Στα τέλη Απριλίου του 2009, ένα απροσδόκητα ηλιόλουστο μεσημέρι, έπινα καφέ στην οδό του «Νέου Κόσμου», στο κέντρο της Βαρσοβίας, έναν πεζόδρομο που χρησιμοποιείται μόνο από το αυτοκίνητο του προέδρου, καθώς οδηγεί στο Προεδρικό Μέγαρο και την παρακείμενη προεδρική κατοικία. Ξαφνικά, μια λιμουζίνα σταματάει μπροστά στο καφέ, περιτριγυρισμένη από σαστισμένους πολωνούς αστυνομικούς με μηχανές.
Λίγο αργότερα, ένας πολύ μαυρισμένος άντρας με κατάλευκο χαμόγελο και μπορντό κοστούμι πλησίασε το διπλανό μου τραπέζι, στο οποίο κάθονταν τρεις πολωνές θεάρες. Εν αντιθέσει προς τους δύσμοιρους Πολωνούς, οι άνδρες της δικής του προσωπικής φρουράς δεν φαίνονταν καθόλου έκπληκτοι που ο τότε πρωθυπουργός της Ιταλίας Σίλβιο Μπερλουσκόνι είχε σταματήσει την αυτοκινητοπομπή του για να μιλήσει με τα κορίτσια στο καφέ. Αφού χαριεντίστηκε λίγο με τις Πολωνές, σκανάρισε σαν αρπακτικό το τερέν, πέταξε διάφορα «ciao» δεξιά κι αριστερά και έφυγε.
Η «συνάντηση» αυτή μού έμεινε στο μυαλό εξίσου με μια παρόμοια που είχα τον Ιανουάριο του 2000 με τον Μπορίς Γέλτσιν στην Ιερουσαλήμ. Εμφανώς και πολύ μεθυσμένος εκείνος, προχωρούσε ανάμεσα στο πλήθος όσο οι γιγαντιαίοι σωματοφύλακές του άνοιγαν τον δρόμο και πρόσεχαν να μη σωριαστεί πουθενά. Από ένα μέτρο μακριά μύριζες το αλκοόλ στην ανάσα του.
Είναι αυτές οι μικρές, ανεπίσημες στιγμές που σου δείχνουν ποιος είναι στην πραγματικότητα κάποιος, πίσω και πέρα από τα αξιώματα, την ισχύ και τον πλούτο. Αλλά, τελικά, και πώς τα διαχειρίζεται όλα αυτά. Και ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι ήταν ακριβώς αυτό: ένας άνθρωπος που έγινε πανίσχυρος και πάμπλουτος με βασικό σκοπό να ικανοποιεί τα προσωπικά πάθη του. Και το έκανε με όλους τους τρόπους, σχετικά ατιμωρητί και ως το τέλος.
Ο Μπερλουσκόνι ήταν όλα όσα μπορούσαν να πάνε στραβά στην πολιτική και οι Ιταλοί ήταν ίσως ο μόνος λαός τον οποίο θα μπορούσε να έχει κυβερνήσει επί τόσα χρόνια, εκλεγμένος παραπάνω από μια φορά. Διαπλεκόμενος, παρανομώντας ασύστολα, σεξιστής, με ακροδεξιές απόψεις και ακραία λαϊκιστής, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι ανέμειξε με καταπληκτικό τρόπο μπίζνες, ποδόσφαιρο, ΜΜΕ και πολιτική κυβερνώντας μια χώρα που είχε ήδη «φυσική ανοσία» στη Μαφία.
Το βασικό πρόβλημα με τον Μπερλουσκόνι δεν ήταν όμως όλα όσα έκανε, αλλά ότι τα έκανε ξετσίπωτα. Και τα έκανε σε μια εποχή που ακόμη ως «πολιτισμένος κόσμος» κρατούσαμε τα προσχήματα. Σε μια χώρα κοινωνικά φιλελεύθερη όπως η Γαλλία, ο ταλαίπωρος Φρανσουά Ολάντ κόντεψε να πάθει έμφραγμα όταν τον τσάκωσαν οι παπαράτσι στη βέσπα με την ερωμένη του. Την ίδια ώρα, στη συντηρητική και ρωμαιοκαθολική Ιταλία, που δεν επιτρέπει καλά καλά τα διαζύγια, ο Μπερλουσκόνι έφερνε ανήλικες στη βίλα του για να κάνει «μπούνγκα μπούνγκα» πάρτι και όλοι γελούσαμε. Και τώρα που πέθανε, το «μπούνγκα μπούνγκα» κυριαρχεί στα social media ως αστειάκι.
