Στη διάρκεια του παρατεταμένου εγκλεισμού, στις αρχές της περασμένης άνοιξης, η Tέχνη – σε όλες τις εκδοχές της – υπήρξε η πιο αποτελεσματική άμυνα στον βάσιμο φόβο ιδρυματοποίησης που εγκυμονούσε η εξακολουθητική παραμονή εντός των οικιακών καταφυγίων. Netflix, Spotify, όπερα, θέατρο, κινηματογράφος, μόνιμες και περιοδικές εκθέσεις μουσείων, τηλεοπτικές σειρές κοκ: η πολυμορφικότητα του καλλιτεχνικού προϊόντος παρείχε ανεξάντλητη τροφοδοσία αντισταθμίζοντας εν μέρει, την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα που επέβαλαν οι γεωγραφικοί και χωροταξικοί περιορισμοί. Και μπορεί μεν, η ψηφιακή αναμετάδοση του πολιτιστικού γεγονότος να μην επέτρεπε την κοινωνικοποίηση και το πολύτιμο μοίρασμα της δρώσας εμπειρίας, χάρη στην τέχνη ωστόσο και στους δημιουργούς της είναι βέβαιο ότι υπήρξαμε πολύ λιγότερο μόνοι και γι’ αυτό, ίσως και λιγότερο απελπισμένοι.
Αντίστοιχα, το φετινό καλοκαίρι ήταν λειψό και μελαγχολικό: Επίδαυρος, Ηρώδειο, συναυλίες, θερινός κινηματογράφος και όλα όσα αποτελούν ταυτοτικά γνωρίσματα του ελληνικού καλοκαιριού, εξελίχθηκαν σε συνθήκες κοινωνικής αποστασιοποίησης, με περιορισμένο ρεπερτόριο και διάχυτη απορία για τη διάρκεια αυτής της άχαρης, μεταβατικής πραγματικότητας. Ήταν ομολογουμένως ένα πιο μοναχικό καλοκαίρι, χωρίς τη μέθεξη και συγκίνηση που απορρέει από την κοινή εμπειρία σε χώρους – μνημεία, χαρτογραφημένους ως αιώνια τοπόσημα. Εξυπακούεται ότι η υποβλητικότητα του θεάματος εντός του φυσικού τοπίου δεν υποκαθίσταται από κανενός είδους ψηφιακή προσομοίωση, όσο υψηλή τεχνική αρτιότητα κι αν διαθέτει η τελευταία.
Συνεπώς, ει μη τι άλλο, ξαναθυμηθήκαμε το αυτονόητο και παλαιόθεν εμπεδωμένο: η τέχνη και οι αυτουργοί της ευθύνονται σημαντικά για το ευ ζην μας, η δε παραμυθητική επενέργεια της τέχνης στα αδιέξοδα του βιοτικής συνθήκης ισοδυναμεί με ψυχοθεραπευτική αγωγή. Αυτό επιπλέον σημαίνει ότι ειδικά, στην ήδη δύστροπη μετά – Covid19 εποχή μας, δεν έχουμε το παραμικρό περιθώριο να στερηθούμε τα ευεργετήματά της.
Είναι γεγονός ότι η εκθετική διασπορά του φονικού ιού Sars-COV-2 έπληξε ισοπεδωτικά το πεδίο της καλλιτεχνικής δημιουργίας, σε όλες ανεξαιρέτως τις εκφάνσεις του. Στα ήδη σωρευμένα ζητήματα που απασχολούσαν το εν πολλοίς αρρύθμιστο ως προς τις συνθήκες και τα εργασιακά δικαιώματα περιβάλλον του πολιτισμού, η νέα πανδημική πραγματικότητα πρόσθεσε νέα αδιέξοδα. Σημειωτέον πάντως, ότι η δυστοπική αυτή πραγματικότητα δεν επέτεινε, ούτε αφορά παθογένειες συναρτώμενες αποκλειστικά με την ελληνική ιδιοπροσωπία.
Οι φωνές αγωνίας που ακούστηκαν από τους δημιουργούς στην Ευρώπη, στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, στην Αυστραλία και αλλού συγκλίνουν κατά τούτο: η επιβολή μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης αναιρεί εν τοις πράγμασι, τις προϋποθέσεις πραγμάτωσης του έργου τους, μήνες τώρα. Ακόμη χειρότερο δε, ούτε στο ορατό μέλλον, διαφαίνεται προοπτική ανάταξης των δεδομένων. Είναι συνεπώς, περισσότερο από εύλογο το αίτημά τους για κρατική παρέμβαση, με στόχο την κατά το δυνατό ορθολογικότερη απομείωση της ασύμμετρης ζημίας που έχουν υποστεί – χωρίς υπερβολή, στα όρια της ολοσχερούς καταστροφής.
