Στο πρώτο κύμα της πανδημίας τα σχολεία έκλεισαν στις 11 Μαρτίου και ξανάνοιξαν στις 11 Μαίου 2020, πρακτικά λίγο πριν από τις καλοκαιρινές διακοπές. Ανοιξαν ξανά στις 14 Σεπτεμβρίου για τη νέα χρονιά και έκλεισαν ξανά εσπευσμένα στις 14 Νοεμβρίου με την επιβολή των δεύτερων περιοριστικών μέτρων.
Στο ενδιάμεσο η διδασκαλία γινόταν διαδικτυακά με όλα τα προβλήματα της εξ αποστάσεως διδασκαλίας, ειδικά σε μία χώρα σαν την Ελλάδα με πολλά προβλήματα στο δίκτυο και τις επικοινωνίες. Γονείς και καθηγητές, σε μία απαράμιλλη προσπάθεια, έβαλαν πλάτη να προχωρήσει η εκπαίδευση. Σχεδόν ένα χρόνο εκτός φυσικής παρουσίας στην τάξη δεν το λες και υγιές!
Γιατί η εξ αποστάσεως διδασκαλία δεν αφορούσε εφήβους που, παρά την επαναστατικότητα και την αμφισβήτηση που διακρίνει αυτή την ηλικία, μπορεί κάποιος με ευρηματικούς τρόπους να κρατήσει την προσοχή τους για εύλογο διάστημα, αλλά συμπεριλάμβανε μικρότερους μαθητές του δημοτικού, ακόμη του νηπιαγωγείου! Εκεί τα πράγματα γίνονται πλέον σοβαρά καθώς η μη φυσική παρουσία στην τάξη αυτών των μαθητών μπορεί να έχει δραματική επίδραση στην όλη κοινωνικοποίηση τους και στην ανάπτυξη μαθησιακών δεξιοτήτων και ικανοτήτων, που αφορούν τον γραπτό και προφορικό λόγο και που πιθανόν θα τους ακολουθούν στο υπόλοιπο της ζωής τους. Ειδικά αν πρόκειται για παιδιά χαμηλότερων εισοδηματικά τάξεων με περιορισμένες δυνατότητες για εξωτερική βοήθεια και στήριξη. Υπάρχουν εξειδικευμένες δεξιότητες που περιγράφονται από ειδικούς και οι οποίες διέπονται από αυστηρό χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο πρέπει να αναπτυχθούν.
Σήμερα τα σχολεία συνεχίζουν να είναι κλειστά ενώ γίνεται μεγάλη συζήτηση για το αν θα ανοίξουν με το τέλος των διακοπών των Χριστουγέννων (εδώ οι Σαββατιάτικες ανακοινώσεις Πέτσα για το θέμα) ή θα παραμείνουν κλειστά μέχρι το τέλος Ιανουαρίου. Αν συμβεί το τελευταίο, μία ολόκληρη σχολική χρονιά, παρά δύο σχεδόν μήνες, θα έχει λειτουργήσει κουτσά στραβά εξ αποστάσεως.
Οι επιδημιολόγοι εμφανίζονται διχασμένοι ως προς το άνοιγμα, και διστακτικοί, αν υπολογίσει κάποιος τη σύμπτωση της αρχής της ύφεσης του δεύτερου κύματος με το κλείσιμο των σχολείων. Με το επιδημιολογικό φορτίο να παραμένει ψηλό, όπως αποδεικνύουν τα ευρήματα από τα λύματα, ειδικά σε περιοχές όπως στη Βόρεια Ελλάδα που χτυπήθηκαν σφοδρά, το άνοιγμα των σχολείων φοβίζει όχι μόνο τους γονείς αλλά κυρίως τους εκπαιδευτικούς, πολλοί από τους οποίους νόσησαν και υπήρξαν απώλειες. Η αρχή του 2021 όμως μας βρίσκει μπροστά στην πανδημία με ένα μεγάλο όπλο: το εμβόλιο. Ήδη η χώρα μας άρχισε το εμβολιαστικό της πρόγραμμα από τις 27 Δεκεμβρίου. Μπορεί αυτό να επηρεάσει και το άνοιγμα των σχολείων;
Επειδή το μοντέλο του Ισραήλ μας αρέσει ως κράτος πρότυπο για την έρευνα, την καινοτομία, την αμυντική του βιομηχανία, τα πανεπιστήμια του και τώρα την αντιμετώπιση της πανδημίας, ας δούμε πώς διαχειρίστηκε την κατανομή των εμβολίων του.
