Γιατί είναι τόσο δυστυχισμένοι οι Ελληνες;
Γιατί είναι τόσο δυστυχισμένοι οι Ελληνες;
«Ξέρεις πώς βρεθήκατε στη χώρα σας;», με είχε ρωτήσει ένας πολωνός φίλος, καθώς χαζεύαμε τα χιόνια που είχαν σκεπάσει τη χώρα του στις αρχές κάποιου σκοτεινού Μαΐου. Αρχισα να του λέω την ιστορία με τους Πελασγούς και τους Πρωτοέλληνες και με διέκοψε για να μου πει τη δική τους εκδοχή:
«Οταν ο Θεός μοίραζε χώρες στους ανθρώπους, οι Ελληνες είχαν φάει, είχαν πιει, είχαν γλεντήσει και κοιμόνταν κάτω από ένα δέντρο», άρχισε να λέει. «Οταν ξύπνησαν, η μοιρασιά είχε τελειώσει. Πήγαν στο Θεό, αγουροξυπνημένοι, με έναν φραπέ στο χέρι, και εκείνος σήκωσε τους ώμους. “Τώρα που ήρθατε, τι να σας κάνω; Τελείωσαν οι χώρες”, τους είπε. “Κι εμείς τι θ’ απογίνουμε, Κύριε;”, του είπαν απελπισμένοι. Ο Θεός, μεγάθυμος καθώς είναι, σκέφτηκε λίγο και είπε: “Είχα κρατήσει ένα πολύ μικρό κομμάτι, το πιο όμορφο, για τον εαυτό μου, να αποσυρθώ μετά τη σύνταξη, αλλά χαλάλι, πάρτε το”. Και έτσι οι Ελληνες βρεθήκατε στον επί γης Παράδεισο».
Είχα γελάσει με την ιστορία, η οποία αντικατοπτριζόταν έτσι κι αλλιώς στα μάτια των βόρειων ανθρώπων κάθε φορά που με ρωτούσαν από πού είμαι και τους απαντούσα «από την Ελλάδα». Και όχι μόνο των Βόρειων. Εχουμε την πιο όμορφη χώρα στον πλανήτη; Ολες οι χώρες όμορφες είναι, αλλά η δική μας έχει, πράγματι, πολλά όμορφα μαζεμένα. Αν δεν τα είχε, εξάλλου, δεν θα ήταν ένας από τους κορυφαίους τουριστικούς προορισμούς στον κόσμο.
Κι όμως, οι Ελληνες είμαστε δυστυχισμένοι. Οχι απλώς «μη ευτυχισμένοι», αλλά στην 81η θέση της κατάταξης με τους πιο ευτυχισμένους λαούς του κόσμου και με σκορ που μετά βίας ξεπερνάει τη βάση. Και μάλιστα, σημειώνοντας θεαματική πτώση στον δείκτη ευτυχίας, κατά 17 θέσεις από πέρυσι.
Είμαστε πιο δυστυχείς από τους κατοίκους της Λιβύης, του Περού και του Ουζμπεκιστάν και οριακά καλύτερα από τη Βενεζουέλα, η οποία βρίσκεται στην αμέσως επόμενη θέση.
Οι αναλυτές σπάνε το κεφάλι τους κάθε χρόνο, όταν δημοσιεύονται οι λίστες, για να κατανοήσουν τι είναι αυτό που κάνει τους λαούς ευτυχισμένους ή δυστυχισμένους. Λογικό. Εάν υπάρχει συνταγή, τότε μπορούμε να την εφαρμόσουμε όλοι και να είμαστε ένα πανευτυχές είδος, να μην πρήζουμε και τους κυβερνώντες μας, αλλά και ο ένας τον άλλον με την γκρίνια.
Θεωρητικά είναι εύκολο να απαντήσεις: ο καλός καιρός, η οικονομική ευμάρεια, οι ανθρώπινες σχέσεις και η ασφάλεια, θα ήταν λογικά τα βασικά στοιχεία που κάνουν έναν λαό ευτυχισμένο.
Οι Φινλανδοί, όμως, επί πολλά χρόνια ο ευτυχέστερος λαός της γης, χαλάνε τη σούπα, διότι ζουν σε ένα από τα πιο πιο σκοτεινά και κρύα μέρη του γνωστού σύμπαντος, ενώ και οι ανθρώπινες σχέσεις δεν είναι –κατά δική τους ομολογία– το φόρτε τους. Εντάξει, είναι πλούσιοι. Οι Ουζμπέκοι, όμως, και οι Λίβυοι δεν είναι. Ούτε οι Μεξικανοί, που έχουν τον καιρό και τις παραλίες, αλλά σχεδόν τίποτε άλλο, και όμως βρίσκονται στη 10η θέση.
