Αν την 1η Ιανουαρίου 2023 έλεγε κάποιος ότι στο τέλος του έτους ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Ταγίπ Ερντογάν θα υπέγραφαν στην Αθήνα τη Διακήρυξη Φιλίας και Καλής Γειτονίας, μάλλον θα του λέγαμε ότι παραλογίζεται. Ακόμα και αυτό θα ακουγόταν ήπιο.
«Οχι μόνο στα 12 μίλια, αλλά και οποιαδήποτε ενέργεια που θα γίνει πάνω από τα 6 μίλια θα έρθει αντιμέτωπη άμεσα με την ένταση, την αντίθεση και τη σθεναρή αντίσταση της Τουρκίας… Αυτό θα είχε βαριές συνέπειες για την Ελλάδα». Αυτά έλεγε την πρώτη μέρα της χρονιάς ο Ιμπραήμ Καλίν, τότε εξ απορρήτων σύμβουλος του τούρκου προέδρου και σήμερα επικεφαλής της ΜΙΤ, ως απάντηση σε δημοσίευμα ελληνικής εφημερίδας, σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα εξέταζε την επέκταση των χωρικών υδάτων της νοτίως της Κρήτης. Με αφορμή μια συζήτηση που ουδέποτε είχε βάση, η Αγκυρα είχε επεκτείνει το casus belli και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Λίγες ημέρες μετά, ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου, ευρισκόμενος μάλιστα σε αμερικανικό έδαφος, κατηγορούσε ευθέως την Αθήνα για παραβίαση της Συνθήκη της Λωζάνης, απαιτώντας την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου. Στις 20 Ιανουαρίου, ο Ταγίπ Ερντογάν, απευθυνόμενος διά βήματος στον έλληνα Πρωθυπουργό, τον προειδοποίησε: «Αν κάνεις ένα λάθος, μπορείς να βρεις τους τρελούς Τούρκους να περπατάνε. Να το ξέρεις!».
Ολα αυτά πλαισιώνονταν από αλλεπάλληλες πυραυλικές απειλές. «Η Τουρκία παρήγαγε έναν πύραυλο που τον ονόμασαν Ταϊφούν. Αν πλήξει την Αθήνα, τι θα γίνει; Αν εξοπλίζετε τα νησιά, νομίζετε ότι θα μείνουμε με σταυρωμένα τα χέρια;»
Οι απαντήσεις των ελλήνων αξιωματούχων ήταν οι αρμόζουσες. «Οσοι διαλαλούν ότι ίσως να έρθουν μια νύχτα ξαφνικά, να ξέρουν πως οι ίδιοι μπορεί να ξυπνήσουν μια νύχτα και να προσγειωθούν στη σκληρή πραγματικότητα». Σε αυτή τη φράση του Κυριάκου Μητσοτάκη αποτυπώνεται με τον πλέον εναργή τρόπο η ατμόσφαιρα εκείνων των ημερών. Ηταν η ίδια ατμόσφαιρα που επικρατούσε από τον χειμώνα του 2020.
Το μείζον ζήτημα, βέβαια, δεν ήταν οι λεκτικές προκλήσεις. Ξταν ότι η Αγκυρα σε κάθε ευκαιρία παρέθετε την πλήρη αναθεωρητική ατζέντα της με στόχο τη μετατροπή της Τουρκίας σε χώρα-ηγεμόνα της ευρύτερης περιοχής: Αμφισβήτηση της κυριαρχίας του Αιγαίου. «Γαλάζια Πατρίδα» με εφαρμογή του τουρκολιβυκού μνημονίου. Θέμα «τουρκικής» μειονότητας στη Θράκη. Εκατοντάδες υπερπτήσεις πάνω από ελληνικά νησιά.
Μέσα σε λίγες ώρες, τα πάντα ανατράπηκαν. Στις 6 Φεβρουαρίου, τα φονικά χτυπήματα του Εγκέλαδου σκόρπισαν τον θάνατο στη νοτιοανατολική Τουρκία. Η Ελλάδα έσπευσε, παρέχοντας υλική βοήθεια στους πληγέντες, ενώ ομάδα της ΕΜΑΚ επιχειρούσε επί τουλάχιστον 10 ημέρες στα συντρίμμια, απεγκλωβίζοντας ζωντανούς αλλά και νεκρούς.
