Η σκέψη μού ήρθε από την πρώτη στιγμή και νομίζω ότι δεν ήμουν η μόνη. Καθώς σκρολάριζα στα social, οι αναρτήσεις για τις πυρκαγιές στο Λος Αντζελες και για τη Γάζα κυλούσαν μπροστά μου η μία μετά την άλλη, σαν τρέιλερ από ταινία καταστροφής, με θέμα ένα «τερματικό συμβάν»· η Γη έχει καταστραφεί ολοσχερώς κι εμείς, με κάποιον περίεργο τρόπο, είμαστε θεατές στη δική μας εξαφάνιση.
Είναι, πράγματι, σαν εξωσωματική εμπειρία. Παρακολουθείς άναυδος αλλά ταυτόχρονα απαθής, «Comfortably Numb» που τραγουδούσαν και οι Pink Floyd, να εκτυλίσσονται μπροστά σου σκηνές απερίγραπτες. Τα drones σηκώνονται κατά εκατοντάδες και –όταν δεν σκοτώνουν– κινηματογραφούν μόνο όλεθρο και καμένη γη μέχρι εκεί που πιάνει το μάτι, το δικό τους και το δικό σου.
Στη μία περίπτωση, η καταστροφή είναι φυσική. Στην άλλη, ανθρωπογενής. Οι συγκρίσεις προφανώς και γίνονται και είναι ακόμη πιο φρικιαστικές από τα ίδια τα γεγονότα. Είναι μέρος του εθισμού μας στην καταστροφή: «Καλά να πάθουν οι Αμερικανοί, παίρνουν μια γεύση από την καταστροφή που προκάλεσαν». Χαιρέκακα, σχεδόν ηδονιστικά.
Πώς εξιλεώνεται το ένα κακό με ένα άλλο; Τι είδους δικαιοσύνη είναι αυτή; Τι είδους ανθρώπινη ηθική; Πώς «ρεφάρεις», ισοπεδωτικά και άσχετα, τον έναν όλεθρο με έναν άλλον; Ποιος εκδικήθηκε ποιον και με τι αποτέλεσμα;
Αν υπάρχουν κοινά της Γάζας με το Λος Αντζελες, αυτά δεν έχουν να κάνουν με καμία «θεία δίκη» και με καμία εκδίκηση. Εχουν να κάνουν με τον τρόπο που μάθαμε, πολύ σύντομα, να γινόμαστε απαθείς θεατές στον ανθρώπινο πόνο, στην απώλεια, στην αδικία, στοχευμένη ή τυχαία, να παρακολουθούμε σχεδόν με συγκατάβαση το ξήλωμα του ανθρώπινου νήματος. Μέχρι να μη μείνει τίποτε.
Το ξέρουμε πλέον πολύ καλά ότι εάν δεν συμβεί κάτι πολύ δραστικό, οδεύουμε, ως είδος, προς τον όλεθρο. Αν δεν μας προλάβει ο φυσικός, θα επέλθει πρώτα ο ηθικός.
Αισθάνομαι τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, πιο πολύ από ποτέ, ότι μας προετοιμάζουν για αυτό.
Κάθεσαι στο σπίτι σου, ζεστός, ήσυχος, ταϊσμένος και ασφαλής, αλλά ξέρεις ότι όλα αυτά είναι πλέον κάπως ψευδεπίγραφα. Η καταστροφή χτυπάει πόρτες αδιακρίτως, αύριο μπορεί να είναι η δική σου. Μπορεί να σε βαρέσει τυφώνας, κάποιος πρωτοφανής καύσωνας, μια ανεξέλεγκτη δασική πυρκαγιά, ή απλώς να βρεθείς στο μέσον ενός παράλογου (λες και υπάρχουν και λογικοί) πολέμου. Ολα αυτά δεν έχουν μέτρο πια, δεν έχουν όρια, ορμάνε επάνω σου με πανστρατιά.
Και παρότι πίσω από κάθε καταστροφή, φυσική ή ανθρώπινη, υπάρχουν απόλυτες εξηγήσεις, αναλύσεις, θεωρίες, ακόμη και τρόποι με τους οποίους θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί, τίποτε από όλα αυτά δεν δείχνει να έχει σημασία. Βλέπουμε το «κακό» να έρχεται και κοιτάμε από την άλλη. Ή, πιο πιθανά, κοιτάμε στο κινητό μας το άλλο «κακό», αυτό που συμβαίνει κάπου μακριά και ίσως αισθανόμαστε και κάπως τυχεροί που δεν είναι το δικό μας σπίτι κάπου εκεί στα χαλάσματα, που δεν είναι το δικό μας παιδί από κάτω.
Η παγκοσμιοποίηση της πληροφορίας μάς δημιούργησε μια κοινή συνείδηση για όσα συμβαίνουν στον πλανήτη· από τα χωριά της Πίνδου ως τα νησιά του Ειρηνικού, όλοι βλέπουμε τις ίδιες εικόνες και διαβάζουμε τα ίδια πράγματα. Αυτή η κοινή συνείδηση, όμως, αντί να μας κάνει να σκεφτόμαστε και με κοινό τρόπο, για το κοινό καλό, μας κλειδώνει όλο και περισσότερο στις προσωπικές και τοπικές – κοινωνικές μας μικροσφαίρες. Ενεργοποιεί το ένστικτο της επιβίωσης στην πιο ερπετοειδή μορφή του: ο θάνατός σου (της, του), η ζωή μου. Εγώ να επιβιώσω και όλοι οι άλλοι ας χαθούν. Κλείσε τα σύνορα να μην μπει ο τυφώνας…
Μέσα σε όλες αυτές τις αβεβαιότητες του θαυμαστού νέου κόσμου μας, μόνο ένα είναι απολύτως βέβαιο: Με αυτόν τον τρόπο δεν θα επιβιώσει κανείς. Ούτε οι δυστυχείς στη Γάζα ούτε οι πλούσιοι στο Λος Αντζελες, ούτε οι αμέτοχοι παραπέρα. Ούτε εμείς.
Ο εθισμός στον όλεθρο, η απάθεια μπροστά στη διάλυση, σκοτώνει τελικά τους ανθρώπους, αλλά πριν τους σκοτώσει κυριολεκτικά, έχει θανατώσει αυτό που μας κρατάει ζωντανούς ως είδος: την ανθρωπιά μας.
Χωρίς αυτήν, έτσι κι αλλιώς, δεν έχουμε και καμία ιδιαίτερη αξία.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News