρχή από την ανάγκη να βγει από το καθεστώς πολίτη δεύτερης κατηγορίας σχεδόν το μισό της ελληνικής κοινωνίας και στη συνέχεια η ζωή με δανεικά που τη διέκοψε το σοκ της χρεοκοπίας του 2009.
Επομένως, πολλοί από όσους κάνουν σήμερα μαθήματα ζωής στους νέους έκαναν τα πρώτα τους επαγγελματικά βήματα σε μια εποχή -από το 1955 έως το 2009— που με οικονομικούς όρους (και όχι φυσικά με πολιτικούς, ιδίως έως το 1974) η διαρκής άνοδος βοηθούσε ακόμη και τους ατάλαντους να πετύχουν. Αυτό περιλαμβάνει και τη δική μου γενιά, τους σημερινούς 45άρηδες, που πρόλαβαν να μπουν σε κάποιο επάγγελμα πριν από τη δεκαετία των μνημονίων.
Αυτοί που σήμερα κάνουν μαθήματα στους νέους για το πώς πρέπει να πετύχουν πράγματα στη ζωή τους έζησαν σε μια εποχή που (από οικονομικής άποψης) ανέβαινες στο κύμα και σε πήγαινε. Ενώ εκείνοι κολυμπούν κόντρα στο κύμα, σε μια εποχή που μπορεί να καθηλώσει ακόμη και τους καλύτερους. Και πρέπει να ανεχτούν κι από πάνω τη μεγαλορρημοσύνη και ενίοτε τα «αγωνιστικά» ένσημα αυτών που τους κάνουν υποδείξεις. Ε, πάει πολύ.
Δεν χρειάζεται να επικαλεστεί κανείς τα στοιχεία του ΟΟΣΑ που παρουσίασαν οι Financial Times και δείχνουν την κατάρρευση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα από το 2007 έως το 2022. Ούτε την πρόσφατη έκθεση της ΕΕ (εδώ) που παρουσίασε ο Guardian και έδειξε ότι το 72% των νέων στην Ελλάδα δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα οικονομικά. Ούτε καν τους αριθμούς για το στεγαστικό πρόβλημα και τα ύψη των ενοικίων.
Δεν «χρειάζονται» τελικά οι στατιστικές, όταν υπάρχει η πραγματικότητα και το βίωμα. Αν, λοιπόν, δεν μπορούμε να τους προσφέρουμε κάτι άλλο, τουλάχιστον ας μην τους κάνουμε τους έξυπνους.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News