Εξίσου αστειάκι μάς φαίνεται και ότι ο Ντοναλντ Τραμπ τρώει τη μία μήνυση μετά την άλλη για βιασμούς και σεξουαλικές επιθέσεις και έκρυβε τα πυρηνικά μυστικά των ΗΠΑ στην τουαλέτα του σπιτιού του. Είναι όντως τόσο εξωπραγματικά όλα αυτά, που καταντούν αστεία. Διότι αν τα πάρεις στα σοβαρά, θα τρελαθείς.
Ανθρωποι που δεν έχουν κανένα όριο, κανένα μέτρο, καμία συναίσθηση, και αντιμετωπίζουν την πολιτική, τις χώρες που κυβερνούν και τον πλανήτη ως μια απέραντη προσωπική παιδική χαρά, βρέθηκαν να διοικούν πανίσχυρα κράτη. Ανθρωποι που κουβαλάνε επάνω τους δεκάδες διαταραχές –η ναρκισσιστική είναι η ευκολότερη στη διάγνωση, διά γυμνού οφθαλμού–, άνθρωποι που πιστεύουν ότι δεν χρειάζεται καν να κρύβονται, διότι είναι πανίσχυροι και αλώβητοι.
Θεωρούμε πάρα πολύ επικίνδυνο άνθρωπο τον Βλαντίμιρ Πούτιν, και καλά κάνουμε, διότι είναι. Ξεχνάμε όμως ότι άνθρωποι σαν τον Μπερλουσκόνι και τον Τραμπ είναι δεκάδες φορές πιο επικίνδυνοι, διότι κυβερνούν με το άλλοθι της λαϊκής αποδοχής, σε χώρες που εκλαμβάνουμε ως κατεξοχήν δημοκρατικές. Και είναι, θεσμικά μιλώντας τουλάχιστον.
Μέχρι που τα όρια μεταξύ δημοκρατίας και λαϊκισμού έγιναν δυσδιάκριτα και ο δεύτερος άρχισε να καταπίνει την πρώτη αμάσητη. Η δημοκρατική Δύση, αντί να φέρει –πολιτικά και θεσμικά– στα δικά της μέτρα τους άλλους, άρχισε να τους ακολουθεί. Πολλοί θα πουν για τον Μπερλουσκόνι ότι έκανε και καλά για τους Ιταλούς. Προφανώς, αλλιώς δεν θα τον ψήφιζαν ξανά και ξανά. Και ο Ερντογάν πείθει τους Τούρκους ότι κάνει καλά για αυτούς (και κάνει), γι’ αυτό τον ξαναψήφισαν. Τον κάνει αυτό λιγότερο αυταρχικό, αντιδημοκρατικό και τραμπούκο; Και οι Αμερικανοί πιθανολογείται να ψηφίσουν πάλι τον –καταδικασμένο πλέον για υπόθεση βιασμού– Τραμπ για να κάνει την «Αμερική τους ξανά μεγάλη». Κι εμείς «δεν θα το πιστεύουμε».
Ο λαϊκισμός επικρατεί όταν οι θεσμοί αποδυναμώνονται και η εμπιστοσύνη μας σε αυτούς συνθλίβεται. Οταν οι κοινωνίες και οι λαοί γίνονται εξίσου ναρκισσιστικοί με εκείνους που επιλέγουν να τους κυβερνήσουν. Οταν δεν σ’ ενδιαφέρει πλέον η μεγάλη εικόνα και γίνεσαι κοντόφθαλμος. Οταν αρχίζεις να θεωρείς τον βιασμό και τα «μπούνγκα μπούνγκα» με ανήλικες, τις ψευδορκίες, τη διαπλοκή, τα ποινικά αδικήματα, και κυρίως τις θεσμικές εκτροπές, «αστεία πράγματα».
Οταν, όπως διάβασα κάπου, θεωρείς τον Μπερλουσκόνι σπουδαίο και μάγκα, επειδή «ήταν έξυπνος και τη σκαπουλάριζε και τελικά πάμπλουτος δεν γίνεσαι τυχαία». Δεν ξέρω αν γίνεσαι τυχαία ή όχι, αυτό που ξέρω είναι πως όταν γίνεσαι πάμπλουτος, κάτι κάνεις με τα χρήματά σου. Σε κάποιες περιπτώσεις εξαγοράζεις συνειδήσεις. Σε κάποιες άλλες, χώρες ολόκληρες. Σε μερικές αγοράζεις τη Δημοκρατία και την κάνεις πατσαβούρι για να περνάς την ώρα σου.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News