Κάποια χρόνια πριν, ένας πολιτικός που έγραφε στο «Βήμα της Κυριακής» με ψευδώνυμο είχε σχολιάσει ένα χαρακτηριστικό φαινόμενο της καθημερινής ελληνικής γλώσσας με ένα ανέκδοτο: Ηταν, λέει, κάποια βαφτίσια, όπου δεν είχαν καταφέρει να συμφωνήσουν στο όνομα του μπέμπη οι γονείς. Έτσι, όταν έφτασε η στιγμή και λέει ο παπάς «Βαφτίζεται ο δούλος του Θεού»…, ο πατέρας λέει «Γεώργιος» και η μητέρα «Νικόλαος». Τότε λοιπόν ο παπάς διακόπτει και τους λέει, «γιατί μαλώνετε; Αφού στην Ελλάδα όλοι μ@λ@κα θα τον φωνάζουν!».
Και βέβαια όλοι ξέρουμε πως αυτό είναι μια μεγάλη αλήθεια, αφού εδώ και χρόνια όχι μόνο τα αγόρια αλλά και τα κορίτσια απευθύνονται σε όλους (με ελάχιστες εξαιρέσεις) με αυτή την προσφώνηση ανεξαρτήτως φύλου (για τον οποίο όρο επιφυλάσσομαι σε επόμενο κείμενο). Μάλιστα, το πιο ενδιαφέρον είναι ότι κανείς δεν αισθάνεται προσβεβλημένος όταν τον προσφωνούν «μ@λακ@» οι φίλοι, γνωστοί και όχι μόνον. Γιατί το νόημα της γλώσσας δεν παράγεται μόνο από τις λέξεις αλλά και από το πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτές εκφέρονται και αυτό ευτυχώς το καταλαβαίνουν όλοι οι συμπολίτες μας ως αυτονόητο, παρά τις αυξανόμενες ελλείψεις στη γραμματική.
Φαίνεται όμως ότι δεν συμβαίνει παντού αυτό.
Πρόσφατη είναι η είδηση πως η Μπιγιονσέ (Beyoncé) θα ηχογραφήσει εκ νέου ένα από τα τραγούδια του νέου της δίσκου «Renaissance» επειδή περιέχει στους στίχους τη λέξη «spaz» η οποία στα Αγγλικά της Βετανίας έχει χρησιμοποιηθεί ως υποτιμητικός όρος για άτομα με σπαστική εγκεφαλική παράλυση. Σημειώνω πως στους στίχους δεν περιέχεται η παραμικρή προσβολή σε ΑΜΕΑ και επιπλέον στην Αμερική, όπου βγήκε το τραγούδι η λέξη αυτή έχει μία πολύ πιο γενική έννοια, όπως «φρικάρω» ή «τρελαίνομαι», με την οποία και χρησιμοποιήθηκε.
Αυτά όμως είναι ψιλά γράμματα στην εποχή της πολιτικής ορθότητας. Μία υπέρμαχος των δικαιωμάτων των ατόμων με αναπηρία δήλωσε στο BBC πως «όταν οι θαυμαστές άκουσαν το κομμάτι της Μπιγιονσέ ένιωσαν σαν ένα χαστούκι στο πρόσωπο». Μάλιστα έγινε η ίδια ιστορία με την ίδια λέξη πριν λίγες εβδομάδες με ένα τραγούδι της Lizzo, μίας άλλης ποπ τραγουδίστριας, η οποία τότε ζήτησε συγγνώμη. Στο ίδιο μήκος κύματος, ο επικεφαλής επικοινωνίας της φιλανθρωπικής οργάνωσης Scope μίλησε για ένα αίσθημα déjà vu αφού πριν λίγες εβδομάδες η Lizzo χρειάστηκε να επανακυκλοφορήσει ένα τραγούδι της επειδή είχε την ίδια «προσβλητικά γλώσσα».