Ο Νίκος Δένδιας ταξίδεψε μαζί με τον τότε ομόλογό του στο Χατάι, υπογραμμίζοντας ότι δεν χρειάζεται να έχουμε φυσικές καταστροφές για να έρθουν οι δύο χώρες εγγύτερα. Πράγματι, από εκείνο το σημείο και στο εξής ουδείς τούρκος αξιωματούχους απείλησε την Ελλάδα. Οι δε παραβιάσεις και οι υπερπτήσεις αποτέλεσαν ξαφνικά παρελθόν.
Η Τουρκία δεν είχε ούτε τους υλικούς πόρους ούτε τη διάθεση να συνεχίσει την επιθετική τακτική. Και κυρίως, δεν υπήρχε πια ακροατήριο για τον Ταγίπ Ερντογάν. Ολοι ήταν προσανατολισμένοι στο εσωτερικό, με μοναδική προτεραιότητα την αποκατάσταση των πληγέντων και τη συγκέντρωση των απαραίτητων κεφαλαίων για την τουρκική οικονομία, η οποία ήταν ήδη κλονισμένη.
«Θα ήταν εγκληματικό λάθος η Ελλάδα να μην τείνει χείρα ανάλογη της χείρας φιλίας που αυτή τη στιγμή τείνει η Τουρκία». Με αυτή τη φράση περιέγραφε τον Απρίλιο του 2023 ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών τη νέα προοπτική που διανοιγόταν. Λίγες εβδομάδες μετά, οι Τούρκοι οδηγήθηκαν στις κάλπες, επανεκλέγοντας πανηγυρικά τον Ταγίπ Ερντογάν. Αντιστοίχως συνέβη, λίγο αργότερα, και στην Ελλάδα. Δύο κυβερνήσεις με νωπή εντολή, στις δύο πλευρές του Αιγαίου, υπό εντελώς διαφορετικές συνθήκες, εμφανίζονταν διατεθειμένες να εκκινήσουν μια διαδικασία διαλόγου.
Περισσότερο έμοιαζε –ειδικά από την οπτική γωνία της Τουρκίας– σαν μια αναγκαστική σύγκλιση. Πάντως, αμφότεροι Μητσοτάκης και Ερντογάν είχαν –και εξακολουθούν να έχουν– μια ευρεία ατζέντα προς υλοποίηση. Αρα, τόσο ο χώρος όσο και οι αιτίες διαιώνισης της αέναης ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης εξέλιπε. Φυσικά, η μπάλα βρισκόταν στο γήπεδο του Ερντογάν. Αν αυτός ήθελε να ανεβάσει τους τόνους, θα το έκανε εν μία νυκτί. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν φαινόταν στον ορίζοντα.
Οι δυο ηγέτες συναντήθηκαν δύο φορές μέσα σε διάστημα τριών μηνών. Την πρώτη στο Βίλνιους, τη δεύτερη στη Νέα Υόρκη. Εκεί σχεδιάστηκε το πλαίσιο του ελληνοτουρκικού διαλόγου σε τρία επίπεδα: θετική ατζέντα, πολιτικές διαβουλεύσεις, μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Οι επαφές θα επισφραγίζονταν με τη συνεδρίαση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας και την υπογραφή σειράς συμφωνιών στα θέματα της αποκαλούμενης «ήπιας διπλωματίας».
Ολα τα βλέμματα ήταν στραμμένα στην αναβαθμισμένη διαδικασία των πολιτικών επαφών, όπου οι δυο υφυπουργοί Εξωτερικών, Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου και Μπουράκ Ακτσαπάρ, θα αναζητούσαν κοινό βηματισμό στο χαώδες κενό που χωρίζει Ελλάδα και Τουρκία σε μια σειρά από διπλωματικά ζητήματα. Τόσο στη μία διαφορά που αναγνωρίζει η Αθήνα, δηλαδή την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, όσο και στις ανυπόστατες τουρκικές αιτιάσεις.
