Οι τοπικές εκλογές, στο δικό μου σύμπαν, παραπέμπουν σε αυτό που λέμε νοικοκυροσύνη. Να φτιάξουμε το σπίτι μας. Να διορθώσουμε όσα έχουν φθαρεί ή έχουν χαλάσει, να γίνουν μαστορέματα, βαψίματα… Να το κάνουμε πιο οικολογικό, πιο ζεστό τον χειμώνα, πιο δροσερό το καλοκαίρι, με λιγότερο θόρυβο ολόχρονα.
Το υπαινίχθηκε ωραία, πολλά χρόνια πριν, ο Σαββόπουλος στο «Κούρεμά» του, όπου, εξηγώντας γιατί προτίμησε να ψηφίσει «το Μητσοτάκ», είπε ότι μπούχτισε πια ο τόπος (και αυτός μαζί) από ηγέτες ιδεοληπτικούς, όλο θεωρία, όλο διαδικασίες. Ενώ εκείνο που χρειάζονται άμεσα αυτή τη στιγμή ο δήμος, η κοινότητα, η γειτονιά είναι έναν υδραυλικό. Εναν καλό μάστορα…
Δεν ξέρω αν βρήκαμε κάποιον τέτοιο σε τούτες τις εκλογές. Θα δείξει. Η γενική εικόνα, πάντως, τη βραδιά της Κυριακής, στα κανάλια και στα εκλογικά κέντρα απ’ έξω, ήταν αποκαρδιωτική. Το στριμωξίδι, οι φωνές, οι κάμερες, χέρια ψηλά, χέρια απλωμένα να ακουμπήσουν νικητές, δηλώσεις της κονσέρβας, θόρυβος αποκρουστικός, ακαταστασία…
Ποιος σκηνοθέτησε όλο αυτό το άθλιο πράγμα; Ρητορικό ερώτημα. Ολο το σκηνικό είναι στάνταρ. Δεδομένο εδώ και χρόνια. Η ζωντανή κάλυψη δεν μπορεί να κρύψει τις γύρω ασχήμιες. Καλώδια παντού. Πολλά από αυτά διασταυρώνονται. Αλλα είναι τεντωμένα, άλλα πιο λάσκα και άλλα κρέμονται.
Και καλά η ακαταστασία έξω. Μέσα στα στούντιο, όμως; Ατάκτως τοποθετημένες κάμποσες ομιλούσες κεφαλές (Talking Heads, για να θυμηθούμε την αμερικάνικη ροκ μπάντα του ’70-’80, με το περίφημο «Psycho Killer»), να μην ακούς, να μη συγκρατείς, να μην καταλαβαίνεις. Τίποτα, παρά οχλαγωγία και ακαταστασία. Χάβρα!
Δεν μπορώ να μην αναφερθώ σε ένα στέλεχος του ΠΑΣΟΚ ονόματι Σπυρόπουλο, που έσπασε όλα τα κοντέρ στην ασυμμάζευτη στρογγυλή τράπεζα του ΣΚΑΪ, διακόπτοντας, φωνάζοντας και μην αφήνοντας κανέναν άλλον να ακουστεί. Κλασικό δείγμα οχλαγωγίας. Στο savoir vivre του παλιού καλού καιρού ένα από τα πρώτα αξιώματα είναι να μη διακόπτεις ποτέ κάποιον που μιλάει και να μη μιλάς πάνω του!
Οι πιο συνετοί σε λόγο και πιο ευπρεπείς σε παρουσία κατάλαβαν ότι δεν είχαν καμία δουλεία εκεί και σιώπησαν όντας παρόντες. Κλασική περίπτωση ο Δημήτρης Τσιόδρας, υπεύθυνος του γραφείου Τύπου του Πρωθυπουργού, που είχε πράγματα να πει αλλά αναγκάστηκε να τα πει γρήγορα και με υπόκρουση θορύβου, γιατί ήξερε ότι θα τον διακόψουν οι επικοινωνιακά (και όχι μόνο, μάλλον) ανάγωγοι…
Τα γιούρια στα επινίκια ήταν ο ορισμός της απόλυτης ακαταστασίας. Του «χύμα όλα». Το ίδιο σκηνικό στα προεκλογικά μαζώματα. Ακόμα και σε κείνα που είχαν, υποτίθεται, καλή οργάνωση.
Εκλεισαν δρόμοι. Καταλήφθηκαν πεζοδρόμια. Τα τηλεοπτικά συνεργεία πάλευαν για ένα πλάνο της προκοπής. Οι δημοσιογράφοι σπρώχνονταν και έσπρωχναν. Τα πρόσωπα της βραδιάς (νικητές και ηττημένοι) είχαν σφηνωθεί ανάμεσα στους παρατρεχάμενους, που γυάλιζαν από τον ιδρώτα και δεν έγραφαν καλά στο πλάνο – ας το ξανακοιτάξουν, μήπως αναγνωρίσουν στη θέση τους κάποιον άλλον! Δεν ήταν θέαμα αυτό…
Κλείνω με απόσπασμα από το «Το Μητσοτάκ»:
Γιατί, γιατί, κύριε Πετεφρή,
το Πάσχα με το αρνάκι σου,
το Μάη με το στεφάνι κι όλο αγάπες,
μα μέσα στην βρωμούπολη
σε ζώνουν οι αυταπάτες
και να οι επαναστάτες, γύφτοι ανεβασμένοι,
σκαρφαλωμένοι, μέσ’ στο γιουβέτσι σου πεσμένοι
κι αυτοί που τους ανέχονται, βαριά κομμουνισμένοι,
κομπλεξικοί, δήθεν γελασμένοι,
ξανά αποτυχημένοι,
αφού τον ρεκτιφιέ που δε σου κάνει τη δουλειά σου,
τον διώχνεις μάλλον και παίρνεις άλλον, τον όποιον άλλον,
για δες και τους ηγέτες σου δίχως παραμύθι,
να χάσουν την ισχύ τους, ν’ αλλάξει η τακτική τους,
τον κάθε τεχνικό, της εξουσίας τον χρήστη,
εγώ τον αντιμετωπίζω δίχως πίστη,
άλλον μαραγκό, άλλον φαναρτζή,
άλλον συνθέτη, τώρα και ηγέτη.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News