Τα ηχεία του παραλιακού καφέ παίζουν μουσική, χαμηλά ευτυχώς, το αεράκι με φυσάει και ο φρέντο καπουτσίνο είναι δίπλα μου, παγωμένος, ποτισμένος με τη θαλασσινή αύρα. Αλλωστε, η θάλασσα είναι μπροστά μου, στα δέκα μέτρα. Αν θέλω, μπορώ να ρίξω και μια βουτιά.
Αλλά ας μην το παρακάνουμε. Εχω στήσει το λάπτοπ πάνω στο τραπέζι, που να το αφήνω ξέμπαρκο και να τρέχω για βουτιές. Θα τις κάνω μετά, όταν τελειώσω τη δουλειά. Γράφω το άρθρο που διαβάζετε. Χθες έγραφα κείμενα για διαφήμιση κλεισμένη στο καμαράκι του μπανγκαλόου, όπου παραθερίζω. Δεν έβλεπα θάλασσα, αλλά άκουγα το κύμα. Και αύριο θα γράψω άλλα άρθρα, για τουριστικό blog. Δεν ξέρω πού θα καθίσω να εργαστώ, ίσως στην παραλία, την ώρα που δύει ο ήλιος. Λίγη οθόνη, λίγη θέα, λίγο γράψιμο, λίγο αγνάντεμα, μεταξύ λέξεων και σημείων στίξης. Κάπως έτσι.
Ξέρω, ακούγεται ειδυλλιακό. Πιστέψτε με, δεν είναι τόσο. Σίγουρα είναι προνομιακό, δεν λέω. Αλλοι, δουλεύουν δεν δουλεύουν, είναι στις πόλεις, στον μπετόν αρμέ, στην μπίχλα, στα καυσαέρια. Εγώ τουλάχιστον δουλεύω δίπλα στο κύμα, μυρίζω θάλασσα, στα ενδιάμεσα κάνω μπάνια, πάω και για ένα ποτό στα beach bar, χαλαρώνω.
Χαλαρώνω; Περίπου, παράπονο δεν έχω. Χαλαρώνω, όσο μου επιτρέπει το bleisure.
Bleisure, από τις λέξεις business και leisure, δηλαδή δουλειά και ευχαρίστηση. Ενας νεολογισμός που περιγράφει μια, όλο και πιο δημοφιλή, τάση του τουρισμού. Λίγο η ανάγκη για εργασία που καταδιώκει τον σύγχρονο άνθρωπο και ο φόβος ότι δεν σε παίρνει να σταματήσεις τη δουλειά ούτε για δύο βδομάδες τον χρόνο, λίγο το ίντερνετ και το πανταχού παρόν WiFi, λίγο τα κινητά και οι συσκευές που κλείνουν το γραφείο σου σε μια οθόνη, η επαγγελματική και προσωπική ζωή αρχίζουν να μπερδεύονται.
Βάλε και τα παρεπόμενα του κορονοϊού και της καραντίνας φέτος, που έκαναν την εργασία από τον προσωπικό χώρο του εργαζόμενου το απόλυτο trend της εποχής, το αποτέλεσμα είναι το εξής: δεν απαλλάσσεσαι ποτέ από τη δουλειά. Θα τη χώσεις στη βαλίτσα, θα την ανεβάσεις σε πλοία για να τη μεταφέρεις στο νησί, θα τη βάλεις στο πορτμπαγκάζ και θα την πας στο χωριό.
Βέβαια, το bleisure, όταν εμφανίστηκε αρχικά στον τουριστικό χάρτη, άλλο πράγμα εννοούσε. Αφορούσε τον ταξιδιώτη ο οποίος ταξίδευε για επαγγελματικούς σκοπούς και έβαζε στο πλάνο του και ολίγη αναψυχή. Επαιρνε μαζί το ταίρι του, ξέκλεβε χρόνο για να επισκεφτεί ένα μουσείο, έκανε μια βόλτα σε κάνα αξιοθέατο της περιοχής, στην οποία τον οδηγούσε η εργασία του.
Υπάρχει όμως και η κατηγορία αντίστροφου bleisure, όπου εσύ οδηγείς την εργασία σου εκεί που πας. Δεν είσαι ο ταξιδιώτης που βάζει στο επαγγελματικό ταξίδι την αναψυχή, είσαι ο ταξιδιώτης που βάζει στο ταξίδι αναψυχής την εργασία. Εκείνη τουλάχιστον τη μορφή εργασίας που μπορεί να μεταφερθεί.
Νομίζω ότι σε αυτή την κατηγορία bleisure στριμώχνεται κόσμος και κοσμάκης. Τους βλέπεις από μακριά αυτούς τους εργαζόμενους ταξιδιώτες και παραθεριστές. Μιλάνε στα τηλέφωνα πηγαίνοντας πάνω-κάτω την παραλία, στέλνουν κάθε τρεις και λίγο μηνύματα και κάθονται επί ώρες μπροστά σε οθόνες, γράφοντας και διαβάζοντας (σαν εμένα, καλή ώρα). Είναι σε διακοπές, αλλά δεν είναι κιόλας. Ημι-χαλαρώνουν, το σωστό ρήμα που περιγράφει την κατάστασή τους, την κατάστασή μας.
Παράπονο δεν έχουμε, το ξαναλέω. Καλύτερα να ημι-χαλαρώνεις, απ’ το να μη χαλαρώνεις καθόλου. Καλύτερα να στήνεις το γραφείο σου στο χωριό, στη θάλασσα, στον καθαρό αέρα, καλύτερα να μιλάς σε πελάτες στο τηλέφωνο με το μαγιό, περπατώντας στην άμμο, καλύτερα να φτιάχνεις φορολογικές δηλώσεις στην αυλή ενός σπιτιού στο χωριό, καλύτερα να γράφεις μπροστά σε μια πισίνα ξενοδοχείου ή σε ένα παραλιακό καφέ.
Παράπονο δεν έχω. Δηλαδή μεγάλο παράπονο, ένα μικρό το έχω, για να είμαι απόλυτα ειλικρινής. Ωραία θα ήταν να μην είχα τίποτα να κάνω για δέκα μέρες. Το λένε και οι έρευνες. Ο άνθρωπος πρέπει να χαλαρώνει εντελώς, έστω για λίγο. Αυτό είναι το νόημα των διακοπών, να αδειάζουν το κεφάλι σου απ’ τις υποχρεώσεις.
Πώς φτάσαμε να τις παίρνουμε μαζί μας παντού; Τι πήγε στραβά, αλήθεια;
ΥΓ. Ο κύριος που μιλούσε πηγαίνοντας πάνω-κάτω την παραλία, είχε κοκκινίσει προσπαθώντας να εξηγήσει, σε έναν πελάτη μάλλον, κάτι σχετικό με την εφορία. Ισως ήταν λογιστής ή κάτι τέτοιο. Στο τέλος, έκλεισε το κινητό, το πέταξε με μανία στην πετσέτα και κίνησε προς τη θάλασσα μουρμουρίζοντας βρισιές. Το κινητό άρχισε να χτυπάει προτού προλάβει να βουτήξει και ο κύριος επέστρεψε να το σηκώσει λίγο πιο κόκκινος από πριν. Προφανώς, όχι απ’ τον ήλιο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News