Το θέμα μας, όμως, είναι οι Ελληνες. Που έχουν τον καιρό, έχουν τις παραλίες και όχι μόνο («τι είναι η πατρίδα μας; Μην είναι οι κάμποι; Μην είναι τ’ άσπαρτα ψηλά βουνά;» κ.λπ.), έχουν ασφάλεια, έχουν –κατά δήλωσή τους– πολύ θερμές ανθρώπινες σχέσεις. Τι δεν έχουν; Και εν τέλει, αυτό που τους λείπει είναι τόσο σημαντικό ώστε να δηλώνουν τόσο δυστυχείς;
Λεφτά τους λείπουν. Και παρότι οι περισσότεροι ανεβάζουν τακτικά στα social media ατάκες του στιλ «τα χρήματα δεν φέρνουν την ευτυχία», «all you need is love» και άλλα τέτοια, φαίνεται ότι δεν πείθουν ούτε τον εαυτό τους.
Που και πάλι, πλούσιοι προφανώς δεν είμαστε, αλλά επειδή τα πάντα στη ζωή είναι συγκρίσιμα, δεν είμαστε πλούσιοι σε σχέση με ποιους ακριβώς;
Η Ελλάδα είναι 46η στον κόσμο με βάση το Κατά Κεφαλήν Εισόδημα (48η σε αγοραστική δύναμη) και 52η με βάση το ΑΕΠ. Θέσεις που απέχουν πολύ από την 81η. Η Λιβύη έχει το 103ο ΑΕΠ στον πλανήτη και αντίστοιχο Κατά Κεφαλήν, κι επίσης έχει μονίμως πόλεμο εδώ και πάνω από μια δεκαετία, αλλά οι Λίβυοι είναι πάνω από εμάς στον δείκτη ευτυχίας. Οι Βιετναμέζοι είναι 118οι στο Κατά Κεφαλήν και 89οι σε αγοραστική δύναμη, κι όμως είναι 40 θέσεις πάνω από εμάς στον δείκτη ευτυχίας. Μήπως να γίνουμε βουδιστές; Ή κομμουνιστές; Ή και τα δύο;
Ταυτόχρονα, όμως, η Ελλάδα είναι στον πάτο του πάτου της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με την οποία αναπόφευκτα συγκρίνεται, και δεν φταίνε οι Ελληνες για αυτό. Μόνο οι Βούλγαροι είναι πιο δυστυχείς από εμάς, και οριακά φτωχότεροι, κι αυτό λέει πολλά. Λέει, βασικά, ότι ως χώρα είμαστε ενταγμένοι σε ένα σύστημα το οποίο μπορεί να μας πιπιλάει τα μυαλά νυχθημερόν με αξίες και ιδανικά, αλλά στο οποίο εν τέλει, αυτοκαθορίζεται με βάση μόνο ένα πράγμα: το χρήμα. Αυτό μας λείπει και κυρίως λόγω αυτής της έλλειψης αισθανόμαστε και ανασφάλεια.
Πολλοί, διαβάζοντας αυτό το κείμενο, θα σκεφτούν ότι η αιτία της συλλογικής δυστυχίας μας είναι η αποτυχία του κράτους, των θεσμών, η κατάρρευση των κοινωνικών δομών κ.λπ. Το ακούω. Στον δείκτη ευτυχίας, εξάλλου, συνυπολογίζεται η αντίληψη κάθε λαού για τη διαφθορά που επικρατεί στη χώρα του. Εχω, παρ’ όλα αυτά, την αμυδρή υποψία ότι αν ήμασταν σε καλύτερη οικονομική κατάσταση, όλα αυτά δεν θα μας ένοιαζαν και τόσο. Οχι τους περισσότερους πάντως.
Η Ελλάδα είναι μια χώρα που έχει υποστεί μια «κρίση διαρκείας», η οποία ξεκίνησε το 2010 και δεν τελείωσε, στην πραγματικότητα, ποτέ. Και αν ξεκίνησε ως αμιγώς οικονομική κρίση, η οποία κατέφαγε εισοδήματα και κεκτημένα, εξελίχθηκε και σε ηθική και σε κρίση οριζόντιας αμφισβήτησης. Επίσης, μας έκλεισε σε έναν ομφαλοσκοπικό μικρόκοσμο, στον οποίο δεν μπορούμε να δούμε τι γίνεται παραέξω και ανακυκλώνουμε τις δυσαρέσκειές μας.
Ο Ελληνας δεν εμπιστεύεται, πλέον, κανέναν, ενώ ο ίδιος έχει μετατραπεί σε μια μηχανή που διαρκώς «παλεύει» με κάτι: με το Δημόσιο, με τον διπλανό του, με τον εαυτό του, με το μισθό που δεν του φτάνει, με το ΕΣΥ που φθίνει, με την κίνηση, με τη διαφθορά, με τα πάντα. Οταν ζεις σε τέτοιες συνθήκες, διαρκούς μάχης, το συναίσθημα που επικρατεί είναι, εν τέλει, η ανασφάλεια και η διαρκής ανησυχία.
Από την άλλη, ναι, το ΕΣΥ φθίνει, όμως υπάρχει, αλλά αυτό δεν το βλέπει κανείς. Οπως υπάρχει και η δωρεάν Παιδεία, την οποία παλεύουμε να διατηρήσουμε εν ζωή. Αυτό που βλέπουμε, όμως, είναι οι προσπάθειες να υπονομευτεί και όχι την ύπαρξή της την ίδια.
