Πριν από μερικές ημέρες πήγα για πρώτη φορά στη νέα Εθνική Πινακοθήκη. Επειδή είμαι αρκετά μεγάλος για να ξέρω ότι δεν πηγαίνεις σε ένα μουσείο «για να το δεις», με αποτέλεσμα να μη βλέπεις τίποτα, πήγα ειδικά για να δω την έκθεση για τα 200 χρόνια από το 1821 που φιλοξενείται στον πρώτο όροφο του μουσείου. Ηταν εντυπωσιακή, όχι για τη σπουδαιότητα των έργων της στην παγκόσμια τέχνη, αλλά για τη σημασία που έχουν για κάθε Ελληνα. Γενιές Ελλήνων μεγάλωσαν βλέποντας τους πίνακες του ’21. Το να διαπιστώνεις ότι αυτό που ατελείωτες μέρες χάζευες στους τοίχους του Δημοτικού και στα τετράδια στο θρανίο, τώρα το βλέπεις αυθεντικό, είναι εμπειρία. Το θέμα, όμως, δεν είναι η συγκεκριμένη έκθεση, αλλά η Πινακοθήκη ως κτίριο.
Οχι από την άποψη του φωτισμού, που είναι μια χαρά, αλλά από την εικόνα που το κτίριο προβάλλει. Ας πούμε ότι είσαι ξένος και έρχεσαι πρώτη φορά στην Ελλάδα και σε πάνε στο Αρχαιολογικό Μουσείο, στο Νομισματικό Μουσείο και στην Εθνική Πινακοθήκη και μετά σου λένε: «Ενα από αυτά είναι γραφείο ασφαλιστικής εταιρείας». Υπάρχει η παραμικρή περίπτωση να μην πεις ότι είναι η Πινακοθήκη;
Το ωραιότερο σημερινό δημόσιο κτίριο είναι αμφίβολο αν έχει το μεγαλείο και την προσοχή στη λεπτομέρεια με ένα αντίστοιχο κτίριο της Δύσης του 19ου αιώνα. Οι προηγούμενες γενιές, όταν σκέφτονταν τι θα αφήσουν στις μελλοντικές, δεν σκέφτονταν την οικολογία αλλά την αρχιτεκτονική. Το δημόσιο κτίριο ήταν στην Ιστορία. Χτιζόταν για να χρησιμοποιείται 100-200 ή περισσότερα χρόνια και όχι για να γίνει μετά από κάποιες δεκαετίες μερικοί τόνοι παλιοσίδερα και γυαλί που περιμένουν κάποιον να τα σηκώσει. Το θέμα δεν θα είχε τόσο μεγάλη σημασία αν δεν ήταν παγκόσμια τάση.
Σαν κανόνας, πέραν της αισθητικής, τα δημόσια κτίρια δίνουν πλέον την αίσθηση του εφήμερου. Κτίρια που χτίζονται περισσότερο για τους αρχιτέκτονές τους και λιγότερο για την Ιστορία. Στην Ελλάδα σήμερα δεν υπάρχουν ένας Πικιώνης ή ένας Κωνσταντινίδης για να προτείνουν κάτι διαφορετικό. Οπότε, το «μία, δύο, τρεις πολλές πινακοθήκες» προβλέπεται να είναι το σύνθημα. Οι οποίες, αν είναι τουλάχιστον χρηστικές, αντέχονται. Το θέμα, όμως, είναι να διατηρηθούν τα δημόσια κτίρια με διαχρονική αξία που υπάρχουν.
Οπως το 1964 ο Λίντον Μπ. Τζόνσον είχε κηρύξει τον «Πόλεμο κατά της φτώχειας», ο Κυριάκος Μητσοτάκης να κηρύξει τον «Πόλεμο κατά της εγκατάλειψης των δημοσίων κτιρίων». Μπορεί σήμερα το κράτος να μην μπορεί να χτίσει ένα νέο Αρχαιολογικό Μουσείο, ένα Πολυτεχνείο ή μία Τράπεζα της Ελλάδος, αλλά τουλάχιστον μπορεί να τα διατηρήσει. Να ασχοληθεί με προσθήκες ή ζημιές που δημιουργήθηκαν με τον χρόνο και προσβάλλουν την αισθητική ιστορικών κτιρίων, δείχνοντας ότι αν υπάρχει η δυνατότητα να χτιστεί κάτι καινούργιο, μπορεί να συντηρηθεί κάτι παλιότερο.
Ενας τομέας που δεν είναι το φόρτε των κυβερνήσεων στην Ελλάδα. Η ημέρα που εγκαινιάζεται κάτι, είναι η ημέρα που εγκαταλείπεται στην τύχη του. Χρειάζεται ένα πρόγραμμα από «πολλά, μικρά έργα συντήρησης» στη λογική της ψηφιακής πολιτικής του Πιερρακάκη, που θα κάνει τη ζωή των πολιτών πιο όμορφη.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News