Από την πρώτη συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ταγίπ Ερντογάν, περίπου 15 μήνες πριν, έως και σήμερα, το ερώτημα παραμένει το ίδιο: Θα προχωρήσουν Ελλάδα και Τουρκία σε ουσιαστική συζήτηση για την επίλυση της μείζονος νομικής διαφοράς τους, δηλαδή την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών τους; Η πραγματικότητα είναι ότι από την πλευρά της Αθήνας καλλιεργήθηκε, τουλάχιστον εν πρώτοις, υπερβάλλουσα αισιοδοξία. Καθώς μετά τις εκλογές που διεξήχθησαν σχεδόν παραλλήλως στις δύο χώρες την άνοιξη του 2023, η ατμόσφαιρα στις δύο όχθες του Αιγαίου ήταν εξαιρετική, στην ελληνική πρωτεύουσα θεώρησαν μάλλον ότι η συγκυρία ήταν παραπάνω από ευνοϊκή.
Η νέα κυβέρνηση Ερντογάν προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της μετά τους φονικούς σεισμούς, έχοντας συγκλίνει αναγκαστικά με τη Δύση, ενώ ο Κυριάκος Μητσοτάκης αισθανόταν μετά την επανεκλογή του τόσο ισχυρός, ώστε να αναζητήσει τις πιθανότητες λύσης της μακράς διένεξης- προχωρώντας όπως ο ίδιος είπε τότε στους αναγκαίους «συμβιβασμούς». Αλλωστε θέση του ίδιου, αλλά και του υπουργού Εξωτερικών Γιώργου Γεραπετρίτη είναι ότι μακρά ειρήνη μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο ότι οριοθετηθούν υφαλοκρηπίδα και Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη.
Κινούμενοι σε αυτήν την κατεύθυνση, οι δύο ηγέτες συμφώνησαν να αναβαθμίσουν αυτές που έως τότε γνωρίζαμε ως διερευνητικές επαφές, στον λεγόμενο «πολιτικό διάλογο». Οι υπουργοί Εξωτερικών αναλάμβαναν υπό τη σκέπη τους τη διαδικασία, ώστε οι διαβουλεύσεις να αποκτήσουν την απαραίτητη πολιτική αιγίδα. Εκτοτε, ενώ οι συναντήσεις κορυφής συνεχίζονται, ενώ οι εντάσεις του παρελθόντος εκλείπουν, ενώ ορισμένες δράσεις της θετικής ατζέντας υλοποιούνται, ουσιαστική πρόοδος στο μείζον αγνοείται. Και δεν φαίνεται στον ορίζοντα.
Ποιο είναι, όμως, το βασικό προαπαιτούμενο είτε για να προχωρήσουν Ελλάδα και Τουρκία σε διμερείς διαπραγματεύσεις, είτε να προσφύγουν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης; Καταρχάς να συμφωνήσουν για το τί ακριβώς διαλέγονται και δεύτερον και κυριότερο μία από τις δύο πλευρές να κάνει σημαντικά βήματα πίσω- να ανατρέψει δηλαδή τις πάγιες θέσεις της. Τίποτα από δύο δεν συμβαίνει. Και αν κάποιος υποθέσει ότι η ελληνική κυβέρνηση θα ήταν δυνατόν να συζητήσει το εύρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας, χωρίς όμως να αποδεχτεί τη μακρά λίστα των διεκδικήσεων της Αγκυρας, η Τουρκία δεν έχει δώσει το παραμικρό δείγμα γραφής πως είναι διατεθειμένη να ξεχάσει τον δογματικό αναθεωρητισμό της. Αλλωστε, η επιχειρηματολογία της Αγκυρας περί «γκρίζων ζωνών», σύνδεσης της αποστρατιωτικοποίησης με την κυριαρχία του Αιγαίου και «Γαλάζιας Πατρίδας» είναι καταχωρημένη δια επιστολών στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών.