Η πραγματικότητα είναι ότι το περασμένο καλοκαίρι καλλιεργήθηκε, ειδικά στην Αθήνα, υπέρμετρη αισιοδοξία, ειδικά όσον αφορά τις πιθανότητες προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο. Για την οποία, βεβαίως, θα απαιτούνταν υποχωρήσεις από την αρχική διαπραγματευτική θέση. Δεν υπήρχε, όμως, καμία ένδειξη ότι η Τουρκία, είτε θα απέσυρε από το τραπέζι την αναθεωρητική ατζέντα της είτε θα δεχόταν να πάει στη Χάγη απλώς και μόνο για ένα ζήτημα. Ανέκαθεν η τουρκική διπλωματία επεδίωκε την ομαδοποίηση των θεμάτων, σε μια λογική οθωμανικού παζαριού, στο τέλος της οποίας η Αγκυρα θα έβγαινε ούτως ή άλλως κερδισμένη.
Λίγες ώρες πριν φτάσει στην Αθήνα για τη συνεδρίαση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας, ο Ερντογάν δεν έχασε την ευκαιρία και επανέλαβε, σχεδόν στο σύνολό τους, τις τουρκικές θέσεις. Το γεγονός αυτό δεν χάλασε το θετικό κλίμα, τόσο στις διμερείς επαφές με τον έλληνα πρωθυπουργό όσο και στις κοινές δηλώσεις. Η δε υπογραφή της Διακήρυξης Φιλίας ήταν η απτή απόδειξη ότι Ελλάδα και Τουρκία έχουν, πράγματι, διάθεση να διατηρήσουν τη διαδικασία σύγκλισης στις ράγες, δεσμευόμενες ότι η επίλυση των διαφορών οφείλει να γίνεται ειρηνικά, με οδηγούς τη Χάρτα των Ηνωμένων Εθνών και το Διεθνές Δίκαιο.
Χωρίς να είναι κείμενο με νομικά αποτελέσματα, η Διακήρυξη αποτελεί τεκμήριο, καθώς, εκτός των άλλων, οριοθετεί τα επόμενα βήματα του διαλόγου, με τις δύο πλευρές να δεσμεύονται ότι δεν πρόκειται να προχωρήσουν σε μονομερείς ενέργειες που θα μπορούσαν να απαξιώσουν το πνεύμα του εν λόγω κειμένου. Οι δε Μητσοτάκης και Ερντογάν συμφώνησαν να συναντηθούν την άνοιξη, αυτή τη φορά στην Αγκυρα, προκειμένου να εξετάσουν την πορεία του διαλόγου αλλά και να σχεδιάσουν τις μελλοντικές κινήσεις τους.
Κανείς δεν αμφισβητεί ότι η προσπάθεια της ελληνοτουρκικής σύγκλισης είναι θετική εξέλιξη. Ειδικά αν αναλογιστούμε ότι φτάσαμε, για ακόμα μια φορά, πολύ κοντά σε μια ένοπλη σύγκρουση. Εχει, δε, ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι Αθήνα και Αγκυρα φαίνονται διατεθειμένες να διαστείλουν ακόμα περισσότερο τον χρόνο της νηνεμίας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, ώστε να προσηλωθούν σε έτερες ανάγκες. Ο Ερντογάν, άλλωστε, έχει βρει στον πόλεμο στη Γάζα όλα αυτά που χρειάζεται: εμφανίζεται ως υπερεθνικός ηγέτης του μουσουλμανικού κόσμου. Ως «τιμονιέρης» μιας χώρας που δεν ετεροκαθορίζεται, αλλά είναι αυτή που καθορίζει τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή, ακόμα κι αν χρειαστεί να βρεθεί αντιμέτωπη με τους ισχυρότερους του κόσμου.
Κρύβει, άραγε, εκπλήξεις το 2024 για τις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας; Μάλλον όχι. Θα είναι όμως μια χρονιά κατά τη διάρκεια της οποίας θα αποδειχθεί αν πράγματι μπορούν να υπάρξουν οι συνθήκες για να καταγραφεί πρόοδος στα ουσιαστικά – τα νομικά, πολιτικά, διπλωματικά ή όπως αλλιώς θέλει κανείς να αποκαλέσει τις διμερείς διαφορές. Διότι, καλός ο διάλογος αλλά όταν καθίσταται κενός περιεχομένου, τότε κινδυνεύει να εκφυλιστεί. Η διαφορά με τα προηγούμενα χρόνια είναι ότι το 2024 ενδεχομένως να πλήξουμε.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News