Βαδίζοντας προς τις κάλπες, αρχίζουν να ξεκαθαρίζουν οι εκλογικές στρατηγικές των κομμάτων, που σε μεγάλο βαθμό καθορίζονται από το σύστημα της απλής αναλογικής, με το οποίο θα διεξαχθεί η προσεχής εκλογική αναμέτρηση. Με έναν περίεργο τρόπο, όμως, οι εκλογές που θα διεξαχθούν το 2023 επαναφέρουν στο προσκήνιο τη διαχωριστική γραμμή του 2015, οπότε και εδραιώθηκε ο νέος δικομματισμός. Ας δούμε πώς και γιατί.
Νέα Δημοκρατία και ΣΥΡΙΖΑ έχουν κάθε λόγο να χαράξουν στρατηγική πόλωσης, προκειμένου να μη λειτουργήσει η λεγόμενη «χαλαρή» ψήφος, που βοηθάει τα μικρότερα κόμματα. Ηδη, οι δύο πολιτικοί αρχηγοί έχουν βάλει ένα δίλημμα για τις εκλογές, στο οποίο συμφωνούν: «Μητσοτάκης ή Τσίπρας». Υποστηρίζουν ότι αυτό είναι που θα κριθεί στις εκλογές και ίσως αυτό να είναι και το μόνο πράγμα στο οποίο συμφωνούν και οι δύο.
Ας δούμε όμως πώς το βλέπει ο καθένας από τους δύο και γιατί και οι δύο με τον τρόπο τους παραπέμπουν στη διαχωριστική γραμμή του 2015:
Για τον Μητσοτάκη, οι εκλογές της απλής αναλογικής είναι η πρώτη μάχη, που θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό την έκβαση της δεύτερης. Το ποσοστό που θα πάρει με απλή αναλογική πρέπει να είναι αρκετά υψηλό ώστε να του επιτρέπει να επιδιώξει την αυτοδυναμία στη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση που θα ακολουθήσει και θα γίνει με σύστημα ενισχυμένης αναλογικής. Αυτό σημαίνει ότι η ΝΔ χρειάζεται τη μέγιστη δυνατή συσπείρωση στην πρώτη κάλπη, η οποία για να επιτευχθεί απαιτεί ισχυρό και «επικίνδυνο» αντίπαλο.
Αυτός, εκ των πραγμάτων, είναι ο ΣΥΡΙΖΑ με τους πιθανούς συνοδοιπόρους του. Η αναβίωση του λεγόμενου «αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου» (που βασίζεται στα πεπραγμένα του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 και στη μετέπειτα διακυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ) είναι βασικός παράγων της εκλογικής στρατηγικής της ΝΔ. Ο Μητσοτάκης θα επιδιώξει να πάρει τη συντριπτική πλειοψηφία των ψηφοφόρων αυτού του «μετώπου», του οποίου άλλωστε ηγήθηκε με μεγάλη επιτυχία στις εκλογές του 2019, πετυχαίνοντας διπλή εκλογική νίκη (ευρωεκλογές και εθνικές εκλογές).
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι θα προσπαθήσει να απευθυνθεί όσο πιο πειστικά μπορεί και σε μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων που ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ που διάκεινται αρνητικά απέναντι στον Αλέξη Τσίπρα και επιλέγουν πιο εύκολα Μητσοτάκη, όταν τους τεθεί το δίλημμα ανάμεσα στους δύο. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ο Πρωθυπουργός, απαντώντας στη σκληρή κριτική του Αλέξη Τσίπρα για την ακρίβεια, τον καλεί να μας πει αν θα την καταργήσει κι αυτή «με έναν νόμο και ένα άρθρο», όπως δήλωνε το 2015 ότι θα καταργούσε το Μνημόνιο…
Δεν είναι, βέβαια, μόνο το «αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο» μέσω του οποίου θα επιχειρήσει η ΝΔ να επιτύχει ένα υψηλό ποσοστό στην πρώτη κάλπη και την αυτοδυναμία στη δεύτερη. Είναι και η απειλή της αστάθειας και της ακυβερνησίας. Μέσω αυτής της απειλής θα επιδιώξει να προσελκύσει, τόσο ψηφοφόρους που κινούνται στα δεξιά της όσο και «χαλαρούς» ψηφοφόρους που δεν θέλουν… περιπέτειες.
Τι θα αντιτάξει απέναντι σε όλα αυτά ο Αλέξης Τσίπρας; Μια πρώτη ιδέα πήραμε τις τελευταίες ημέρες με αφορμή την τοποθέτησή του για το σκάνδαλο Πάτση και για το θέμα των παρακολουθήσεων. Μπορεί το ζήτημα αυτό να μη συγκαταλέγεται σε εκείνα που συγκινούν ιδιαίτερα την κοινή γνώμη, προσφέρεται όμως για τον «ανένδοτο», που θα αποτελέσει στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ και στην πρώτη και στη δεύτερη κάλπη. «Πάμε σε εκλογές με ενεργό το κέντρο των παρακολουθήσεων» δήλωσε ο Τσίπρας, θέτοντας ουσιαστικά ζήτημα ομαλής διεξαγωγής των εκλογών και αφήνοντας εμμέσως πλην σαφώς ανοιχτό και το ενδεχόμενο αμφισβήτησης του εκλογικού αποτελέσματος. Οσο για την υπόθεση Πάτση, τα πράγματα εδώ ήταν πιο εύκολα. Η ρητορική για τις «γαλάζιες ακρίδες» θα μας κάνει παρέα μέχρι τις εκλογές.