Αρα, λοιπόν, προκύπτει το εύλογο ερώτημα: Γιατί η Ελλάδα έχει αναγάγει τη συγκυρία σε «ιστορική ευκαιρία»; Ενδεχομένως να επικράτησε η αντίληψη ότι η Τουρκία υπέστη τέτοιου βαθμού οικονομικό και κοινωνικό πλήγμα εξαιτίας των σεισμών του Φεβρουαρίου 2023 που θα καθίστατο ευεπίφορη στις έξωθεν πιέσεις για μια ειρηνική, άρα συμβιβαστική διευθέτηση των διαφορών της με την Ελλάδα. Ούτε δύο χρόνια μετά, συμβαίνει μάλλον το αντίθετο. Η Τουρκία διατηρεί την ισχύ της, μεγεθύνοντας το διπλωματικό κεφάλαιό της, άρα και την παρέμβασή της στην ευρύτερη περιοχή.
«Ενα αναθεωρητικό κράτος διατηρεί της πάγιες θέσεις του και τις υπενθυμίζει κάθε φορά που προκύπτει μια σχετική αφορμή», λέει στο Protagon ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Παναγιώτης Τσάκωνας. Το προηγούμενο ερώτημα, όμως, ισχύει και αντιστρόφως: Γιατί ο Ερντογάν στον διάλογο με την Ελλάδα: «Η Τουρκία δεν θέλει να δημιουργήσει μέτωπο με την Ελλάδα, διότι προέχουν οι δικές της επιδιώξεις, οι οποίες συνδέονται τώρα με την ανάγκη να αποκτήσει σημαίνοντα διαμεσολαβητικό ρόλο στη Μέση Ανατολή. Επρεπε να διορθώσει τις σχέσεις της με την Ελλάδα, αλλά και την Αίγυπτο. Το ίδιο επιχειρεί με τη Συρία», υπογραμμίζει ο κ. Τσάκωνας. «Ο ελληνοτουρκικός διάλογος θα συνεχιστεί όσο επιτρέπει στην τουρκική ηγεσία να βελτιώνει την εικόνα της στην Ουάσιγκτον και ορισμένες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες», εκτιμά από την πλευρά του ο Μάνος Καραγιάννης καθηγητής Διεθνούς Ασφάλειας του Παν. Μακεδονίας και του King’s College στο Λονδίνο.
Ουδείς διαφωνεί ότι οι δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας πρέπει να μένουν ανοικτοί, ειδικά αυτήν την περίοδο, με δύο πολέμους να μαίνονται και μια νέα μεταναστευτική κρίση να απειλεί τη συνοχή της Ευρώπης. Ειδικά το Μεταναστευτικό, όπου οι δύο πλευρές ενδέχεται να κληθούν να συνεργαστούν στο άμεσο μέλλον, είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, τόσο της δυναμικής και της συσχέτισης του ελληνοτουρκικού διαλόγου με τα ανεξέλεγκτα περιφερειακά γεγονότα, όσο και της σημασίας να αποσοβούνται οι όποιες κρίσεις εν τη γενέσει τους.
Σύμφωνα δε με την άποψη που επικρατεί στην πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών είναι ακριβώς αυτοί οι δίαυλοι επικοινωνίας που κράτησαν και θα συνεχίσουν να κρατούν τον διάλογο στις ράγες. Είτε στο περιστατικό της Κάσου, είτε στην υπόθεση με τη διδασκαλία της «Γαλάζιας Πατρίδας» στα τουρκικά σχολεία. Δεν είναι, όμως, λίγοι αυτοί που κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, επισημαίνοντας τον κίνδυνο τα «ήρεμα νερά» να καταστούν αυτοσκοπός της ελληνικής κυβέρνησης, χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένος στρατηγικός στόχος. «Θα έπρεπε να μας προβληματίσουν οι λόγοι για τους οποίους η Τουρκία επιλέγει τον κατευνασμό», λέει ο κ. Τσάκωνας, προειδοποιώντας ότι τα προβλήματα θα επιστρέψουν.
«Από τη στιγμή που η Τουρκία συνεχίζει να θέτει ζητήματα που αφορούν την ελληνική κυριαρχία, η διαδικασία του διαλόγου πολύ δύσκολα θα οδηγήσει σε ένα απτό αποτέλεσμα. Έτσι και αλλιώς, η άνοδος του τουρκικού αναθεωρητισμού δεν συνδέεται με την ελληνική εξωτερική πολιτική. Υπάρχουν πολλοί εξωτερικοί και εσωτερικοί παράγοντες που εξηγούν γιατί η σημερινή Τουρκία επιδιώκει ένα καθεστώς συγκυριαρχίας στο Αιγαίο», προσθέτει ο κ. Καραγιάννης.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News