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τους θεσμούς της ενωμένης Ευρώπης ως θεσμικού παραστάτη (και) του πολιτισμού, οι προσδοκίες μέχρι στιγμής, δεν επαληθεύτηκαν. Στις 13 Ιουλίου, σε κοινή έκκλησή τους, σημαντικός αριθμός δημιουργών, από τους πλέον αναγνωρίσιμους, μεταξύ των οποίων η Mαρίνα Αμπράμοβιτς, ο Ζαν Μισέλ Ζαρ, η Μπιόρκ, κάλεσαν την Ευρωπαϊκή Ένωση να επενδύσει στο κοινό, «δημιουργικό μέλλον» του πολιτισμού υπογραμμίζοντας με έμφαση ότι «ο πολιτισμός αποτελεί το ισχυρότερο συνεκτικό στοιχείο της Ευρώπης …. ενώ η ίδια η ιδέα της ευρωπαϊκότητας” ερείδεται στον πολιτιστικό πλουραλισμό».
Εν μέσω έντονων ανησυχιών, διαρκούντος του πρώτου κύματος της πανδημίας, ο πρόεδρος Μακρόν, στις 6 Μαϊου, επιχείρησε σε θεματική ομιλία του, να καθησυχάσει τους πλέον του εκατομμυρίου εργαζόμενους στον χώρο του πολιτισμού ανακοινώνοντας μέτρα στήριξης και ενίσχυσης. Είχε προηγηθεί ανοιχτή επιστολή εμβληματικών εκπροσώπων τους, στην εφημερίδα Le Monde, στις 30 Απριλίου, όπου προσφυώς ζητούσαν κάτι πιο απτό από τους ευφημισμούς και τα ευχολόγια του γάλλου υπουργού πολιτισμού, ο οποίος σε παλαιότερη ομιλία του, δεσμευόταν εμφατικά για την «επαναφορά των ανθρώπων της τέχνης στην καρδιά των δημόσιων πολιτικών για τον πολιτισμό».
Με εξαίρεση τη Γερμανία, όπου υπήρξε – κατά τι, έστω – πιο έγκαιρη κρατική παρέμβαση και σχετικά αρτιότερος σχεδιασμός ως προς την οικονομική ενίσχυση των καλλιτεχνών, η ανταπόκριση στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες – ενδεικτικά, Ιταλία, Ισπανία, Μεγάλη Βρετανία – υπήρξε αποσπασματική, ενώ τα μέτρα οικονομικής ενίσχυσης αισθητά κατώτερα των προσδοκιών. Όσο για την Ουγγαρία, η κυβέρνηση Ορμπαν, προωθώντας σταθερά την εθνοκεντρική της ατζέντα, συνέδεσε την οικονομική ενίσχυση των δημιουργών με πρόσκληση για σύνθεση νέων έργων, αποκλειστικά στο θεματικό πεδίο της Συνθήκης του Τριανόν – σημείο αναφοράς της προεδρικής, πατριωτικής ρητορικής.
Με παρέμβασή του στους Financial Times, ο βρετανός σκηνοθέτης Σαμ Μέντες επισημαίνει τον ακραίο κίνδυνο που απειλεί καθολικά τη βιωσιμότητα των θεατρικών παραγωγών. Ο ίδιος προχώρησε στη δημιουργία λογαριασμού αλληλεγγύης, με αποκλειστικούς αποδέκτες, τους πιο ευάλωτους από τους συμπράττοντες σε κάθε θεατρικό εγχείρημα: «αυτούς που αδυνατούν να εξασφαλίσουν φαγητό για το τραπέζι τους, δε μπορούν να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους ή σκέφτονται να εγκαταλείψουν τον χώρο». Ο Mέντες διευκρινίζει ότι η ακτιβιστική πρωτοβουλία του «δεν αφορά τις υποδομές ή το τακτικό προσωπικό των θεάτρων, αλλά τους αυτοαπασχολούμενους καλλιτέχνες (“freelance artists”)», οι οποίοι δοκιμάζονται οριακά.
Κοινός τόπος, λοιπόν, όλων όσα συμβαίνουν σε αναλόγως δοκιμαζόμενες ευρωπαϊκές κοινωνίες είναι η αποσπασματικότητα και ελλειπτικότητα των μέτρων. Ο δημόσιος διάλογος, εντούτοις, διεξάγεται σε υψηλό, θεσμικό επίπεδο, που φτάνει έως και σε προεδρικές παρεμβάσεις, ενώ μοιάζει όλες οι φωνές να συγκλίνουν τουλάχιστον στην κρισιμότητα της κατάστασης και στην ανάγκη διεύρυνσης των ενισχυτικών μέτρων.
