Δεν χρειάζονται ιδιαίτερες γνώσεις προκειμένου κάποιος να αναγνωρίσει τον καθοριστικό ρόλο που διαδραματίζει το περιβάλλον στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του κάθε ανθρώπου. Τα βιώματα και οι προσλαμβάνουσες οριοθετούν ένα αυστηρό πλαίσιο, εντός του οποίου αναπτύσσεται η προσωπικότητά μας και διαμορφώνεται η προσωπική οπτική μας απέναντι στον κόσμο. Κάπως έτσι, ο κοινός τοις πάσι κόσμος διασπάται σε επιμέρους μικρο-κόσμους, μικρο-κόσμους άλλοτε ατομικούς και άλλοτε συλλογικούς, επιμέρους υποκειμενικές προσλήψεις της αυτής πραγματικότητας.
Η «εναλλακτική πραγματικότητα» απέχει αρκετά από την «κοινή», καθώς αναπτύσσεται συνήθως –αλλά όχι πάντοτε– πάνω σε βάσεις συνωμοσιολογίας, θρησκοληψίας και δεισιδαιμονίας, παρακάμπτοντας δηλαδή την οδό της επιστήμης και της –όποιας– κοινής λογικής.
Υπάρχει όμως και μια άλλη πλευρά που φαίνεται να μας αφορά όλους: διαδικτυακές ομάδες αρνητών του κορονοϊού, ομάδες αρνητών του εμβολιασμού των ίδιων και των παιδιών τους, υπέρμαχων ψευδοεπιστημονικών «εναλλακτικών» θεραπειών, τις οποίες επιβάλλουν στα ανήλικα παιδιά τους και στους ηλικιωμένους γονείς τους κ.λπ. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν το πλέον ιδανικό περιβάλλον για να γίνει αποτελεσματικά η οργανωμένη διεκδίκηση του δικαιώματος σε μια «εναλλακτική πραγματικότητα». Δεν έχουν αυτοί οι άνθρωποι δικαίωμα να ερμηνεύουν τον κόσμο γύρω τους όπως επιθυμούν; Εχουμε δικαίωμα να τους επιβάλουμε τις απόψεις που εμείς κρίνουμε ως σωστές; Από την άλλη, είναι σωστό –ως γονείς– να επιβάλλουν τις ενδεχομένως καταστροφικές απόψεις τους, πέρα από τον ίδιο τον εαυτό τους, στα ανήλικα παιδιά τους και σε άτομα που μπορεί να έχουν υπό την προστασία τους;
Μια αναλογία ίσως μας βοηθήσει να προσεγγίσουμε το ζήτημα του εμβολιασμού με καθαρότερη και συναισθηματικά αποφορτισμένη ματιά.
Το κάπνισμα είναι μια προσωπική υπόθεση όταν επηρεάζει μόνο την υγεία του καπνιστή. Δηλαδή όταν κάποιος καπνίζει μόνος στο γραφείο του ή μόνος στο αυτοκίνητό του. Οταν όμως κάποιος καπνίζει μέσα στο εστιατόριο, ο καθαρά προσωπικός χαρακτήρας του καπνίσματος διασπάται και το λεγόμενο «παθητικό κάπνισμα» περιγράφει αυτήν ακριβώς τη μετατροπή της αυτοβλάβης του καπνιστή σε ταυτόχρονη ετεροβλάβη εκείνου που γευματίζει στο ίδιο ή (και) σε διπλανό τραπέζι. Ο αντικαπνιστικός νόμος δεν έρχεται (υποτίθεται) για να προστατεύσει τους καπνιστές από τις δυσμενείς συνέπειες του καπνίσματος, αλλά τους μη καπνιστές. Το πετυχαίνει αυτό επιβάλλοντας μάλιστα έναν άκρως περιοριστικό για τους καπνιστές όρο· την απαγόρευση του καπνίσματος στους κλειστούς δημόσιους χώρους. Η ελευθερία αυτοδιάθεσης του σώματός μας περιορίζεται ξαφνικά για να προστατευθούν κάποιοι άλλοι. Και γιατί να έχει προβάδισμα η προστασία των άλλων έναντι της ελευθερίας μας στην αυτοπροσβολή; Διότι, ενώ έχουμε ελευθερία να βλάπτουμε τον εαυτό μας με όποιον τρόπο επιθυμούμε, δεν έχουμε την ίδια ελευθερία να προκαλούμε βλάβη σε άλλους. Δεν νοείται ελευθερία στην προσβολή άλλου πέραν του εαυτού μας αλλά και αυτού, υπό την αυστηρή προϋπόθεση ότι δεν θίγουμε ταυτοχρόνως και κάποιον τρίτο.
