Παλιά ήταν οι επιστολές, η αλληλογραφία. Χαρά μεγάλη όταν ερχόταν το γράμμα απ’ τα ξένα ή έστω μια κάρτα με ευχές, με δυο κουβέντες. Υγιαίνετε, σας φιλώ τον καθένα ξεχωριστά, εύχομαι ταχείαν αντάμωσιν. Ενα ολόκληρο, έως και τυποποιημένο, λεκτικό, που προσπαθούσε να κρύψει με χίλιες προφυλάξεις πίσω απ’ τις λέξεις το τρεμάμενο χέρι του αποστολέα ή το βούρκωμα του παραλήπτη.
Κάποια φωτογραφία εσώκλειστη στο φάκελο ερχόταν ν’ αλαφρύνει το βάρος, να ημερώσει την έγνοια. Συνήθως ήταν στημένη, κοστουμαρισμένη, Κυριακάτικη και καθησύχαζε αυτές κι αυτούς που πίσω έμεναν: ο ξένος είναι καλά εκεί, αντέχει, τα καταφέρνει. Βέβαια εκείνος ο ανίκητος αλήτης, ο χρόνος –ρυτίδες, γκριζάρισμα, βλέμμα- έμπαινε ύπουλα κι απρόσκλητα με τον καιρό, σιγά σιγά, στο κάδρο. Κάποια γράμματα και κάποιες φωτογραφίες, από τύχη και μόνο άντεξαν μέχρι σήμερα. Με κιτρινισμένο σώμα πια, διέσωσαν στιγμές και βλέμματα και σε κάποιο συρτάρι υπάρχουν, για να μαρτυρούν.
Μετά πήραν φωτιά τα τηλέφωνα. Κυριακές απόγεμα ή 12 και κάτι, μετά το Χριστός Ανέστη ή στην αλλαγή του χρόνου, αφού υπολογιστεί καλά η διαφορά της ώρας. Πιο άμεση η επικοινωνία αλλά πιο ύπουλο πράγμα ο ήχος, η φωνή, ακόμη και μέσα από το ακουστικό. Ακούγονταν οι παύσεις, το κόμπιασμα, η αλλαγή του τόνου, το σπάσιμο της χροιάς… Κι αν μόνο ακούς και δεν βλέπεις, αρχίζεις και υποθέτεις και κάνεις σενάρια και φαντάζεσαι, μέχρι και να τρελαθείς μπορείς. Έπεα πτερόεντα όμως: τόσες και τόσες συνδιαλέξεις, τυπικές, ανάλαφρες ή και δραματικές, δεν γινόταν να καταγραφούν και τίποτα δεν άφησαν πίσω τους, τίποτα πια δεν μαρτυρούν. Ούτε γέλιο ούτε δάκρυ.
Και να που ήρθε η ώρα του αμείλικτου, η εποχή της εικόνας, η αυτοκρατορία του skype. Ο καθένας και μια κάμερα. Ζωή σε απ’ ευθείας μετάδοση, αν το θες. Στην οθόνη του λαπτόπιου ο κόσμος όλος. Και εκεί αυτοπροσώπως, με σάρκα και οστά, σε εικόνα ίσως τρεμάμενη αλλά αρκετά ευκρινή, ο απών ή η απούσα, το ξενάκι. Μέσω skype μάνες λένε το «ζακέτα να πάρεις», αδέρφια αλληλοπειράζονται, γιαγιάδες και παππούδες γνωρίζουν τα εγγόνια τους.
Αλλά πώς να εξοβελίσεις την έλλειψη και την απουσία, πώς να διαχειριστείς το φούσκωμα, πώς να ξεπεράσεις τη μη αφή, να εξοικειωθείς με τη μη όσφρηση και να αρκεστείς στην όραση και την ακοή; Η αμείλικτη εικόνα όλα τα μαρτυράει και η γλώσσα του σώματος άθελα και ακούσια θα φανερώσει πως, όσα κι αν καταφέρει η τεχνολογία, καμιά απόσταση δεν καταργείται, καμιά απουσία δεν αναπληρώνεται, κανένα κενό δεν γεμίζει.
Η φίλη μου η Β. προχθές το βράδυ, μόλις καλόπεσε το σκοτάδι, μας αποχαιρέτησε βιαστικά κι απρόοπτα. «Έχω skype με το παιδί» είπε –με το καμάρι της, τον νεομετανάστη στην Εσπερία. Αφησε κάτι ψιλά για το ρεφενέ και καθώς φορούσε το πανωφόρι της, έριξε το αναπάντεχο: «Ασε που πρέπει να κάνω και πρόβα φωτισμού στο μπαλκόνι μέσα στη νύχτα για τη Μεγάλη Βδομάδα. Μου ζήτησε να δει μέσω skype τον Επιτάφιο, καθώς θα περνάει από τον δρόμο μας».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News