Οι περιβόητες δίκες της Μόσχας τελείωναν κάθε φορά με μια σφαίρα στον αυχένα του καταδικασμένου. Αυτό δεν ήταν όμως το χειρότερο. Το χειρότερο ήταν ο δημόσιος εξευτελισμός που υφίστατο ο κατηγορούμενος, με την ομολογία της ανύπαρκτης ενοχής του και τους όρκους πίστης στον δήμιό του, δηλαδή τον Στάλιν. Πριν χάσει τη ζωή του έχανε την τιμή και την αξιοπρέπειά του. Πέθαινε πριν τον σκοτώσουν.
Στη δική μας εποχή οι δίκες της Μόσχας είναι αυτές που στήνει η πολιτική ορθότητα για όσους στοχοποιεί. Βλέπουμε καταξιωμένους επιστήμονες, στοχαστές, καλλιτέχνες, συγγραφείς να ζητούν δημόσια συγγνώμη για κάτι για το οποίο είναι βέβαιο ότι δεν πιστεύουν πως οφείλουν να απολογηθούν (και πράγματι δεν οφείλουν), αλλά τους αναγκάζει να το κάνουν ο τρόμος της απομόνωσης από το περιβάλλον τους και της απόρριψης από τους θεσμούς από τους οποίους εξαρτώνται. Το μαρτύριό τους δεν τελειώνει με μια σφαίρα στον σβέρκο· διαιωνίζεται με την καταρράκωση του κύρους τους, με τη συμβολική, εν ζωή εξόντωσή τους. Τελευταίο μέχρι στιγμής όνομα σε αυτόν τον θλιβερό κατάλογο είναι ο Σπάικ Λι, που μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο, πριν αλέκτορα φωνήσαι όχι τρις αλλά δις, άλλαξε πανικόβλητος τη συνηγορία του υπέρ του Γούντι Αλεν σε «πολιτικά ορθή» καταδίκη του. Εύκολα φανταζόμαστε τι είχε μεσολαβήσει.
Κάθε εποχή διαβάζει αλλιώς το ιστορικό παρελθόν. Το αναθεωρεί, το επανερμηνεύει. Αλλά η πολιτική ορθότητα δεν το βρίσκει αυτό αρκετό. Οπως το τεχνικό επιτελείο κάθε ολοκληρωτικού συστήματος, θέλει να ακυρώσει το ιστορικό παρελθόν. Το εξαφανίζει, παρουσιάζοντάς το ως παρόν, ως προέκταση προς τα πίσω της δικής της κατασκευασμένης αλήθειας. Την εποχή των δικών της Μόσχας αρχηγός της φοβερής ΕνΚαΒεΝτέ, της μυστικής αστυνομίας του Στάλιν, ήταν ο Νικολάι Γιεζόφ. Σύντομα είχε την τύχη των θυμάτων του. Η μορφή του πλάι στον Στάλιν εξαφανίστηκε μονομιάς από τις φωτογραφίες, το όνομά του δεν αναφερόταν πια πουθενά. Ο Γιεζόφ έπαψε να υπάρχει ακόμη και ως παρελθόν, ο Πατερούλης δεν είχε ποτέ έναν τέτοιο αιμοσταγή συνεργάτη. Παρόμοια, οι Ταλιμπάν που ανατίναζαν αγάλματα του Βούδα δεν διαδήλωναν τη ρήξη με το παρελθόν· ήθελαν να ξεχαστεί το ότι υπήρξε κάποτε μια άλλη πίστη στη χώρα τους.
Αποσύροντας κινηματογραφικές ταινίες, ζωγραφικούς πίνακες, μυθιστορήματα, ποιητικά έργα ή και αλλάζοντας κλασικά παραμύθια, η πολιτική ορθότητα θέλει να ξεχάσει ο κόσμος ότι υπήρξαν έργα του ανθρώπινου πνεύματος που έλεγαν κάτι διαφορετικό από αυτή.