Ένα σύγχρονο φιλελεύθερο κράτος απέχει, όσο το δυνατόν περισσότερο, από την πατερναλιστική επιβολή προστατευτικών κανόνων, καθώς αναγνωρίζει σε κάθε ενήλικο άτομο την ικανότητα να κρίνει και να αποφασίζει για τον εαυτό του. Το κράτος οφείλει ωστόσο να ενημερώσει για τις συνέπειες των αυτοκαταστροφικών πράξεων ώστε η τυπική αυτονομία του ατόμου να μετουσιωθεί και σε μια ουσιαστικά επωφελή επιλογή, χωρίς όμως να μπορεί, σε καμία περίπτωση, να επιβάλει την επιλογή που κρίνει ως ορθότερη. Για παράδειγμα, στην περίπτωση του καπνίσματος, το κράτος θα μεριμνήσει ώστε κάθε πακέτο τσιγάρων να ενημερώνει για τις επιβλαβείς συνέπειες του καπνίσματος (ή τουλάχιστον να τις υπενθυμίζει διαρκώς) έτσι ώστε ο καθένας να είναι σε θέση να κάνει τις επιλογές του γνωρίζοντας τις συνέπειες, χωρίς όμως βέβαια να μπορεί να εξαναγκάσει κάποιον να μη βλάψει τελικώς την υγεία του. Βλέπουμε, επομένως, ότι το κράτος οφείλει πρώτα να μας προειδοποιήσει για τη βλαπτικότητα μιας ενέργειάς μας και, αν δεν μας πείσει, να λάβει μέτρα ώστε να προστατευτούν έστω οι υπόλοιποι από τις συνέπειες της δικής μας επιλογής.
Ο εμβολιασμός, όπως και το κάπνισμα, καθώς και η τήρηση του ορίου ταχύτητας, είναι πράξεις με συνέπειες τόσο για εμάς όσο και για τους γύρω
Ισχύει για το εμβόλιο ό,τι ισχύει και για το κάπνισμα; Μπορεί το κράτος να καταστήσει τον εμβολιασμό υποχρεωτικό, όπως ακριβώς θέσπισε και την απαγόρευση του καπνίσματος στους κλειστούς δημόσιους χώρους; Πρώτα απ’ όλα, ας ξεκαθαρίσουμε ότι «υποχρεωτικότητα» δεν σημαίνει βίαιη επιβολή του ίδιου του εμβολίου. Η υποχρεωτικότητα έχει έμμεσο χαρακτήρα διά της θέσπισης κυρώσεων και μέτρων για όλους όσοι δεν επιθυμούν να εμβολιαστούν. Μοιάζει με το υποχρεωτικό όριο ταχύτητας· δεν μπορεί η Τροχαία να μας εξαναγκάσει άμεσα να το τηρήσουμε, παρά μόνο έμμεσα, επιβάλλοντάς μας πρόστιμο όταν δεν το τηρούμε.
Ο εμβολιασμός, όπως και το κάπνισμα, καθώς και η τήρηση του ορίου ταχύτητας, είναι πράξεις με συνέπειες τόσο για εμάς όσο και για τους γύρω. Στη δημοσίως εκφραζόμενη αντιεμβολιαστική ρητορεία, επικρατεί μια μονοδιάστατη –και για αυτόν τον λόγο– εξαιρετικά βολική προσέγγιση του εμβολιασμού, η οποία μας λέει ότι εφόσον το εμβόλιο γίνεται στο σώμα του καθενός, δεν μπορεί παρά να είναι μια καθαρά προσωπική επιλογή του ατόμου.
