Για τον Μίμη Παπαϊωάννου δεν ήξερα πολλά πράγματα. Δεν είχα αρχίσει να βλέπω εντατικά ποδόσφαιρο την εποχή που ήταν ενεργός και ως παλιά δόξα δεν με είχε απασχολήσει ιδιαίτερα, διότι δεν ήταν παλιά δόξα της δικής μου ομάδας, δεν ήταν ο άλλος Μίμης, ο Δομάζος.
Οταν όμως πέθανε, την Τετάρτη, ο Παπαϊωάννου, εντυπωσιάστηκα από τις εκατοντάδες αναρτήσεις στα social media. Ανθρωποι κάθε οπαδικής απόχρωσης γράφουν τα καλύτερα για αυτόν, πολύ συγκινημένοι που πέθανε. Σκέφτηκα ότι ένας άνθρωπος για τον οποίο όλοι έχουν να πουν κάτι καλό, είναι ένας άνθρωπος που αξίζει τον κόπο να «γνωρίσεις», έστω και μετά θάνατον.
Κάθισα και διάβασα, λοιπόν, παλιές συνεντεύξεις του, αναζητώντας αυτό που έκανε ένα τόσο ετερόκλητο πλήθος να συμπαθεί βαθιά έναν παλιό ποδοσφαιριστή. Δεν είναι τα γκολ που έβαλε ή, μάλλον, είναι κι αυτά, αλλά δεν αρκούν. Ποτέ δεν αρκούν οι επιδόσεις· μπορεί να είσαι ο καλύτερος στο σπορ σου και εξαιρετικά αντιπαθής ως προσωπικότητα, μας το αποδεικνύει καθημερινά και σχεδόν εμμονικά ο Στέφανος Τσιτσιπάς. Ούτε είναι απαραίτητα νοσταλγικό το θέμα, και για τον Τεντόγλου όλοι τα καλύτερα έχουν να πουν, και δικαίως μέχρι τώρα. Αυτοί οι δύο είναι case study στην αντίθεσή τους.
Χωρίς να δω ούτε ένα γκολ του ούτε ένα δευτερόλεπτο αγωνιστικής δράσης του σε βίντεο, μπόρεσα, διαβάζοντας όσα είχε πει ο Παπαϊωάννου, να τον «δω» να παίζει: Εμπαινε στο γήπεδο μελετημένος, πειθαρχημένος, συγκεντρωμένος, ταλαντούχος στην ντρίπλα, αλτικός παρά το μικρό ύψος του, αλλά και με ολόκληρο σύστημα μέσα στο κεφάλι του.
Ο ίδιος έχει πει την επική ατάκα «μέσα από τον αντίπαλο βγάζουμε το παιχνίδι μας». Το εξήγησε: «Οποιαδήποτε ντρίπλα έκανα, μελετούσα τον αντίπαλο. Ξεκινώντας το παιχνίδι, σε δέκα λεπτά μέσα πρέπει να ξέρεις τις αδυναμίες του. Πού υστερεί. Τι μπορείς να κάνεις μ’ αυτόν. Ο αντίπαλος σε βοηθάει πολύ».
Κάτι που θα μπορούσες να διαβάσεις για οποιοδήποτε σπορ, σε ένα βιβλίο για το σκάκι ή και στην «Τέχνη του Πολέμου» του Σουν Τσου.
Οταν ο Πούσκας τον ήθελε στη Ρεάλ Μαδρίτης, είχαν συναντηθεί και μίλησαν. «Η καλύτερη ντρίπλα γίνεται μακριά από την μπάλα», του είχε πει και ο Παπαϊωάννου όχι απλώς το κατάλαβε, αλλά και το συγκράτησε, το επαναλάμβανε εντυπωσιασμένος. Δεν τον έδωσε η ΑΕΚ τελικά, και χρόνια αργότερα είχε πει «κρίμα, διότι με όλα αυτά τα λεφτά θα μπορούσε η ΑΕΚ να κάνει γήπεδο. Αλλά, μπορεί και να μην έκανε, να φαγωνόντουσαν τα λεφτά αλλού, είναι το πιο πιθανό». Δίκιο είχε, φυσικά, και όχι μόνο για το γήπεδο της ΑΕΚ, αλλά για όλην την Ελλάδα.
