Είναι κάπως σουρεαλιστικό το γεγονός ότι λίγα μέτρα πιο πέρα από τον (διάσημο και λόγω της κλοπής του) πίνακα του Πάμπλο Πικάσο, στο δεύτερο υπόγειο της Εθνικής Πινακοθήκης, κρέμεται αυτήν την εποχή ένας τεράστιος πίνακας του Φρανθίσκο Φράνκο, διά χειρός του Φερνάντο Μποτέρο. Ο πίνακας απεικονίζει έναν κάπως νεαρό, παχύσαρκο και μαλθακό Φράνκο· μαλθακό τόσο στο σώμα και το πρόσωπο όσο και στο ύφος και τη στάση. Πολύ ταιριαστό για δικτάτορα.
Η περιοδική έκθεση που συνεχίζεται έως τις 2 Φεβρουαρίου στην Εθνική Πινακοθήκη έχει τον απλό τίτλο «Δημοκρατία». Είναι αρκετά επεξηγηματικό από μόνο του, δεν χρειάζεται επίθετα ή προσδιορισμούς. Ναι, η αφορμή είναι τα 50 χρόνια από την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα, μετά τη χούντα, αλλά το νόημα δεν είναι ακριβώς αυτό.
Ο τρόπος που είναι στημένη η έκθεση, αλλά και η επιλογή των 140 έργων που παρουσιάζονται σε αυτήν, οδηγεί τον επισκέπτη σε ένα ταξίδι στον χρόνο αλλά και σε μια πολύ συγκεκριμένη και διαχρονική διαδρομή: Πρώτα είναι οι τύραννοι, τα εργαλεία τους και τα καθεστώτα τους. Μετά είναι τα θύματα και τα συναισθήματά τους, πόνος και θυμός κυρίως. Ακολουθεί η εσωτερική εξέγερση, η αγανάκτηση. Και το μονοπάτι οδηγεί, αναπόφευκτα, στην συλλογική αντίδραση, χωρίς όμως να τελειώνει εκεί.
Φεύγοντας από την έκθεση δεν μπορείς παρά να μείνεις με αναπάντητα ερωτήματα: Τι σημαίνει τελικά δημοκρατία; Πώς προστατεύεται; Πώς θωρακίζεται; Σε πόσο δημοκρατικό κόσμο ζούμε, πραγματικά, σήμερα;
Η έκθεση επιχειρεί κάτι πολύ ενδιαφέρον, να διατρέξει τις παράλληλες πορείες τριών χωρών του ευρωπαϊκού Νότου –της Ελλάδας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας– μέσα από τις αντίστοιχες δικτατορίες τους, τα κινήματα και την τελική πορεία προς τη δημοκρατία. Είναι, όντως, εντυπωσιακό, όταν βλέπεις δίπλα δίπλα τα έργα καλλιτεχνών από τις τρεις χώρες, πόσο μοιάζουν μεταξύ τους και πόσο κοινή είναι η εμπειρία που μεταφέρουν, σημειολογικά, μέσα από την Τέχνη.
Η Τέχνη, που μιλάει λίγο για να πει πολλά, χρησιμοποιεί συχνά συμβολισμούς για να διαδώσει το μήνυμά της. Οι συμβολισμοί είναι ανατριχιαστικά όμοιοι στη συγκεκριμένη περίπτωση: Τα συρματοπλέγματα. Ο στρατός. Τα όπλα. Τα κενά βλέμματα στα πρόσωπα των δικτατόρων και τα γεμάτα αγωνία βλέμματα στα πρόσωπα των θυμάτων τους. Το αίμα των βασανισμένων. Οι ρουφιάνοι, οι συμβιβασμένοι και οι εξεγερμένοι, άνθρωποι όλοι τους χωρίς εθνικότητα, με μόνη κοινή πατρίδα την πλευρά που επέλεξαν.
Και βέβαια, τα κινήματα.
