H Washington Post, η ιστορική αμερικανική εφημερίδα που ανήκει στον δισεκατομμυριούχο επιχειρηματία της Amazon Τζεφ Μπέζος, κατάφερε τις τελευταίες ημέρες κάτι σπάνιο: να γίνει η ίδια είδηση στα άλλα, ανταγωνιστικά προς αυτήν, ΜΜΕ. Και μάλιστα πρωτοσέλιδη είδηση.
Σε μια πρώτη ανάγνωση, ο λόγος δεν είναι καλός. Η Post, έπειτα από απόφαση του ιδιοκτήτη της, δεν θα υποστηρίξει ανοιχτά κανέναν από τους δύο υποψήφιους για την προεδρία των ΗΠΑ, δηλαδή την Κάμαλα Χάρις, διότι τον Τραμπ αποκλείεται να τον υποστήριζε, θα έκλεινε την επόμενη ημέρα, αφού το κοινό της είναι κατά κανόνα Δημοκρατικό. Συνεπώς, η όποια δημόσια υποστήριξη απλώς θα έλεγε με άλλα λογάκια αυτό που ήδη ξέρουν όλοι. Ενα το κρατούμενο.
Η απόφαση του Μπέζος, η οποία ανακοινώθηκε λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές, έφερε τον κόσμο ανάποδα στην ίδια την εφημερίδα, με συντάκτες να παραιτούνται, άλλους να γράφουν πύρινα άρθρα και κάποιους τρίτους να υπογράφουν ανοικτές επιστολές κατηγορώντας τον ούτε λίγο ούτε πολύ ότι «καταστρέφει την εφημερίδα» και «υποκύπτει στις πιέσεις του Τραμπ».
Ο Μπέζος υποστήριξε την απόφασή του με άρθρο που δημοσίευσε στην Washington Post. Εμένα τα επιχειρήματά του μου φάνηκαν λογικά. Επειδή είναι λογικά. Το αν είναι και αυθεντικά είναι μια άλλη ιστορία. Ο κόσμος έχει χάσει, γράφει, την εμπιστοσύνη του στα ΜΜΕ και δεν χρειάζεται να μεροληπτούμε. Ας μας διαβάζουν επειδή είμαστε αντικειμενικοί, όχι επειδή παίρνουμε το μέρος κάποιου.
Ο Μπέζος έβαλε εδώ ένα θέμα που δεν έχει να κάνει με τα αμερικανικά ΜΜΕ, αλλά με τον Τύπο παγκοσμίως. Και πέρα από αυτόν. Υπάρχει αντικειμενική εφημερίδα ή άλλου είδους Μέσον; Υπάρχει αντικειμενικός δημοσιογράφος; Υπάρχει αντικειμενικός άνθρωπος; Τι σημαίνει αντικειμενικός, τελικά; Εκείνος που απλώς βλέπει ή μεταφέρει τα γεγονότα χωρίς να έχει άποψη για αυτά; Οχι, δεν υπάρχει τέτοιο Μέσον, τέτοιος δημοσιογράφος, τέτοιος άνθρωπος. Είναι ενάντια στην ανθρώπινη φύση αυτό. Κατ’ επέκταση, είναι και ενάντια στη φύση των ΜΜΕ, τα οποία διοικούν και στελεχώνουν άνθρωποι και όχι μηχανές.
Και αυτό πριν ξεκινήσουμε καν να μιλάμε για εξαρτήσεις, οι οποίες είναι δεδομένες σε ένα παγκόσμιο hardcore καπιταλιστικό σύστημα. Αλλά και στα μη καπιταλιστικά συστήματα, πάλι είναι δεδομένες. Ας πάει κάποιος στην Κίνα να γράψει ότι ο Σι δεν ξέρει τι του γίνεται και τα ξαναλέμε. Ας τις αφήσουμε έξω για λίγο, όμως, τις εξαρτήσεις.
Ακόμη και όταν προσπαθείς να στηρίξεις την άποψή σου με στοιχεία, πάλι επηρεασμένη είναι. Από την κοσμοθεωρία σου, τις εμπειρίες σου, το ποιος είσαι ως άνθρωπος και πού στέκεσαι στη δεδομένη στιγμή της ζωής σου. Κάποιες φορές οι απόψεις μας περιέχουν έναν βαθμό εμπάθειας, και αυτό είναι ένα μεγάλο στοίχημα για οποιονδήποτε δημοσιογραφεί: να απαλλαγεί από την εμπάθεια και να πλησιάσει την αλήθεια όσο πιο σφαιρικά γίνεται.
Για παράδειγμα, είναι καλός πρωθυπουργός ο Κυριάκος Μητσοτάκης; Εξαρτάται ποιον ρωτάς. Προφανώς για κάποιους είναι και για κάποιους όχι. Πόσο εύκολο είναι να δεις και τις δύο πλευρές και να μιλήσεις στέκοντας κάπου στη μέση; Οχι πολύ, και αυτό είναι μια διαρκής πρόκληση. Και αν ανήκεις, ιδεολογικά ή και πρακτικά, σε εκείνους για τους οποίους είναι καλός, ας πούμε, μπορείς να δεις τα λάθη του από την άλλη πλευρά; Ή το ανάποδο;
Ας κάνουμε τώρα προβολή στη μεγάλη εικόνα. Είναι προτιμότερο να νικήσει ο Ντόναλντ ή η Κάμαλα; Και πάλι εξαρτάται ποιον ρωτάς. Αν ρωτάτε εμένα, η απάντηση είναι ότι ο Τραμπ θα έπρεπε να απαγορεύεται και να υπάρχει. Το 50% των Αμερικανών, όμως, δεν συμφωνούν μαζί μου. Πολλοί, και εκτός Αμερικής, δεν συμφωνούν μαζί μου.
