Αρκετοί, βλάσφημοι, πιστεύουν ότι ο Γιώργος Γεωργίου δεν ήξερε πολλά από μπάλα. Δεν συμφωνώ, αν και εδώ που τα λέμε, έχει στείλει πολλές φορές κόσμο στον «κουβά». Τον θυμάμαι να λέει ότι η Γαλλία με τόσους μαύρους στη σύνθεση της δεν μπορεί να πάει πουθενά. Πήγε μέχρι το βάθρο της παγκόσμιας πρωταθλήτριας. Ναι, ο μακαρίτης δεν τα πήγαινε καλά με τους μαύρους. Ούτε με τους ομοφυλόφιλους. Και αυτό έβγαινε προς τα έξω…
Ρώτησα δύο αθλητικούς, ποδοσφαιρικούς, συντάκτες που εκτιμώ ιδιαίτερα αν ο Γεωργίου ήξερε να αναλύει καλά το τόπι. Ο ένας μου έκανε ντρίμπλα. «Ηξερε να μιλάει για μπάλα. Δεν είχε σημασία τι έλεγε, αλλά οι ατάκες και η αμεσότητα έφτιαχναν κάτι ελκυστικό για πολλούς ανθρώπους». Ο άλλος ήταν σκληρός: «Αυτό το ύφος έδωσε το δικαίωμα στον κάθε απίστευτο τύπο να θεωρεί ότι έχει γνώση και μάλιστα να προσπαθεί να την επιβάλλει. Ο Γεωργίου έδωσε βήμα σε περιθωριακά στοιχεία, τους έβγαλε στον αφρό. Είδε το κενό και κατάλαβε ότι όλοι έχουμε έναν “Μητσάρα” μέσα μας…».
Ναι, δεν διαφωνώ απαραιτήτως, όμως σκέφτομαι ότι ο Γεωργίου αποτύπωσε πολύ πειστικά και ανάγλυφα αυτό που είναι το ελληνικό ποδόσφαιρο. Και σε κάποιο βαθμό προσπάθησε, ηθελημένα ή άθελα του, να βγάλει την τσίμπλα του οπαδισμού από τα μάτια του κοινού του, μιλώντας κυρίως για τα αγωνιστικά θέματα. Hταν μία cult φιγούρα.
Κανένας δεν διάβαζε (τότε στο «Φίλαθλο») ή άκουγε Γεωργίου για την ορθότητα των αναλύσεων του. Κατανάλωνες Γεωργίου για την performance. Για εκείνη την ατάκα που θα σε στείλει ανάσκελα από τα γέλια. Και για την επιτηδευμένα αγοραία γλώσσα που, εν τέλει, έγινε στιλ. Να ακούς ραδιοφωνική εκπομπή Γεωργίου με καλεσμένο τον Αλέφαντο. Αξεπέραστη εμπειρία. Αλλά και παλαιότερα, στο «Καφενείο των φιλάθλων», στον «Φίλαθλο», την εποχή που η συγκεκριμένη εφημερίδα έκανε σχολή με Καίσαρη, Καραγιαννίδη, Πανούτσο, Μπαζίνα και άλλους. Ο Γεωργίου δεχόταν τηλεφωνήματα φιλάθλων, δημοσίευε τα μηνύματα τους, αλλά και τον δικό του σχολιασμό. «Χου, ρε». «Σοφή η μαλακία σου, φίλε». Για τέτοιο ύφος μιλάμε. Και ύστερα η στήλη έγινε τηλεοπτική εκπομπή που έβγαινε μέσα από καφενεία λαϊκών περιοχών. Συχνά ήταν κάτι σαν τα «Παρατράγουδα» της Ανίτας, με ποδοσφαιρικό περιεχόμενο. Ε, και ύστερα ήρθαν οι ζωντανοί διάλογοι με τους τηλεθεατές που έπαιρναν στο 090 και οι εκπομπές στον Real FM με τις ωραίες ροκιές.
Αυτό ήταν ο Γεωργίου. Κατάφερε να πάρει όλη τη γραφικότητα γύρω από το ποδόσφαιρο και να τη μετατρέψει σε προϊόν προς κατανάλωση, συντηρώντας την. Με γλώσσα βγαλμένη από τα γηπεδικά «πέταλα» και τα καφενεία, έγινε εκείνος ο φίλος από την παρέα με την ατάκα που θα σου μείνει. Αυτό το γνώριζε φυσικά και ο ίδιος. Είχε δεχθεί προσφορές για να φτιάξει τα δόντια του. Τις απέρριπτε, γνωρίζοντας ότι έτσι θα αλλοίωνε το προϊόν που προσέφερε στο κοινό του. Ενας δημοσιογράφος χωρίς δόντια που τα λέει έξω από τα δόντια. Τα δόντια τα έχασε από τα βάσανα που του προκάλεσε η ασθένεια του γιού του. Εζησε, άλλωστε, την τραγική μοίρα του γονιού που χάνει το παιδί του.
Υπήρξα περιστασιακός «πελάτης» του για σαράντα χρόνια. Δεν θυμάμαι να με έχει ενοχλήσει, με εξαίρεση τα ρατσιστικά και ομοφοβικά του. Περνούσα ευχάριστα ακούγοντας τον, συχνά γελούσα μέσα στο αυτοκίνητο με τα σχόλια του. Μερικές φορές πίστευα ότι μου έδειχνε γωνίες που δεν είχα αντιληφθεί, δεν ήταν όλα χαβαλές. Και, φυσικά, θα μπορούσε να ανθίσει μόνο στην Ελλάδα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News