Η –διά της ανακρίβειάς της– ελλιπής αυτή προσέγγιση πλάθει ένα ψευδεπίγραφο και παραπλανητικό επιχείρημα ελευθερίας. Ψευδεπίγραφο, καθώς τάσσεται τάχα υπέρ της ελευθερίας, ενώ στην πραγματικότητα τάσσεται υπέρ της αδιαφορίας. Παραπλανητικό, καθώς λέει μόνο τη μισή αλήθεια και, ως γνωστόν, η μερική παράθεση της αλήθειας συνιστά αλλοίωσή της. Η άρνηση εμβολιασμού έχει παρουσιαστεί ακόμα και ως στάση πατριωτισμού εν είδει αντίστασης σε (μια ακόμη) υποτιθέμενη προσπάθεια εθνικού ετεροκαθορισμού. Κάπου εδώ, ο αντίλογος ξεπερνά τον απλό φόβο για τα εμβόλια και εισέρχεται σε πεδία βαθέος παραλογισμού, των οποίων η ανάλυση παρέλκει.
Στη συνείδηση αρκετού κόσμου, τα συνταγματικά δικαιώματα εμπεριέχουν ένα στοιχείο υπερβατικότητας, γεγονός που οδηγεί στο να εκλαμβάνεται η άσκησή τους ως απολύτως απροϋπόθετη. Τα πράγματα όμως δεν είναι ακριβώς έτσι και τα συνταγματικά δικαιώματα δεν είναι εργαλεία πραγμάτωσης του εγωισμού μας. Τα δικαιώματα δεν είναι αυθύπαρκτες έννοιες, αλλά, αντιθέτως, ανήκουν σε ένα σύστημα –σε ένα πλέγμα– και συστηματική θα πρέπει να είναι η εξέτασή τους. Τα δικαιώματα δεν «αιωρούνται» κάπου στο Σύμπαν από μόνα τους, ούτε και μας χορηγούν εξουσία να τα ασκούμε σαν να ζούσαμε εκτός συντεταγμένης κοινωνίας. Το δικαίωμά μου να κινούμαι ελεύθερα μπορώ να το ασκώ οδηγώντας στο αντίθετο ρεύμα; Η απροϋπόθετη άσκηση δικαιωμάτων κινείται μεταξύ ανοησίας –μιας απλής «αβλεψίας» του νου– και εγωιστικής ψευδαίσθησης. Το κράτος μπορεί να επιβάλει τον υποχρεωτικό εμβολιασμό, όπως ακριβώς επιβάλλει την απαγόρευση του καπνίσματος, τα όρια ταχύτητας και πολλά ακόμη.
Η κρίση του κορονοϊού μας δίνει άλλο ένα ενδιαφέρον έναυσμα προβληματισμού σχετικά με την έννοια της υποχρεωτικότητας, αυτήν τη φορά σχετικά με τα μέτρα αποτροπής μετάδοσης του ιού, σε μια περίοδο μάλιστα που δεν υπήρχε επάρκεια στα εμβόλια. Αναφέρομαι σε εκείνους που «βαρέθηκαν» να τηρούν τα μέτρα. Η δήλωση «βαρέθηκα», πέρα από ασεβής προς εκείνους που έχασαν τη ζωή τους, καθώς και προς εκείνους που δεν ανάρρωσαν ποτέ από τα «long-covid» κατάλοιπα, υπονοεί, εμμέσως πλην σαφώς, ότι η τήρηση του νόμου εναπόκειται στη δική μας κρίση και όρεξη. Αντίστοιχα λοιπόν κάποιος που «βαρέθηκε» να πηγαίνει μόνο με 130 χλμ./ώρα στον αυτοκινητόδρομο, μπορεί να τρέχει με όσο αντέχει το αυτοκίνητό του.
Η πανδημία αναζωπύρωσε τη γνωστή –αρκετά ελληνική– παρανόηση της κατά βούληση, διάθεση και όρεξη τήρησης του νόμου
Στο σημείο αυτό, κάποιος ίσως διευκρίνιζε πως δεν αρκεί να βαρεθήκαμε, αλλά να υπάρχει έστω μια «ανάγκη». Τι είδους ανάγκη; Η συχνότερα αντιτιθέμενη στα μέτρα «ανάγκη» ήταν αυτή της κοινωνικοποίησης· κοινωνικοποίησης πέραν του περιθωρίου που άφηναν οι περιορισμοί. Δικαιολογεί λοιπόν η ανάγκη κοινωνικοποίησης τη μη τήρηση των μέτρων; Τη δικαιολογεί όσο θα δικαιολογούσε την παραβίαση του ορίου ταχύτητας (ή, γιατί όχι, και του κόκκινου φαναριού) το γεγονός ότι έχω αργήσει σε ένα πολύ σημαντικό ραντεβού.