Εδώ λοιπόν έχουμε μία χαρακτηριστική περίπτωση αυτολογοκρισίας απέναντι σε μία κατηγορία πως κάποιοι ΑΜΕΑ αισθάνθηκαν προσβεβλημένοι από το άκουσμα μίας λέξης σε μία πρόταση που δεν αναφερόταν σε αυτούς, κατηγορία επομένως που δεν θα έστεκε απέναντι σε κανένα δικαστήριο. Εδώ είναι που ταιριάζει η μισή από την περίφημη φράση του Λορέντζου Μαβίλη «δεν υπάρχει χυδαία γλώσσα». Βέβαια, το άλλο μισό της φράσης «υπάρχουν μόνο χυδαίοι άνθρωποι» εδώ θα έπρεπε να αντικατασταθεί από το «υπάρχουν κάποιοι έτοιμοι να προσβληθούν, ακόμα και χωρίς πραγματική αιτία».
Σε αυτό το σημείο ταιριάζει απόλυτα ένα σχόλιο που έγραψε κάποιος στο FB του περιοδικού Rolling Stone κάτω από την ανάρτηση που ανέφερε αυτό το περιστατικό με το τραγούδι της Μπιγιονσέ, «το να προσβάλλεσαι δεν είναι κάποιο δικαίωμα είναι μία επιλογή (δική σου)!».
Και, όπως είδαμε η δικαιολογητική βάση για την θεμελίωση του αισθήματος της προσβολής ήταν στη συγκεκριμένη περίπτωση (και στις άλλες παρόμοιες) μία θεώρηση της γλώσσας, ως παράθεσης ανεξάρτητων λέξεων, όπου κάθε μία έχει το δικό της νόημα. Δηλαδή, το νόημα δεν προκύπτει μέσα από τη σύνθεση των εννοιών των λέξεων, διαμέσου της γραμματικής, του συντακτικού σε προτάσεις και κατόπιν των προτάσεων σε λόγο, αλλά από κάθε λέξη χωριστά.
Αυτή η τάση της πολιτικής ορθότητας που γενικεύεται, μπορεί μεν να έχει προέλθει από «προοδευτικές κοινωνικές ομάδες» οδηγεί όμως, με βάση τα προηγούμενα, σε πολιτισμική οπισθοδρόμηση, η οποία συμπεριλαμβάνει και τον νομικό πολιτισμό, αφού μπορεί η απλή αίσθηση ότι κάποιος προσβάλλεται ακόμα και αν είναι επί της ουσίας αναιτιολόγητη, να δημιουργεί αποτέλεσμα, όπως η λογοκρισία εν προκειμένω.
Από μία άλλη πλευρά θα μπορούσαμε να δούμε τη διαφορά ενός εμπορικού προϊόντος μαζικής κουλτούρας όπως είναι οι δίσκοι της Μπιγιονσέ από τα πρωτοποριακά έργα τέχνης των οποίων οι δημιουργοί και όντως προκαλούσαν την αισθητική των συγχρόνων τους, και δεν έκαναν πίσω στις επιλογές τους. Εδώ αντίθετα, η αλλαγή του στίχου δεν έχει καμία επίπτωση στο όποιο αισθητικό αποτέλεσμα, ενώ αυξάνει το δυνάμει αγοραστικό κοινό. Ετσι, η Μπιγιονσέ με την ομάδα της κινήθηκαν απέναντι στο πρόβλημα, ακολουθώντας την κατά Παρέτο αριστοποίηση (για να θυμηθούμε και τα οικονομικά μας). Αλλάζοντας το στίχο δεν έχασαν τίποτα, ενώ αύξησαν το κοινό τους, έτσι βρέθηκαν σε καλύτερο συνδυασμό από τον αρχικό. Μόνο που εδώ το «αόρατο χέρι» της αγοράς δεν μετατρέπει το ατομικό όφελος σε κοινωνικό. Η γενίκευση της λογοκρισίας και μάλιστα με ρευστούς κανόνες, όπως επιβεβαιώθηκε με το παράδειγμα του τραγουδιού της Μπιγιονσέ, μας υποδεικνύει πως ο τίτλος του δίσκου της είναι παραπλανητικός. Ακόμα κι αν δεν ακούμε ποπ (όπως κι εγώ που σας γράφω τώρα) θα ήταν διορατικό να βλέπαμε πως στη θέση του «Renaissance», ένα άλλο αόρατο χέρι, αυτό της πολιτικής ορθότητας έχει γράψει «Dark Ages».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News