Καθώς θα σβήνουν οι φωτιές (γιατί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα σβήσουν), θα περάσει και το καλοκαίρι, όλοι λίγο—πολύ θα επιστρέψουν στα άλλα προβλήματα τους και η πολιτική μας τάξη θα ετοιμάζεται για τις… επόμενες εκλογές.
Με την πολύμηνη αναστάτωση των πρόσφατων εθνικών εκλογών και την λύση της εκκρεμότητας της διακυβέρνησης, οι περισσότεροι έχουν ξεχάσει ότι σε δυόμισι μήνες περίπου, θα στηθούν και πάλι κάλπες.
Αυτή τη φορά για την τοπική αυτοδιοίκηση, σε μία αναμέτρηση πολύ διαφορετική από σχεδόν όλες τις προηγούμενες.
Γιατί είναι διαφορετική; Επειδή είναι στην ουσία εκτός πολιτικού κύκλου.
Οι πολιτικοί συσχετισμοί της περιόδου έχουν διαμορφωθεί το Μάιο και τον Ιούνιο, με τρόπο που δεν χωρεί παρερμηνείες και έτσι οι αυτοδιοικητικές εκλογές του φθινοπώρου δεν είναι όπως εκείνες του 2019. Δε εντάσσονται σε μία αλληλουχία αναμετρήσεων, από τις οποίες θα κριθεί κάτι στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, ούτε καν στο πεδίο των εντυπώσεων. Ο κάθε δήμαρχος και περιφερειάρχης θα κριθεί βασικά με γνώμονα τα κατορθώματα του ή τις αποτυχίες του και ο κάθε διεκδικητής με βάση τις προτάσεις και τις προσδοκίες που καλλιεργεί.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουν σημασία. Έχουν και μάλιστα υπό μία έννοια μεγαλύτερη, επειδή στο βαθμό που κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί στην Ελλάδα, θα είναι καθαρά εκλογές της αυτοδιοίκησης, η οποία κάποια στιγμή θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι επηρεάζει κατά μείζονα λόγο την δύσκολη καθημερινότητα των πολιτών.
Όλοι έχουν τις κατά τόπους μάχες που πρέπει να δώσουν. Και αν κατανοεί και αισθάνεται κανείς όπου κι αν βρεθεί στην Ελλάδα, ότι λίγη σημασία έχει για τους δημότες το «ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ ή ΠαΣοΚ», κάποιες αναμετρήσεις έχουν τη σημασία τους και τους συμβολισμούς τους.
Λεπτομέρεια: Στις εκλογές αυτές ισχύει και πάλι το όριο για την ανάδειξη του δημάρχου ή του περιφερειάρχη από την πρώτη Κυριακή. Και έχει αυξηθεί στο 43% (από 42% που ίσχυε πριν την διαλυτική παρένθεση της απλής αναλογικής που επέβαλε ο ΣΥΡΙΖΑ στις τελευταίες εκλογές της τοπικής αυτοδιοίκησης).
Τι σημαίνει αυτό;
Σημαίνει πολλά και ειδικά σε κάποιες αναμετρήσεις, όπως στο Δήμο της Αθήνας, στην Περιφέρεια Αττικής και στον Δήμο της Θεσσαλονίκης.
Στην Αθήνα, ο δήμαρχος Μπακογιάννης εμφανίζεται μεν ως φαβορί, αλλά στην ουσία αυτό ισχύει ελλείψει αντιπάλου — μέχρι στιγμής τουλάχιστον. Πρέπει λοιπόν να πιάσει το 43% για να ξεμπερδεύει, κάτι που δεν είναι και τόσο απλό, γιατί στην Αθήνα βασικά μόνο γκρίνιες ακούγονται: για τον ατυχή Περίπατο, για τα ξεραμένα φρεσκοφυτεμένα πλατάνια της Πανεπιστημίου, για τα βιαστικά έργα της τελευταίας στιγμής και την μαζική ταλαιπωρία μέσα στο κατακαλόκαιρο και για τις επικοινωνιακές πιρουέτες του δημάρχου.
Αν δεν πιάσει το 43% και αν ο ΣΥΡΙΖΑ και, κυρίως, το ΠαΣοΚ, που εξακολουθεί να έχει δομές στην αυτοδιοίκηση, κατεβάσουν κάποιους αξιόμαχους υποψηφίους, ο δεύτερος γύρος δεν είναι και τόσο βέβαιο ότι θα είναι περίπατος για τον Μπακογιάννη. Ή μπορεί και να είναι ένας περίπατος σαν τον άλλον, τον «Μεγάλο».
Κάτι αντίστοιχο ισχύει και στην Περιφέρεια της Αττικής. Ο Πατούλης δεν είναι και πολύ αγαπημένος με το Μαξίμου, αν θέλει κάτι να βρει κανείς για να γκρινιάξει έχει πολλές ευκαιρίες, και οι έμπειροι αυτοδιοικητικοί Γιάννης Σγουρός, με τη στήριξη του ΠαΣοΚ και Γιώργος Ιωακειμίδης (ανεξάρτητος—ανέντακτος της άλλοτε ανανεωτικής Αριστεράς), μπορούν να συσπειρώσουν δυνάμεις αλλά και να αναπτύξουν άλλες δυναμικές, αν απαιτηθεί δεύτερος γύρος.
Δεύτερος γύρος θα χρειαστεί σίγουρα στη Θεσσαλονίκη. Ο Κωνσταντίνος Ζέρβας, που πιθανολογείται με βεβαιότητα ότι θα στηριχθεί από τη ΝΔ, δεν έχει ενθουσιάσει, η δυναμική του είναι ασθενική και μάλλον θα χρειαστεί κάποιο θαύμα για να πιάσει το 43%. Ο, ας πούμε, αντάρτης της ΝΔ Γιώργος Ορφανός, δεν πάει για δήμαρχος αλλά τη ζημιά την κάνει, και οι υποψηφιότητες του «Μπουταρικού» Σπύρου Πέγκα και του «Βενιζελικού» Στέλιου Αγγελούδη, κονταροχτυπιούνται για τη δεύτερη θέση. Όλα συνεπώς θα κριθούν από το ποιος θα είναι στον δεύτερο γύρο και με ποιον θα συνεργαστεί.
Όπως είπαμε, όλα αυτά έχουν περισσότερο από ποτέ αυτοδιοικητικά χαρακτηριστικά. Ομως τον Μητσοτάκη προφανώς και βασικά τον νοιάζει να κερδίσει τις 12 + 1 (την Κρήτη του πασοκογενούς ανεξάρτητου Αρναουτάκη) Περιφέρειες. Σε κάποιες μάχες, κάποιοι θα χάσουν και κάποιοι θα κερδίσουν.
Τα συμπεράσματα θα είναι σίγουρα πολλαπλών αναγνώσεων και έπειτα όλοι θα συνεχίσουν για την επόμενη εκλογική αναμέτρηση, των ευρωεκλογών της άνοιξης του 2024. Εκεί πάλι, τα πράγματα θα είναι πολύ διαφορετικά.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News