Η πανδημία αναζωπύρωσε τη γνωστή –αρκετά ελληνική– παρανόηση της κατά βούληση, διάθεση και όρεξη τήρησης του νόμου. Η προσέγγιση των κανόνων με πυξίδα το αν μας βολεύουν ή μας ξεβολεύουν, οδηγεί σε μια παρεξηγημένη αντίληψη για το πώς λειτουργεί η δημοκρατία. Η αντίληψη αυτή παραγνωρίζει μια βασική αρχή του δημοκρατικού συστήματος, ότι δηλαδή η πλειοψηφία δεσμεύει την μειοψηφία. Η δε πλειοψηφία δεσμεύεται από τον νόμο και ελέγχεται από τους θεσμούς. Σε δεύτερο στάδιο αναγνωρίζει στη μειοψηφία κάποια –ανύπαρκτη– και εξαιρετικά βολική δυνατότητα να μη συμμορφωθεί με όσα αποφασίζει η πλειοψηφία καθότι διαφωνεί. Κάποιος δηλαδή επιχειρηματολογεί υποστηρίζοντας μια άποψη, αλλά άπαξ και τελικώς μειοψηφήσει, απαλλάσσεται από τις συνέπειες και δεν υποχρεούται να τηρήσει εκείνα με τα οποία δεν συμφωνεί.
Πρόκειται για μια χονδροειδέστατη παρανόηση, η οποία στηρίζεται σε μια εξόφθαλμη αντίφαση. Αντίφαση που αναιρεί το νόημα της συμμετοχής στο δημοκρατικό σύστημα της πλειοψηφίας, καθώς τελικά η απόφαση θα δεσμεύει μόνο όσους ψήφισαν υπέρ αυτής (!). Με αυτήν τη λογική, όχι μόνο η μειοψηφία αλλά και όσοι από τους πλειοψηφούντες αλλάξουν γνώμη στην πορεία (δυνατότητα που εξασφαλίζει η μυστική ψήφος) μπορούν, παρά τη συμμετοχή τους, να απαλλαγούν από τις συνέπειες της επιλογής τους (!). Κάπως έτσι έχει αποτυπωθεί στο συλλογικό υποσυνείδητο της ελληνικής κοινωνίας ότι η τήρηση των νόμων δεν είναι τελικά κάτι άλλο, παρά μια «άποψη», ομοίως και η μη τήρησή τους (!).
Συνειδητοποιεί λοιπόν κανείς ότι το δικαίωμά μας να ζούμε «στον κόσμο μας» δεν είναι απόλυτο ούτε ασκείται άνευ τήρησης κανόνων. Δεν είναι απόλυτο, διότι δεν υπάρχει κυριολεκτικά δικός μας κόσμος. Υπάρχει μόνο υποκειμενικότητα της πρόσληψης και της ερμηνείας των φαινομένων του κοινού περιβάλλοντος χώρου. Τίποτε άλλο. Τα περί πλήρους –ακόμα και βλαπτικού για τους άλλους– αυτοκαθορισμού αντανακλούν την ρηχότητα της άποψης που εκλαμβάνει τα δικαιώματα ως αυθύπαρκτες έννοιες και την άσκησή τους ως απροϋπόθετη.
Πρέπει να είναι σαφές πως όσο έδαφος και αν έχει κερδίσει στο δημόσιο διάλογο ο εγωιστικός δικαιωματισμός, τα συνταγματικά δικαιώματα καμία σχέση δεν έχουν με τέτοιες συμπεριφορές, ούτε και είναι «πάσο ελευθέρας» στην ασυδοσία. Ο κλειστός δημόσιος χώρος δεν είναι καπνιστήριο, ο δημόσιος δρόμος δεν είναι πίστα και ο κορονοϊός είναι πανδημία. Στην ερώτηση, λοιπόν, σχετικά με το αν μπορούμε να ζούμε «στον κόσμο μας», η απάντηση δεν μπορεί να είναι ένα απλουστευτικό «ναι» ή «όχι», αλλά διαμορφώνεται ανάλογα με το τι ακριβώς συνεπάγεται ο «κόσμος μας» για τον «κόσμο των άλλων».
*Ο Πάνος Δόμαλης είναι τεταρτοετής φοιτητής στη Νομική Σχολή της Αθήνας
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News