Ενας άφοβος φοβισμένος Νιόνιος
Ενας άφοβος φοβισμένος Νιόνιος
Και ποιο χωριό της Τήνου να ξεχωρίσω; Αλλά το Σμαρδάκιτο, έτσι όπως νύχτα διασχίζω τις πικροδάφνες του και είναι όλα έρημα και τα δημοτικά φώτα τσιγκούνικα και καταλήγω σε κείνη την καθολική εκκλησία του Αγίου Αντωνίου, όπου μπαίνοντας, αριστερά της εισόδου της, έχει εκείνο το παλιό, ξύλινο εξομολογητήριο, αδυσώπητα εμφανώς. Με δυο ασφυκτικούς χώρους, έναν για τον ιερέα και έναν για τον εξομολογούμενο, με ένα κουρτινάκι ανάμεσά τους σε παραθυράκι.
Διαβάζοντας την αυτοβιογραφία του Διονύση Σαββόπουλου, με τίτλο «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα», από το αγαπημένο μου τραγούδι «Πρωτοχρονιές του ραδιοφώνου», ασυναίσθητα ταξίδεψα σε κείνο στο εξομολογητήριο, εκείνης της εκκλησίας. Ηταν νύχτα, και είχε ησυχία και ερημιά, και τον άκουσα να ψιθυρίζει τα μέσα του. Κι εγώ στάθηκα αμήχανη ως προς το τι απόσταση να κρατήσω. Από μια συνειδησιακή, ντροπαλοσύνης διακριτικότητα, τόσο που τα εξομολογήθηκε, όλα για όλα!
Απνευστί διάβασα το βιβλίο του. Και ξέρετε τι αναρωτήθηκα πολλές φορές μέσα μου; Αραγε είναι τόσο άφοβος αληθείας, πάντα ήταν, αλλά και συγχρόνως τόσο φοβισμένος, πλέον, ίσως απέναντι σε έναν συμπαντικό θεό συνείδησης που καραδοκεί; Τόση δοσολογία αλήθειας! Στο ένα δωματιάκι εκείνος, στο άλλο ποιος; Εμείς; Ή ο εαυτός του ο ίδιος; Ο Νιόνιος στον Νιόνιο;
–«Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα κι εμείς τους δίνουμε το σχήμα». Οντως. Και η τέχνη; Τι νομίζεις; Αέρας! Και του δίνει ο καθένας σχήμα. Τι είναι η μουσική; Αέρας. Τι είναι το άσπρο χαρτί για τη γραφή; Πώς στο χάος των λέξεων διαλέγεις λέξη τη λέξη; Πώς να οργανώσεις μια τόσο γεμάτη ζωή σε αυτοβιογραφία; Δεν είναι μαγευτικά μαγική η τιθάσευση αυτή!
-Δεν θα με ξεμυαλίσει με τις σαγηνευτικές ιστορίες του ο Νιόνιος ώστε να αναφερθώ σε αυτές. Οχι. Αυτά θα τα διαβάσετε, σίγουρα κι εσείς απνευστί, σας πάω στοίχημα. Θα σταθώ στον τρόπο γραφής του. Στον ιδιοφυή, «Σαββοπουλικό» τρόπο που επέλεξε να γράψει τη αυτοβιογραφία του. Είναι κινηματογραφική η γραφή του, χόρτασα «έργα» και «έργα», συμμετείχα, γέλασα πολύ, ένιωσα πολύ, ντράπηκα και μικροαμαρτίες του, ζήλεψα για παρέες του. Ωραία ζήλεψα. Γράφει, γράφει, πετάει ένα σωρό, δήθεν ακατάστατα, άχρονα, μπρος – πίσω, μέλλον, παρόν, παρελθόν, ατσούμπαλα, όπως οι κινήσεις του επί σκηνής, μα, μετά, με έναν δικό του τρόπο ενώνονται όλα. Είναι μαγευτικά μαγικός τρόπος!
Πώς αρχίζει; «Την πρώτη φορά που χάθηκα», γράφει, και κατευθύνει στο μεγαλείο του λόγου, της γλώσσας, της έκφρασης. Το χιούμορ διεισδύει παντού σκαμπρόζικα, παιχνιδιάρικα. Ολη η ζωή του ένα καθοριστικό «Χάθηκα», μα τσουπ! Πάντα βρίσκεται. Εύκολο το έχεις να είσαι καλλιτέχνης; Να πορεύεσαι αντίθετα σε ρεύματα. Να σκέφτεσαι έξω από το κουτί έχοντας μελετήσει το κουτί; Ενας, απέναντι, κυρίως, στην πιο συντηρητική ομάδα ανθρώπων, που είναι οι έλληνες καλλιτέχνες. Δεν είναι η διατύπωσή μου λάθος. Το πιστεύω ακράδαντα.
Ο Νιόνιος είναι υγιής αναρχικός. Αντεχε και αντέχει να φέρει τη θέση του. Σελίς 56, «Πριν, αν ήσουν αριστερός, δεν έβγαζες ούτε άδεια αυτοκινήτου. Τώρα, αν δεν ήσουν αριστερός, δεν έβγαζες ούτε γκόμενα». Υπάρχει και μια άλλη παράγραφος, σελίς 66. «Ο Αλκης ο Σαχίνης, πού ξενυχτούσαμε μαζί τον Λαμπράκη έξω από το ΑΧΕΠΑ, μού ’λεγε “Τι θα κάνουμε, τι θα κάνουμε;”. “Θα γίνουμε αληθινοί” αποφάνθηκα». Τόσο που έχω βαρεθεί το μότο των σύγχρονων «Σημασία έχει να είσαι αληθινός», κυρίως από βουτηγμένους σε μανιέρες. Ο Σαββόπουλος δεν καταδέχτηκε να μην είναι αληθινός. Γενναία, μαρτυρικά, εν τω βάθει cool ως συνήθεια. Πληρώνοντας στο «ταμείο» το τίμημα. OΚ. Εύκολο το έχετε; Εχει αναταράξεις… Από το «Σταύρωσον» στο «Ωσαννά» και τούμπαλιν. Βέβαια, είχε πλάτες στήριξης και υποστήριξης. Εξυπνα το χειρίστηκε.