Για τους ζηλωτές του αντικαπνισμού, από τους φανατικότερους πολιτικά ορθούς, ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ στέλνει ένα άσχημο μήνυμα με το κρεμασμένο στο στόμα του τσιγάρο (θα έρθει, αν δεν έχει ήδη έρθει, η στιγμή να καθίσει στο εδώλιο και για τη μάτσο συμπεριφορά του). Αλλά χωρίς τσιγάρο, τουλάχιστον στις αφίσες, ο Σαμ Σπέιντ και ο Ρικ του Μπόγκαρτ δεν είναι Σαμ Σπέιντ, δεν είναι Ρικ. Τι σημασία έχει; Εκείνο που μετράει είναι να μη στέλνεται λάθος μήνυμα. Το γνωστό παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν «Ο αυτοκράτορας και το αηδόνι» λέει στην αρχή «Πρέπει να ξέρεις ότι στην Κίνα ο αυτοκράτορας είναι Κινέζος και οι υπήκοοί του είναι και αυτοί Κινέζοι». Ε, δεν είναι αυτό άκρως ρατσιστικό; Δεν δηλητηριάζει τη σκέψη των παιδιών; Να το αλλάξουμε! Οσο για τον Ιούλιο Βερν, έναν άλλο συγγραφέα που διεγείρει τη νεανική φαντασία, τα μυθιστορήματά του χρειάζονται τουλάχιστον υπομνηματισμό για τον τρόπο που περιγράφουν τους μαύρους, τους κίτρινους, τους Ινδούς. Καλύτερα όμως να μη διαβάζονται καθόλου.
Ο Τσόρτσιλ ήταν πολλά πράγματα μαζί. Πραγματιστής πολιτικός, κυνικός ιμπεριαλιστής στο εξωτερικό, φιλελεύθερος δημοκράτης στο εσωτερικό και, μας αρέσει δεν μας αρέσει, ηγέτης μιας χώρας που επέμενε, χάρη στο δικό του πείσμα, να αντιστέκεται στον ναζισμό όταν οι στρατιές του Χίτλερ είχαν σαρώσει την Ευρώπη. Για την πολιτική ορθότητα όμως ήταν μόνο ιμπεριαλιστής και ρατσιστής. Πώς λοιπόν να μη γίνονται επιθέσεις στα αγάλματά του;
Και τι να πούμε για τον δικό μας τον Αριστοτέλη, που έγραψε ολόκληρη θεωρητική υπεράσπιση της δουλείας; Δεν πρέπει άραγε να αλλάξει όνομα το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο; Και, αν θέλουμε να είμαστε συνεπείς, δεν πρέπει να αποκαθηλώσουμε όλους τους αρχαίους έλληνες φιλοσόφους, ρήτορες και πολιτικούς, αφού είχαν δούλους; Άσε που ήταν και μισογύνηδες – αλλά γι’ αυτό τους έχουν ήδη πετάξει στα σκουπίδια ο φεμινισμός και οι cultural studies.
Εύκολα μπορεί κανείς να υποβαθμίσει την πολιτική ορθότητα ως παράνοια ορισμένων ακαδημαϊκών ελίτ. Είναι σίγουρα και αυτό. Αλλά τέτοιοι κλινικοί όροι παραβλέπουν την τεράστια επιρροή της σε πολιτικούς και πολιτισμικούς θεσμούς, στους οποίους αυτοσυστήνεται ως προοδευτικός λόγος. Όσοι σωπαίνουν μπροστά στην εξαλλοσύνη της από φόβο μήπως καταγγελθούν ως ρατσιστές, σεξιστές, ομοφοβικοί και δεν ξέρω τι άλλο, είναι καιρός να αντιληφθούν ότι δεν είναι προοδευτική ούτε ανοιχτή μια κοινωνία που επιβάλλει στα μέλη της επί ποινή στιγματισμού το πώς θα σκέφτονται.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News