Δεν προσπαθώ σε καμία περίπτωση να σας πείσω ότι όλα πάνε καλά, πολύ απλά διότι δεν πάνε. Δεν πάνε τόσο άσχημα, όμως, όσο δείχνει η συγκεκριμένη έρευνα. Και εδώ υπάρχει ένα catch: όταν ισοπεδώνεις τα πάντα και δεν μπορείς πλέον ούτε να δεις τα θετικά, τότε χάνεις και την εστίαση σε όσα είναι πραγματικά αρνητικά.
Προφανώς και οι παραλίες δεν λύνουν per se κανένα πρόβλημα. Ούτε η λιακάδα, αν και αυτή βοηθάει να βελτιωθεί η διάθεση, αλλά και σε άλλα, πιο ουσιαστικά πράγματα. Πιστεύω –και το έχω ζήσει– ότι αν κλείσεις τον Ελληνα σε ένα σπίτι-χλίδα, με τα πάντα όλα μέσα, αλλά έξω επικρατούν συνθήκες απαγορευτικές για μετακινήσεις ή άλλου είδους ανθρώπινη δραστηριότητα, πολύ σύντομα θα φρικάρει και θα αρχίσει αναπολεί φτωχικά ταβερνάκια και ουζάκια.
Είμαστε «κακομαθημένοι»; Εν μέρει, ναι. Η Ελλάδα έκανε άλματα από τη Μεταπολίτευση και μετά, θυμάμαι συχνά τη μακαρίτισσα τη μάνα μου να μου λέει «ποιοι είναι όλοι αυτοί που νοσταλγούν τη δεκαετία του 1960; Φτώχεια και δυστυχία υπήρχε τότε». Με τα (ενίοτε υπερβολικά) άλματα ήρθαν και τα πισωγυρίσματα. Παραμένουμε μια χώρα του «πρώτου κόσμου», όμως, η οποία, αν και παλεύει, στέκεται όρθια, κάτι καθόλου αυτονόητο.
«Υπάρχει μια ποιότητα στην Αρχαία Ελλάδα που δύσκολα συγκρίνεται με οτιδήποτε. Με τον ίδιον τρόπο που το ελληνικό φως επιτρέπει στους γλύπτες να αποτυπώσουν τη φόρμα και το χρώμα με εξαιρετική ακρίβεια και ένταση, έτσι και οι συνθήκες της ανθρώπινης ανάπτυξης στην Ελλάδα φαίνεται να ευνόησαν και το εξωτερικό περιβάλλον και την εσωτερική ζωή της ανθρωπότητας. Πράγματι, η υψηλής έντασης ηλιοφάνεια δείχνει να είναι ένα από τα πολλά στοιχεία που παρήγαγαν τόσο θεαματικά αποτελέσματα· ο Πλάτων, ο Ομηρος και ο Αρχιμήδης ίσως είναι τα προϊόντα της γηγενούς ιδιοφυΐας, όσο και της φωτοχημείας», γράφει ο βρετανός ιστορικός Νόρμαν Ντέιβις, στην πρώτη παράγραφο του μνημειώδους βιβλίου του «Europe, A History» (Η Ιστορία της Ευρώπης). Συνεχίζει, επισημαίνοντας ότι «σπάνια στην ανθρώπινη Ιστορία, ο τόπος και οι συνθήκες “συνωμότησαν” τόσο αποτελεσματικά ώστε να αναπτυχθεί ο ανθρώπινος πολιτισμός».
Ο τόπος εξακολουθεί να υπάρχει και παραμένει εξίσου γενναιόδωρος. Η «γηγενής ιδιοφυΐα», επίσης. Οι συνθήκες έχουν αλλάξει, βέβαια, όμως οι συνθήκες είναι μεταβλητές, ενώ ο τόπος είναι η σταθερά. Και αν η εκτίμηση του Ντέιβις ακούγεται υπεραπλουστευμένη, υπάρχει σε αυτήν κι ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης:
Η δυσαρέσκεια μπορεί να μετατραπεί σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία, όταν γίνεται μονοσήμαντο σημείο αναφοράς. Και αν η συνταγή, που κάποτε αποδείχθηκε νοστιμότατη, σήμερα δεν σου βγαίνει ενώ χρησιμοποιείς ακριβώς τα ίδια υλικά, πιθανώς κάτι κάνεις πάρα πολύ λάθος στην εκτέλεση.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
Γράψτε σχόλιο στο: Γιατί είναι τόσο δυστυχισμένοι οι Ελληνες;
Παρακαλούμε, εισάγετε σχόλια μόνο σχετικά με το θέμα. Σχόλια με υβριστικό περιεχόμενο ή με περιεχόμενο που έρχεται σε αντίθεση με τις οδηγίες και τους όρους χρήσης του protagon.gr δεν θα δημοσιεύονται.Το email σας δεν θα εμφανίζεται.