Οπου «πλάτες», ο σταθερός καθρέφτης του, τα μάτια μιας γυναίκας «Κοντεύουμε εξήντα χρόνια παντρεμένοι». Το τερμάτισε αναρχικός!.. (Το εννοώ, αλλά είναι θέμα για άλλο κείμενο). Διαβάζοντας την αυτοβιογραφία του μελετάς τη ζωή μας, την πολιτική, την κοινωνική διαδρομή της χώρας μας, την τέχνη, τον ερωτισμό… Τη μεγάλη ιστορία και τη μικροϊστορία που, κατά τη γνώμη μου, είναι εντιμότερος καταδότης της αλήθειας κάθε γενιάς. Τις σχέσεις με τους γονείς του, τις σχέσεις με τα παιδιά, τον γάμο, τη φιλία, τις ατιμίες της νιότης… Δεν υπάρχει τομέας της ζωής που να μην τον φωτίζει.
Παρεμπιπτόντως, για τη σχέση του με τις γυναίκες λάτρεψα τη σελίδα 122, που μιλάει για έναν πρωτοέρωτα. Μα πόσο χαριτωμένα ξεγυμνώνεται! Τσίτσιδος, ως εκείνα τα παλαιικά παιδάκια που τα πήγαιναν στη θάλασσα με το άσπρο βρακάκι τους που είχε ξεχειλωμένο λάστιχο… Τόσο «παιδί» που έχει η συμπεριφορά του προς το κορίτσι του. Αντίστοιχα, από σελίδα 259 έως 266, λάτρεψα πόσο λεπτεπίλεπτα θαρραλέα ανοίγει το κεφάλαιο πίστη και απιστία. Ανοίγοντας τα χαρτιά, τα δικά του αλλά και της συντρόφου του.
Πολύ ενδιαφέρουσα και αυτή η εξομολόγηση. Κάθαρση. Μέχρι «Αυτό το φως, αυτή τη δυνατότητα, δεν θέλω να τη χάσω με τα παιδιά μου. Μη χάσουμε την ευκαιρία. Να ανοιχτούμε με τον μεγάλο και τον μικρό όπως με την Ασπα εκείνο το μακρινό καλοκαίρι. Ν’ ανοίξουμε πια τα φτερά μας και να πετάξουμε πριν χωριστούμε για πάντα». Και κλείνει το βιβλίο, «Μαζί σας θα είμαι και φέτος. Δεν χανόμαστε εμείς. Ασε που και να χαθούμε, θα ανταμώσουμε εκεί πάνω, να κοιμόμαστε και να κοιμόμαστε, και ένα εγερτήριο να έχουμε μονάχα: το σάλπισμα της γιορτής».
Ωραίος, ενδιαφέρων άνθρωπος. Ιδιοφυής. Η γνωριμία με τέτοιους ανθρώπους είναι σάλπισμα γιορτής. Πόσους Σαββόπουλους είχαμε και έχουμε την τύχη να συντροφέψουν τη ζωή μας, να μας γιατροπορέψουν; Ο,τι καταλάβαμε, καταλάβαμε… Εχουμε χρόνο, μέχρι την αναχώρησή μας από τούτη τη γη που την πατάμε, να εντρυφούμε όλο και περισσότερα στον Νιόνιο. Και με το βιβλίο του έχουμε και έναν μπούσουλα. Ολο το έργο της καλλιτεχνίας και της ζωής του, δώρο, από εκείνον. Τέχνη είναι και ο τρόπος με τον οποίο ζει κανείς.
«Διαδηλώσεις είχαμε σχεδόν κάθε μέρα. Μια-δυο φορές πήγα κι εγώ να διαδηλώσω. Αμήχανα έστω. Δεν μπορώ να ενωθώ, ενώ αυτό λαχταρώ: να εκχωρήσω τον εαυτό μου. Δεν μπορούσα. Ακουγα τη φωνή μου, που πάσχιζε να ενωθεί με τις άλλες φωνές και μου φαινόταν ξένη, αχώνευτη, αναφομοίωτη. Δυσκολεύομαι να αφεθώ. Γενικά το λέω». Εννοείται… Γενικά. Ο Διονύσης Σαββόπουλος θέλει χρόνο μελέτης… Ζωή να ’χουμε! «Ετσι κι αλλιώς, στο τέλος όλοι θα σε κρίνουν, όχι από αυτά που ξέρεις, αλλά από αυτά που μπόρεσες». Αξιοζήλευτο το πόσο πολλά μπόρεσε… Αντοχές που τις είχε!
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
Γράψτε σχόλιο στο: Ενας άφοβος φοβισμένος Νιόνιος
Παρακαλούμε, εισάγετε σχόλια μόνο σχετικά με το θέμα. Σχόλια με υβριστικό περιεχόμενο ή με περιεχόμενο που έρχεται σε αντίθεση με τις οδηγίες και τους όρους χρήσης του protagon.gr δεν θα δημοσιεύονται.Το email σας δεν θα εμφανίζεται.