Στα καθ’ ημάς, τώρα: πέραν της πολυγλωσσίας και των αντιφατικών, αλληλοαναιρούμενων αποφάσεων ως προς τις προϋποθέσεις επανεκκίνησης ή συνέχισης των επιμέρους καλλιτεχνικών δρώμενων (συναυλίες, θεατρικές παραστάσεις σε υπαίθρια ή κλειστά θέατρα, θεατρικές πρόβες για την προετοιμασία επόμενων παραγωγών, θερινοί κινηματογράφοι κοκ), το ζήτημα της οικονομικής ενίσχυσης των καλλιτεχνών αντιμετωπίστηκε με τον πλέον απρόβλεπτο και ανοίκειο τρόπο. Η υπουργός Πολιτισμού, στο πλαίσιο κοινοβουλευτικής συζήτησης, απέδωσε μεταξύ άλλων, την ανεπάρκεια του κράτους να εξασφαλίσει έκτακτη οικονομική ενίσχυση σε εκείνους των οποίων ο βιοπορισμός συνδέεται με τον ευρύτερο χώρο του πληττόμενου πολιτισμού, στο γεγονός ότι πολλοί εξ αυτών «κινούνται στον χώρο της “μαύρης οικονομίας”»!
Είναι γεγονός ότι η έκταση της εγχώριας, αδήλωτης εργασίας (και) στον πολιτισμό είναι υπαρκτό πρόβλημα – και μάλιστα, από τα οξύτερα. Είναι αδιανόητη ωστόσο, η προσπάθεια της πολιτείας να συμψηφίσει την ευθύνη για την αδυναμία κατάταξης και ταξινόμησης των δικαιούχων αποδίδοντας στους ίδιους … συντρέχουσα υπαιτιότητα. Η μετακύληση της ευθύνης για τη «μαύρη εργασία» στους ίδιους τους αφανείς εργαζόμενους, των οποίων τα εργασιακά δικαιώματα και το ασφαλιστικό μέλλον υποθηκεύονται καθημερινά και θυσιάζονται στην επείγουσα ανάγκη της επιβίωσης, υπερβαίνει κάθε έννοια θεμιτού αντεπιχειρήματος. Είναι προφανές ότι οι οικείες και χρόνιες παραλείψεις του αναποτελεσματικού συστήματος εργασιακής και κοινωνικής ασφάλισης επιβάλλεται να αντιμετωπιστούν άμεσα ως απόλυτη προτεραιότητα. Μέχρι τότε, η προβολή τους στους πληττόμενους επιτείνει το αδιέξοδο, ενώ προσκρούει στις στοιχειώδεις αρχές του πολιτικού πολιτισμού.
Στη μετα-Covid19 εποχή, η αναβίωση της προηγούμενης, στρεβλής κανονικότητας δεν μπορεί να γίνει ανεκτή κατά κανέναν τρόπο. Η διαμόρφωση της νέας εργασιακής κανονικότητας αποτελεί συνεπώς, αδιαπραγμάτευτο ζητούμενο. Η ευδοκίμηση του τελευταίου πάντως, προϋποθέτει μεταρρυθμιστική αποφασιστικότητα, πολιτικό θάρρος και παράβλεψη του βραχυπρόθεσμου πολιτικού κόστους. Μόνον έτσι, θα φωτιστούν τα μεσαιωνικά σκοτάδια της «μαύρης εργασίας» και θα αποκτήσουν υπόσταση και ανάστημα όσοι συνέχονται με το παραγωγικό πεδίο του πολιτισμού. Όλοι αυτοί δηλαδή, που προσώρας, λαθροβιώνουν εντός του. Και αυτό «δεν είναι μόνο ζήτημα επιβίωσης. Αφορά εξίσου την αξιοπρέπεια και την κοινωνική συνοχή»¹.
Και εδώ, αδιαπραγμάτευτο ζητούμενο στη μετα-Covid19 εποχή, θα πρέπει να είναι η μη αναβίωση της προηγούμενης, στρεβλής κανονικότητας. Τουναντίον, η νέα εργασιακή κανονικότητα προϋποθέτει μεταρρυθμιστική αποφασιστικότητα, πολιτικό θάρρος και παράβλεψη του βραχυπρόθεσμου πολιτικού κόστους. Μόνον έτσι, θα φωτιστούν τα μεσαιωνικά σκοτάδια της «μαύρης εργασίας» και θα αποκτήσουν υπόσταση και ανάστημα όσοι συνέχονται με το παραγωγικό πεδίο του πολιτισμού. Όλοι αυτοί δηλαδή, που προσώρας, λαθροβιώνουν εντός του. Και αυτό «δεν είναι μόνο ζήτημα επιβίωσης. Αφορά εξίσου την αξιοπρέπεια και την κοινωνική συνοχή».
[¹] Έτσι καταλήγει η επιστολή που συνυπέγραψαν 200 από τους πλέον αναγνωρίσιμους διανοούμενους, επιστήμονες και καλλιτέχνες του πλανήτη, με τίτλο «Όχι σε μια επιστροφή στην κανονικότητα». Βλ. “Non à un retour à la normale”, Le Monde, 6 mai 2020 – διαθέσιμο in https://www.lemonde.fr/idees/article/2020/05/06/non-a-un-retour-a-la-normale-de-robert-de-niro-a-juliette-binoche-de-joaquin-phoenix-a-angele-l-appel-de-200-artistes-et-scientifiques_6038775_3232.html -.
* Η δρ Αικατερίνη Παπανικολάου είναι δικηγόρος, μέλος στην Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News