Ας δούμε γιατί αυτή ατζέντα συμφέρει τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ: Την ώρα που αναζητεί ένα θέμα πάνω στο οποίο να μπορεί να χτίσει το δικό του «μέτωπο», είναι πολύ δύσκολο να το βρει στην Οικονομία ή στα εθνικά θέματα, που είναι αυτά που απασχολούν κυρίως τους πολίτες. Και στα δύο αυτά θέματα χάνει στα γκάλοπ από τον Μητσοτάκη, όταν ερωτώνται οι ψηφοφόροι ποιος μπορεί να τα διαχειριστεί καλύτερα. Επίσης και στα δύο αυτά θέματα, του είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρει κοινό βηματισμό με τον Ανδρουλάκη, ώστε σε πρώτη φάση να συγκροτήσει το «προοδευτικό μέτωπο» και εν συνεχεία να λεηλατήσει εκλογικά το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ.
Παρακολουθήσεις και υπόθεση Πάτση, όμως, του δίνουν μια ευκαιρία που δεν μπορεί να την αφήσει ανεκμετάλλευτη. Η ποιότητα της δημοκρατίας και η διαφθορά είναι αυτά στα οποία θα προσπαθήσει να στρέψει τα φώτα. Και του δίνονται οι αφορμές. Το θέμα είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δε θα μείνει στην ανάδειξη και μόνο τέτοιων θεμάτων. Θα πάει ένα βήμα πιο πέρα –ήδη το ξεκίνησε– αμφισβητώντας την ίδια την εκλογική διαδικασία.
Η άποψη ότι η λεγόμενη «κανονικότητα» δεν ταιριάζει στη στρατηγική της Κουμουνδούρου έχει επιβεβαιωθεί αρκετές φορές μέχρι σήμερα. Το 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδίκησε την εξουσία ποντάροντας στα αντισυστημικά του χαρακτηριστικά και στην αντιμνημονιακή ρητορική. Από την ώρα που κυβέρνησε, τα πράγματα άλλαξαν και το 2019 το πλήρωσε ακριβά, αναδρομικά, για όσα υποσχέθηκε και δεν έκανε ή –ακόμη χειρότερα– έκανε τα ακριβώς αντίθετα.
Η σύγκριση των κυβερνήσεων Μητσοτάκη – Τσίπρα, που θα γίνει αναπόφευκτα στις κάλπες, δεν είναι ευνοϊκό πεδίο για τον ΣΥΡΙΖΑ. Χρειάζεται κάτι πιο «δυνατό» για να πολώσει από τη δική του πλευρά, να χτίσει το δικό του «μέτωπο» κατά της ΝΔ και του Μητσοτάκη. Βρήκε ήδη τα «γαλάζια τρωκτικά», αλλά ούτε αυτό φτάνει. Στην πορεία προς τις κάλπες είναι βέβαιο ότι θα δούμε πολύ περισσότερα, με κεντρικό άξονα την αμφισβήτηση της «κανονικότητας» και της σταθερότητας που επαγγέλλεται ο Μητσοτάκης. Θα γίνει προσπάθεια να ανασυρθούν κάποια από τα στοιχεία που έδωσαν στον ΣΥΡΙΖΑ τη νίκη το 2015.
Ενα από αυτά θα είναι το λεγόμενο «ηθικό πλεονέκτημα». Το άλλο θα είναι η αμφισβήτηση της δημοκρατικής λειτουργίας της χώρας. Οπως το 2015 το κεντρικό αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ότι τα παλιά κόμματα, αγκαλιά με το «σύστημα», ήθελαν να παραδώσουν τη χώρα στους δανειστές, έτσι και τώρα το αφήγημα θα είναι ότι η σημερινή κυβέρνηση, πάλι αγκαλιά με το «σύστημα», θέλει να καταργήσει τη δημοκρατία για να κρατηθεί στην εξουσία.
Συμπέρασμα: Ο νέος δικομματισμός, που χτίστηκε στις εκλογές του Ιουνίου του 2012 και εδραιώθηκε στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, θα δώσει δυναμικά το παρόν στις εκλογές του 2023. Οι δύο αρχηγοί θα κριθούν πρωτίστως μέσα από τη σύγκριση των κυβερνητικών τους πεπραγμένων και της θητείας τους στο Μέγαρο Μαξίμου. ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, όμως, θα κριθούν, επίσης, με παραταξιακά κριτήρια.
Κάποτε, σε περασμένες δεκαετίες, το σύνθημα «ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά» απέδιδε καρπούς. Σήμερα είναι δύσκολο για τον ΣΥΡΙΖΑ να το επαναφέρει. Δεν υπάρχει όμως πια και το πλεονέκτημα της «πρώτης φοράς Αριστερά». Οι μνήμες είναι νωπές και για τους δύο πολιτικούς χώρους που συγκρούονται. Και θα παίξουν, προφανώς, τον πιο καθοριστικό ρόλο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News