Προτίμησα να πάω στην προβολή των 17.30 στον κινηματογράφο «ΑΕΛΛΩ» επί της Πατησίων, με το σκεπτικό ότι θα είχε λιγότερο κόσμο και θα απέφευγα τα γνωστά ευτράπελα, με τα smartphones να μην έχουν μπει στο αθόρυβο και να φεγγοβολούν μες στο σκοτάδι, ή τον μπροστινό σου να μασουλάει στη διαπασών νάτσος με τυρί. Για καλή μου τύχη, αν και η αίθουσα ήταν σχεδόν γεμάτη, τέτοιου είδους ευτράπελα δεν υπήρχαν.
Οι δέκα υποψηφιότητες για Οσκαρ, αλλά και όλα τα υπόλοιπα εντυπωσιακά βραβεία που συγκέντρωσε η ταινία «The Favourite» (Η Ευνοούμενη) του Γιώργου Λάνθιμου, ώθησε, επιτέλους, μία μεγάλη μερίδα κόσμου, να απαρνηθεί την τηλεόραση και τον καναπέ, το downloading και το Netflix, για να δει και να έχει προσωπική άποψη για την πολυσυζητημένη ταινία του έλληνα σκηνοθέτη.
Εχοντας δει όλες τις προηγούμενες δουλειές του, με τον «Αστακό» να είναι η πιο αγαπημένη μου, δεν με ξένισε το αλλόκοτο σύμπαν που και πάλι κατάφερε να στήσει, αυτή τη φορά όχι μέσα σε ένα κλειστοφοβικό ελληνικό σπίτι που σου στερεί την ελευθερία, ούτε σε ένα δυστοπικό βρετανικό ξενοδοχείο που σε αναγκάζει να ζευγαρώσεις, αλλά στο παλάτι της Αγγλίας των αρχών του 18ου αιώνα. Με μία υστερική και βαθιά δυστυχισμένη βασίλισσα (Αννα), με μία λαίδη που λύνει και δένει (Σάρα) και μία δούλα, ξεπεσμένη λαίδη, που είναι αποφασισμένη να τρυπώσει στη μεγάλη ζωή, προκειμένου να μην ξαναβρεθεί στον δρόμο και αναγκαστεί να πουλάει το κορμί της σε στρατιώτες με σύφιλη (Αμπιγκεϊλ).
Πιστός στα σκοτάδια του αλλά και στο μακάβριο αν και σωτήριο χιούμορ και των προηγούμενων ταινιών του, ο Λάνθιμος έστησε μία καλοσκηνοθετημένη σκακιέρα, με τη βασίλισσα (Ολίβια Κόλμαν) να λειτουργεί σαν πιόνι και τα δύο πιόνια (Ρέιτσελ Βάις – Εμα Στόουν), σαν βασίλισσες.
Μόνο που σου παίρνει πολλή ώρα, πάνω κάτω όσο διαρκεί ολόκληρη η ταινία, για να καταλάβεις ποια είναι η λευκή, και ποια η μαύρη βασίλισσα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο, ότι Βάις και Στόουν θα κονταροχτυπηθούν μέχρι την τελαυταία στιγμή και για το Οσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου. «Εμα Στόουν, σε χαιρετώ…» είπε η Βάις στην εξίσου ταλαντούχα συμπρωταγωνίστριά της, όταν ανέβηκε για να παραλάβει το αντίστοιχο βραβείο BAFTA. Ο τόνος της, είχε κάτι από τη ραδιούργα «Λαίδη Σάρα», προς την «Ευνοούμενη», αριβίστρια «Αμπιγκεϊλ».
Η Ολίβια Κόλμαν, για να μιλήσουμε και με γηπεδικούς όρους, βάζει γκολ από τα αποδυτήρια, με εκείνο το εξαιρετικό κοντινό πλάνο της, που τη δείχνει βουρκωμένη και ολομόναχη να κοιτάζει τους άλλους που διασκεδάζουν, σε μία γιορτή που υποτίθεται πως έχει διοργανωθεί προς τιμήν της. Μόνο και μόνο για εκείνο το βλέμμα, αντί για σκήπτρο, της αξίζει Οσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου, το οποίο πρόκειται να διεκδικήσει σε λίγο καιρό.
Οι φαιδρές παπιοδρομίες που στήνουν οι αυλικοί για να σκοτώνουν τον ήδη νεκρό χρόνο τους με τον πρωταθλητή πάπιο Οράτιο να τερματίζει πάντα πρώτος, τα εντυπωσιακά φορέματα που κρύβουν μέσα στις λειτουργικές ευμεγέθεις τσέπες τους από σπάνια βιβλία μέχρι φονικά δηλητήρια, ο «λιθοβολισμός» ενός ευτραφούς βλάκα με σάπια πορτοκάλια για να περάσει ευχάριστα η ώρα στο παλάτι, η βασίλισσα που καταβροχθίζει βουλιμικά τριώροφες τούρτες και ύστερα ξερνά το περιεχόμενο του στομαχιού της μέσα στα ακριβά της βάζα, συνθέτουν έναν κόσμο παρακμής, δυστυχίας και απέραντης μοναξιάς.
Αξίζει να δει κανείς αυτήν την ταινία στο σινεμά, για να βιώσει την οπτική τραμπάλα που προσφέρει η συνεχής χρήση ευρυγώνιων φακών και σου δίνει την αίσθηση ότι ολόκληρο το παλάτι βρίσκεται μέσα σε μία γυάλα, ή το κοιτάς πίσω από έναν παραμορφωτικό καθρέφτη τσίρκου.
Μπορεί στην κινηματογραφική αίθουσα να μην υπήρχαν τα ενοχλητικά μασουλητά ή τα εκνευριστικά ring tones, δεν έλειψαν όμως τα αμήχανα γελάκια στις λεσβιακές σκηνές, που έκαναν τους θεατές μιας κάποιας ηλικίας να θυμίζουν μπερδεμένα σχολιαρόπαιδα που βλέπουν πρώτη φορά κάτι τέτοιο στη ζωή τους. Θυμήθηκα τι είχα τραβήξει παρακολουθώντας επίσης στο σινεμά το «Brokeback Mountain» με τους γκέι καουμπόιδες να πρωταγωνιστούν και τους ανεκδιήγητους θεατές να ξεσαλώνουν, λες και δεν ήξεραν τι είχαν πάει να παρακολουθήσουν.
Οι ερωτικές σκηνές στο παλάτι του Λάνθιμου είναι υπαινικτικές και αντί για αισθησιαμό, αναδύουν και σε αυτή την περίπτωση, μοναξιά και αρρωστημένο πάθος για εξουσία.
Μετά το τέλος της ταινίας, οι κυρίες που κάθονταν στη μπροστινή σειρά τη χαρακτήρισαν «δραμεντί». Προσωπικά, θα τη χαρακτήριζα «ψυχολογικό θρίλερ παλατιού». Φεύγοντας, μαζί με το παλτό, παίρνεις μαζί και όλα τα υπαρξιακά σου, να τα κάνεις βόλτα στον καθαρό αέρα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News