Το Ισραήλ ξεκίνησε το εμβολιαστικό του πρόγραμμα στις 20 Δεκεμβρίου του 2020. Σήμερα έχει ξεπεράσει τον μαγικό αριθμό του 1 εκατ. με προοπτική έως τέλος Ιανουαρίου να εμβολιαστούν 2,25 εκατ. Ισραηλινοί, που πρακτικά σημαίνει ότι στο τέλος του Γενάρη, από έναν πληθυσμό 9,3 εκατ. και μαζί με αυτούς που νόσησαν, το 30% του πληθυσμού θα έχει αποκτήσει σχετική ανοσία.
Το εμβολιαστικό πρόγραμμα του Ισραήλ εστιάζει στους Υγειονομικούς, στους άνω των 60, σε ομάδες κινδύνου, και στους Εκπαιδευτικούς. Με το εκπαιδευτικό σύστημα του Ισραήλ να λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό κανονικά – τα σχολεία έκλεισαν μόνο για λίγο τον Σεπτέμβρη- ακόμη και εν μέσω των παρόντων περιορισμών, οι εκπαιδευτικοί έχουν προτεραιότητα στους εμβολιασμούς, και ξεκίνησαν άμεσα. Οι βουλευτές της Κνεσέτ δεν περιλαμβάνονται στο πρώτο σχέδιο εμβολιασμών στο Ισραήλ, προς μεγάλη πιθανόν απογοήτευση κάποιων ανάλογων προτάσεων δικών μας κοινοβουλευτικών.
Το Ισραήλ σήμερα κατατάσσεται πρώτο παγκοσμίως σε εμβολιασμούς ανά άτομο, ξεπερνώντας και αυτό ακόμη το πλούσιο Μπαχρέιν. Δεν είμαστε Ισραήλ θα μου πείτε. Δεν ξέρω βέβαια και αν θέλουμε ποτέ να γίνουμε καθώς απαιτεί και κόπο και μεγάλη προσπάθεια.
Όπως ανακοινώθηκε από την Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών και με βάση την κεντρική ευρωπαϊκή συμφωνία, έως το τέλος Ιανουαρίου θα παραδοθούν 419.250 δόσεις. Εκεί μάλλον χωράνε μαζί με τους Υγειονομικούς, τις ευπαθείς ομάδες και τους υπερήλικες και οι Εκπαιδευτικοί, όσοι το επιθυμούν, ειδικά δάσκαλοι σε νηπιαγωγεία και δημοτικά σε πρώτη φάση, εφόσον προτεραιότητα του κράτους είναι η εκπαίδευση και η καλή ψυχολογία των νεαρὠν μαθητών που τόσο ταλαιπωρήθηκαν από τον εγκλεισμό της πανδημίας.
Με το τέλος των διακοπών των γιορτών, το άνοιγμα των σχολείων, αρχικά της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, πρέπει να είναι προτεραιότητα. Σχεδιασμός ανά περιοχή, ανάλογα με το επιδημιολογικό φορτίο, εφαρμογή τεστ, συγκεκριμένη χρονική προσέλευση μαθητών και συνοδών, και προτεραιότητα στον εμβολιασμό των Εκπαιδευτικών, είναι εργαλεία για την επαναφορά στην κανονικότητα του σχολείου.
Ειδικά το τελευταίο μέτρο θα επιβεβαιώσει τη στήριξη του κράτους κατά προτεραιότητα στην εκπαιδευτική κοινότητα. Έχουμε επισημάνει και παλαιότερα ότι οριζόντιες προσεγγίσεις αδικούν, απαιτούν όμως εργώδη και σοβαρό σχεδιασμό. Μέχρις ώρας δεν έχει επιτευχθεί. Πριν χαθεί ολοκληρωτικά και αυτή η χρονιά, υπουργείο, τοπική αυτοδιοίκηση, περιφέρειες, σε συνεργασία με γονείς και Εκπαιδευτικούς, πρέπει να καταρτίσουν ένα συγκροτημένο πρόγραμμα λειτουργίας για το επόμενο διάστημα.
Τα σχολεία παρέμειναν ανοιχτά στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες και έκλεισαν κατ’ εξαίρεση σε ακραίες περιπτώσεις. Γιατί δεν έχει σημασία το πώς ερμηνεύουμε εμείς την επιτυχία της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης. Σημασία τελικά έχει η ακατάλυτη επίδραση της στη μελλοντική ζωή χιλιάδων μικρών παιδιών.
* Η Εφη Μπάσδρα είναι καθηγήτρια στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News