Μπορεί εγώ να βλέπω τον Τραμπ ως απειλή για τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, όμως μόλις πριν από λίγη ώρα διάβαζα κάποιους αριστερούς (Ελληνες) να τον αποθεώνουν σε μια ανάρτηση και να εύχονται να νικήσει, επειδή η Κάμαλα είναι «φονιάς των λαών» και τα λοιπά. Αν τους μιλήσεις για τις εκτρώσεις, τα σχόλια για τους μετανάστες και το τηλεφώνημα στον Νετανιάχου, που του είπε: «Μπίμπι παιδί μου, κάνε αυτό που πρέπει να κάνεις», θα σε πουν κι εσένα φονιά των λαών. Δεν είναι μόνο ότι δεν βλέπουν σφαιρικά το θέμα, αλλά ακόμη και όσο μπορούν να το δουν, επικρατεί μια συγκεκριμένη ιδεοληψία μέσα τους. Ζούμε σε έναν εξαιρετικά πολωμένο κόσμο και αυτό δεν επιτρέπει σχεδόν σε κανέναν να βλέπει τα πράγματα σφαιρικά.
Ο Μπέζος έχει δίκιο όταν λέει ότι τα ΜΜΕ δεν πρέπει να μεροληπτούν. Κανονικά θα έπρεπε να στέκονται με το ζύγι κάθε μέρα, να δημοσιεύουν όλες τις ειδήσεις, είτε είναι υπέρ είτε κατά του Μητσοτάκη, ή του Τραμπ, ή της Χάρις, ή οποιουδήποτε, με σχόλια θετικά και αρνητικά εξίσου, και να αφήνουν τον κόσμο να αποφασίζει μόνος του. Ελάχιστα ΜΜΕ το κάνουν αυτό.
Μπορεί ο κόσμος να αποφασίζει μόνος του; Αυτό είναι το επόμενο μείζον ερώτημα, στο οποίο θεωρητικά οποιοσδήποτε δημοκρατικός άνθρωπος θα απαντούσε «ναι». Οι ίδιοι δημοκρατικοί άνθρωποι, όμως, είναι κατά κανόνα εκείνοι που αποδίδουν στον «κόσμο» άγνοια ή και καθαρή βλακεία όταν δεν επιλέγει αυτό που οι ίδιοι θεωρούν σωστό. Το ίδιο θα λέμε κάποιοι άμα βγει ο Τραμπ: «Οι Αμερικανοί είναι βλαμμένοι». Αλήθεια;
Οπως έγραψε και ο Μπέζος, τελικά ο κόσμος δεν αποφασίζει επειδή του το είπε η τάδε εφημερίδα, αλλά με βάση τα δικά του κριτήρια. Και αυτά δεν έχουν πάντα να κάνουν με την ενημέρωση που λαμβάνει ή την «προπαγάνδα» που τρώει. Ο Τραμπ καταδικάστηκε στα ποινικά δικαστήρια, η είδηση κυριάρχησε στα φιλελεύθερα αμερικανικά ΜΜΕ, όλοι πίστευαν ότι τον «έθαψαν», αλλά η βελόνα των δημοσκοπήσεων κινήθηκε ελάχιστα…
Διότι ο Μπομπ από το Αϊνταχο, που έχει τον Τραμπ αφίσα στο σπίτι του και 30 καραμπίνες στο σεντούκι, δεν διαβάζει την Washington Post, αλλά και αν τη διαβάζει, δεν επηρεάζεται από αυτήν, τη χαζεύει για να δει τι είπε «ο εχθρός» και να κράξει. Ομοίως στην Ελλάδα κανένας ψηφοφόρος της ΝΔ δεν το γύρισε σε ΚΚΕ επειδή μια μέρα έπεσε στα χέρια του ο Ριζοσπάστης και σκέφτηκε «τι ωραία που τα λένε τα συντρόφια».
Είναι πολύ πιο πιθανό να επηρεαστεί κάποιος από ένα Μέσον που «στέκεται στη μέση» και τέλος πάντων δεν φωνάζει τις προτιμήσεις του. Ενα Μέσον που, ακόμη κι αν δεν είναι «αντικειμενικό», τουλάχιστον προσπαθεί να προβάλλει όσο περισσότερες απόψεις γίνεται.
Η ενημέρωση στην εποχή μας αντιμετωπίζει το ακριβώς αντίστροφο πρόβλημα από εκείνο που αντιμετώπιζε έως πρότινος: η πληροφορία κάποτε ήταν δυσεύρετη, σήμερα προσφέρεται σε ιλιγγιώδη αφθονία. Η επιλογή είναι πολύ δύσκολη και ακόμη πιο δύσκολο είναι για τα ίδια τα ΜΜΕ να προσαρμοστούν ώστε να επιβιώσουν.
Ο Τζεφ Μπέζος, λοιπόν, επί της αρχής είχε δίκιο και σε αυτό που έκανε και σε όσα είπε. Τα ακύρωσε όλα τα δίκια του, όμως, με μια μικρή λεπτομέρεια: Η εκδοτική γραμμή της «φιλελεύθερης» εφημερίδας του, αυτού του βράχου της δημοσιογραφίας, θα έπρεπε να καθορίζεται από τους δημοσιογράφους της και τους διευθυντές τους, όχι από τον υπερπλούσιο ιδιοκτήτη της.
Διότι έτσι ξαναπάμε πίσω στην παράγραφο περί εξαρτήσεων. Και δεν τον συμφέρει τον Μπέζος να πάμε εκεί.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News