Μια αντιπαράθεση του διεθνούς δικαίου σπανίως είναι απλώς και μόνο μια ανταλλαγή επιχειρημάτων, μια διαπραγμάτευση ή μια σύγκρουση μεταξύ δύο κρατών: εκφράζει την ιστορική διαδρομή τους, τα κυρίαρχα αφηγήματά τους και την εσωτερική οργάνωση και ιδεολογία της πολιτικής τους τάξης. Εξάλλου η μελέτη του διεθνούς και του συνταγματικού δικαίου υπήρξαν, για καιρό στην ιστορία της ακαδημαϊκής τους διδασκαλίας, στο εξωτερικό αλλά και στη χώρα μας, αδιαχώριστες: ο σπουδαίος Κέλσεν ήταν καθηγητής, όχι μόνο του Συνταγματικού αλλά και του Διεθνούς Δικαίου, ενώ το ίδιο συνέβαινε και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών με τον Ν. Ι. Σαρίπολο. Δεν σημαίνει βέβαια αυτό ότι δεν εμφανίζονται ιστορικά ανελεύθερα κράτη που στις εξωτερικές σχέσεις τους σέβονται το διεθνές δίκαιο ή αντίστροφα. Παρατηρούνται όμως στην ιστορία των διεθνών σχέσεων συχνότατα περιπτώσεις όπου η αντιπαράθεση λαμβάνει χώρα μεταξύ μιας καλά λειτουργούσης δημοκρατίας που σέβεται το διεθνές δίκαιο και ενός χειμαζόμενου συνταγματικά κράτους που προσπαθεί να το παραβιάσει.
Ως μια τέτοια περίπτωση δύναται να προσεγγιστεί και η ελληνοτουρκική αντιπαράθεση: η Ελλάδα πέρασε τα χρόνια της κρίσης με το συνταγματικό της πλαίσιο αλώβητο. Οι όποιες προσπάθειες αλλαγής του πλαισίου διεξαγωγής της πολιτικής σύγκρουσης στο παρελθόν έτυχαν της αρνητικότερης δυνατής αποδοχής, οι πλατείες δεν αντικατέστησαν τη Βουλή, η επιστροφή στην πολιτική κανονικότητα είναι η πρώτη προτεραιότητα πολιτών και πολιτικών και αυτό αποτυπώνεται όχι μόνο σε εκλογές και δημοσκοπήσεις, αλλά και στον ομαλότερο τρόπο διεξαγωγής του πολιτικού διαλόγου.
Αντίθετα, η Τουρκία μοιάζει να πελαγοδρομεί: η απόπειρα πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2016 φαίνεται ότι έχει κλονίσει συθέμελα τη διάθεση του Ερντογάν να συμβιώνει δημοκρατικά με τους πολιτικούς του αντιπάλους, η ελευθερία του λόγου περιστέλλεται, οι διώξεις σε πολλές περιπτώσεις είναι σκληρές. Αρκεί μια μικρή επίσκεψη ακόμα και στη σχετικά κοσμοπολίτικη Κωνσταντινούπολη, για να αντιληφθεί κανείς ότι η Τουρκία είναι από τις χώρες όπου οι πολίτες που ζητούν να εκφραστούν πολιτικά δέχονται από τους οικείους τους τη συμβουλή «να κοιτάξουν τη δουλειά τους».
Η εσωτερική θεσμική παραζάλη της Τουρκίας εκφράζεται στις διεθνείς σχέσεις της από μια τάση υπερεπέκτασης: ο Ερντογάν αμφισβητεί τη Συνθήκη της Λωζάνης σε κάθε της πρόβλεψη, προσπαθεί να έχει λόγο και να παρεμβαίνει σε όλη την περιοχή της πάλαι ποτέ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και χρησιμοποιεί ως κυρίαρχη ιδεολογία τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Οι πρωτοβουλίες του συχνά εκδηλώνονται ερήμην των αισθημάτων της κοινής γνώμης των κρατών όπου παρεμβαίνει απέναντι στην Τουρκία, ρισκάροντας να αναγνωριστεί μεν η δυνατότητα παρέμβασής του, αλλά τα σχέδιά του να αποβούν πλήρως αποτυχημένα. Η υπερεπέκταση όμως αυτή συνιστά την εξωτερική όψη της εσωτερικής ανωμαλίας: έχει πολιτικά ανάγκη να είναι εξωτερικά επιθετικός για να είναι εσωτερικά αρραγής.
Η συζήτηση λοιπόν για την ελληνοτουρκική αντιπαράθεση στα διεθνή φόρουμ δεν μπορεί παρά να λαμβάνει υπ’ όψιν της το ιδεολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτή λαμβάνει χώρα. Η περιφρόνηση του διεθνούς δικαίου εκ μέρους της Τουρκίας είναι η εξωτερική όψη της περιφρόνησης δικαιωμάτων και θεσμών στο εσωτερικό της, είναι η επιτομή της αμφισβήτησης του δυτικού πλαισίου αξιών μέσω ενός άλλου παραδείγματος: αυτού του πολιτικού Ισλάμ. Απέναντί της, η Ελλάδα συνιστά μια αδιαπραγμάτευτα δυτική, καλά λειτουργούσα δημοκρατία, έναν θύλακο συνταγματικής ομαλότητας στην περιοχή, μαζί με τους στρατηγικούς της εταίρους Κύπρο και Ισραήλ. Η ελληνοτουρκική αντιπαράθεση είναι μια συζήτηση διεθνούς δικαίου αλλά είναι και η αντιπαράθεση δύο παραδειγμάτων θεσμικής και ιδεολογικής συγκρότησης. Και αυτή η παράμετρος ήταν και θα παραμένει κεντρική, σε μια εποχή που ο δυτικός φιλελεύθερος συνταγματισμός βάλλεται από κάθε λογής αντιπάλους.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News