Πολλή γνώση συμπυκνωμένη στα λόγια του, γνώση που δεν προέκυψε από τα βιβλία και τις σπουδές, αλλά μάλλον από το γεγονός ότι όπως ανέλυε τα παιχνίδια, τα συστήματα και τους αντιπάλους, ανέλυε πολύ γρήγορα και αποτελεσματικά και τα μαθήματα που του έδινε η ζωή. «Για να παίξεις καλό ποδόσφαιρο, πρέπει να είσαι συγκεντρωμένος μόνο στο ποδόσφαιρο», είχε πει σε άλλη συνέντευξη. Και ο ίδιος συγκεντρώθηκε στο ποδόσφαιρο, παρότι παραδέχτηκε ότι οι σειρήνες ήταν πάμπολλες. Και ότι δυσκολεύτηκε να κρατηθεί μακριά τους, «γεμάτη πειρασμούς η Αθήνα, χωριατόπαιδα εμείς, δεν ήταν και δύσκολο στα 20 να ξεφύγεις με τόση φήμη και χρήματα».
Θα βιαστεί ίσως κάποιος να πει «άλλες εποχές, άλλα ήθη». Καθόλου δεν ισχύει αυτό. Υπήρχαν κι εκείνην την εποχή ντίβες και φίρμες στα γήπεδα. Απλώς δεν τους έβρισκες στο Instagram αλλά στα εξώφυλλα των περιοδικών ποικίλης ύλης. Οπως και σήμερα υπάρχουν χαμηλών τόνων αθλητές, συγκεντρωμένοι σε αυτό που κάνουν. Και όχι μόνο αθλητές, αλλά και πολλοί ακόμη επιτυχημένοι και γνωστοί άνθρωποι.
Δεν είναι η εποχή το θέμα, ούτε το σπορ, ούτε η διασημότητα ή τα χρήματα. Είναι η ιδιοσυγκρασία, ο χαρακτήρας, η «φτιασιά», όπως θέλετε πείτε το. Είναι και κάποια απόφαση που πρέπει να πάρεις σχετικά νωρίς στη ζωή σου.
Τι είναι το σημαντικό για σένα και, κυρίως, ποιος είναι ο λόγος που κάνεις κάτι. Που κλωτσάς το τόπι, που πηδάς στο σκάμμα, που γράφεις, που ζωγραφίζεις ή ακόμη και που παίζεις στον κινηματογράφο. Αν το κάνεις για σένα ή για όλους τους άλλους.
«Αυτός που θέλει να ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο, μέσα από το ποδόσφαιρο πρέπει να βγάλει αυτό που θέλει. Οχι στο καφενείο, ή στ’ αποδυτήρια, ή να πιάσει τον προπονητή του, ή να δικαιολογήσει κάτι άλλο με το ποδόσφαιρο στον πατέρα ή στη μάνα του. Παίζοντας και αγωνιζόμενος, θα τους πείσει όλους αυτούς. Πρέπει να μιλάει μέσα απ’ το παιχνίδι του, να μη λέει λόγια άλλα. Ο καλός ο ποδοσφαιριστής μιλάει παίζοντας. Ο καλλιτέχνης καλλιτεχνίζει, δεν μιλάει αλλιώς. Ο ζωγράφος ζωγραφίζει, δεν μιλάει, ζωγραφίζει με το πινέλο και βλέπεις εσύ, το βλέπεις. Ο ποδοσφαιριστής το ίδιο», είχε πει ο ίδιος.
Και σε άλλη συνέντευξή του είχε παραδεχτεί ότι μέσα του τού άρεσε η διασημότητα και ενθουσιαζόταν όταν έγραφαν για αυτόν οι εφημερίδες, κι αυτό τον προβλημάτιζε. Ηταν μια εσωτερική διαμάχη την οποία τελικά κέρδισε. Είναι πολύ δύσκολο να κάνεις ένα επάγγελμα που φέρνει αναγνωρισιμότητα και να βγάλεις νοκ-άουτ το ναρκισσισμό σου. Είναι πολύ ισχυρός αντίπαλος, αλλά, είπαμε, τον αντίπαλο πρέπει να τον μελετάς.
Τι κερδίζεις αν το πετύχεις;
Να γράφουν όλοι καλά πράγματα για σένα όταν πεθάνεις; Εχει σημασία;
Εχει, διότι για να συμβεί αυτό, σημαίνει ότι σε εκτιμούσαν όσο ζούσες.
Η εκτίμηση είναι ένα πολύ ακριβό πράγμα, που δεν αγοράζεται, κερδίζεται, και είναι ταλέντο να μπορέσεις να την κερδίσεις. Ταλέντο ζωής.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News