Η αφετηρία της κάθε τυρανίας είναι μοναχική. Οι άνθρωποι βρίσκονται ξαφνικά παγιδευμένοι μέσα σε μια κατάσταση που δυσκολεύονται να επεξεργαστούν, ασφυκτιούν καθένας μόνος του, κλεισμένοι στα σπίτια τους ή στις κάθε λογής φυλακές που φτιάχνει γι’ αυτούς το καθεστώς. Μετά, συνειδητοποιούν ότι η φυλακή είναι τελικά κοινή και η δράση αρχίζει να γίνεται συλλογική.
Η θεματολογία της έκθεσης το κάνει φανερό: η γυναικεία υπόθεση, η αντίδραση στον πόλεμο του Βιετνάμ, η ανάγκη για κοινωνικό εκσυγχρονισμό, το κίνημα για την ειρήνη, όλα αυτά έδρασαν ως παράλληλες ωθήσεις για τους λαούς που την ίδια εποχή οργάνωναν την πιο μαζική τους αντίδραση απέναντι στους τυράννους τους.
Το συμπέρασμα είναι αυτονόητο: Δεν υπάρχει αντίσταση χωρίς συλλογική και κινηματική δράση. Και αυτή είναι μια διαπίστωση που έρχεται σε τρομακτική αντίθεση με το σήμερα. Η απομόνωση, ο εγωκεντρισμός, η ψευδαίσθηση που σου δίνουν τα social media ότι αν μπεις σε αυτά και γράψεις κάτι «επαναστατικό» κάνεις αντίσταση, η περιχαράκωση του ατόμου έναντι του συνόλου, το βόλεμα τελικά, όλα αυτά θέτουν σε κίνδυνο τη Δημοκρατία.
Το βλέπουμε να συμβαίνει παντού γύρω μας. Η κουλτούρα του «εγώ», διαλύει το «εμείς» έως ότου όλα τα «εγώ» βρεθούν μόνα τους σε έναν αφιλόξενο και μοναχικό κόσμο, με τον Ντόναλντ Τραμπ ή κάποιον άλλον εγωπαθή νάρκισσο στη θέση του πλανητάρχη. Και τότε διαπιστώνεις ότι τελικά τα συλλογικά ζητήματα σε αφορούν περισσότερο από όσο πίστευες… αλλά είναι αργά.
Η έκθεση «Δημοκρατία», παρότι διάσπαρτη από τις εικόνες των σκοτεινών δεκαετιών του ευρωπαϊκού Νότου, καταφέρνει να διαπεράσει τα χρονικά και τοπικά όρια. Δεν ξέρω αν ήταν πρόθεση των διοργανωτών της να βάλουν τον κόσμο να σκεφτεί σε τόσο θεμελιώδη επίπεδα, αλλά σε κάθε περίπτωση η έκθεση το καταφέρνει. Καταφέρνει, αν το θέλεις και εσύ βέβαια, να σε βάλει σε σκέψεις. Για την ουσία αυτού του περιβόητου αγαθού που όλοι επικαλούμαστε αλλά ελάχιστοι αντιλαμβανόμαστε στο πλήρες εύρος και βάθος του. Για τους κινδύνους. Για τη συμμετοχή μας στη μια ή στην άλλη έκβαση των πραγμάτων.
Δεν ξέρω πώς τα βλέπουν όλα αυτά τα παιδιά –είδα αρκετά παιδιά στην έκθεση, αλλά αυτό από μόνο του δεν λέει πολλά– που μεγαλώνουν σε έναν κόσμο ο οποίος έχει κάπως ξεχάσει ότι η δημοκρατία είναι ένα εξαιρετικά εύθραυστο πράγμα. Θα είχε νόημα, νομίζω, τα σχολεία να πήγαιναν τους μαθητές τους σε αυτό το ταξίδι στη μνήμη. Ή και η ίδια η Πινακοθήκη να φρόντιζε ενεργά να τη δουν οι νέες γενιές.
Η μνήμη συχνά σώζει. Αρκεί να την κρατάς ζωντανή.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News