Η σχολική διαρροή, αν και δεν αποτελεί συχνά αντικείμενο δημόσιας συζήτησης, αποτελεί ένα από τα μείζονα προβλήματα του εκπαιδευτικού μας συστήματος που αποκαλύπτει ταυτόχρονα το έλλειμμα στην πολιτική παιδικής προστασίας στη χώρα μας. Είναι ένα ζήτημα που υπερβαίνει τα τμήματα του πληθυσμού που θα μπορούσαν να συνδεθούν με αυτό, αλλά –σύμφωνα με επίσημα στοιχεία– συνιστά μια κρυφή κοινωνική πληγή, της οποίας η αποκάλυψη ξαφνιάζει.
Ενδεικτικά, σύμφωνα με την έκθεση αποτύπωσης της μαθητικής διαρροής στην Ελληνική Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια εκπαίδευση για την περίοδο 2014-2017 του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, η Κρήτη και το Νότιο Αιγαίο είναι ταυτόχρονα περιφέρειες της χώρας με υψηλό κατά κεφαλήν ΑΕΠ, αλλά και υψηλά επίπεδα μαθητικής διαρροής. Ακριβώς, λοιπόν, λόγω του οριζόντιου γεωγραφικά και κοινωνικά χαρακτήρα του προβλήματος, απαιτούνται και οριζόντια μέτρα για την αντιμετώπιση του.
Με το νομοσχέδιο του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων που ξεκίνησε να συζητείται χθες Δευτέρα στη Βουλή θεσπίζεται για πρώτη φορά επίδομα γέννησης και, παράλληλα, επικαιροποιούνται οι όροι χορήγησης τριών βασικών επιδομάτων συνδέοντάς τα με την παρακολούθηση των μαθητών στο σχολείο: εισάγεται για πρώτη φορά ως προϋπόθεση για τη χορήγηση των επιδομάτων στέγασης, παιδιού και ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, η επαρκής και τεκμηριωμένη φοίτηση των παιδιών στην υποχρεωτική εκπαίδευση.
Αποτελεί αυτονόητη απαίτηση για κάθε σύγχρονο κράτος να διασφαλίζει ότι οι δικαιούχοι κοινωνικών παροχών τηρούν το στοιχειώδες περιεχόμενο της γονικής μέριμνας. Για να το πούμε απλά, ότι οι γονείς στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο. Οσα επιδόματα και να χορηγήσει το κράτος, χωρίς τη διασφάλιση της παροχής κατάλληλης εκπαίδευσης, ο στόχος της άμβλυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων και της προώθησης της κοινωνικής κινητικότητας είναι εκ των πραγμάτων ανεκπλήρωτος.
Ολα αυτά είναι προφανή και αυτονόητα. Ισως όμως όχι για όλους. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής, η αξιωματική αντιπολίτευση ισχυρίστηκε πως αυτή η διασύνδεση της επαρκούς φοίτησης των ανήλικων μελών μιας οικογένειας με τη χορήγηση κοινωνικών επιδομάτων υποκρύπτει διάθεση περιορισμού των δημόσιων δαπανών, μέσω του δήθεν περιορισμού του αριθμού των δικαιούχων. Ο ισχυρισμός αυτός είναι, στην πλέον γενναιόδωρη των περιπτώσεων, επιεικώς ευτελής. Ο στόχος της διασύνδεσης των επιδομάτων με την επαρκή φοίτηση αποσκοπεί στην ενθάρρυνση των γονέων να στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο, να φροντίζουν, ώστε αυτά να αποκτήσουν τα αναγκαία εφόδια και να διευρύνουν τους ορίζοντές τους. Ούτε στον περιορισμό των δικαιούχων ούτε στη μείωση της δημόσιας δαπάνης. Καμία οικογένεια με παιδί που αντιμετωπίζει μαθησιακές δυσκολίες ή προβλήματα υγείας δεν αποκλείεται. Ο εκφοβισμός των πολιτών είναι για μια ακόμα φορά στο δημόσιο διάλογο το «επιχείρημα» της αξιωματικής αντιπολίτευσης η οποία προβάλλει την αδιαφορία της Πολιτείας απέναντι στο δικαίωμα των παιδιών στην εκπαίδευση ως κάτι «φιλολαϊκό» παρά ως ένα κοινωνικό πρόβλημα που αναζητά λύση.
Τα παιδιά που αποστερούνται του αγαθού της εκπαίδευσης είναι οι εν δυνάμει κοινωνικά αποκλεισμένοι του αύριο. Η ανεπαρκής φοίτηση στο σχολείο οδηγεί σε βάθος χρόνου στην ανεργία, την επισφαλή ή χαμηλόμισθη εργασία και τη διαιώνιση της κοινωνικής περιθωριοποίησης. Ένα τέτοιο μέλλον δεν αξίζει σε κανένα παιδί. Όσοι πιστεύουμε στις δυνατότητες της κοινωνίας να διεκδικήσει ένα καλύτερο αύριο και έχουμε την ευθύνη αποφάσεων που την επηρεάζουν, δεν μπορούμε παρά να έχουμε πάντα στο μυαλό μας τη φράση των γονιών μας και των παππούδων μας: μάθε, παιδί μου, γράμματα.
* Η Δόμνα Μιχαηλίδου είναι υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, αρμόδια για θέματα Πρόνοιας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News