Ισχύει ότι οι κάλπες του Ιουνίου είναι άδειες, ότι δεν θα έχουν και τα ψηφοδέλτια του Μαΐου. Από την άλλη, υπάρχει η εντύπωση ότι παρακολουθούμε το δεύτερο ματς σε μια αναμέτρηση Κυπέλλου. Από εκείνα τα ματς που η μία ομάδα έχει κερδίσει το πρώτο ματς με τέσσερα, πέντε γκολ διαφορά και η επόμενη αναμέτρηση γίνεται ένας παράδεισος των κλισέ.
Οταν ο προπονητής των χαμένων λέει «αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να παίξουμε το παιχνίδι μας» και «τίποτα δεν έχει χαθεί» την ώρα που οι παίκτες το μόνο που περιμένουν είναι το σφύριγμα της λήξης για να τελειώνει το μαρτύριο. Και ο προπονητής της ομάδας που κέρδισε το πρώτο ματς λέει «παίξαμε μόνο το πρώτο ημίχρονο, τίποτα δεν έχει τελειώσει και πρέπει να παίξουμε σαν να ξεκινάμε από το μηδέν». Δηλαδή ό,τι πλησιέστερο στο «οι κάλπες είναι άδειες και πρέπει να γεμίσουν. Δεν δικαιολογείται εφησυχασμός» που είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην Κρήτη.
Περίπου την ίδια ώρα, ο Αλέξης Τσίπρας απέφευγε να ξεκινήσει την προεκλογική εκστρατεία του σε μία από τις τρεις εκλογικές περιφέρειες όπου ήταν υποψήφιος και η ΝΔ κατέγραψε μερικές από τις μεγαλύτερες διαφορές πανελληνίως. Ξεκίνησε από τη Β’ Πειραιά με ένα εντυπωσιακό στήσιμο του ακροατηρίου, όπου οι μικρής ηλικίας κάθονταν πίσω από τον ίδιο για να δίνουν νεανικό background, ενώ οι μεγάλοι μπροστά.
Με το κλασικό κλισέ του προπονητή της ηττημένης ομάδας ενός πρώτου αγώνα «αναλαμβάνω την ευθύνη για την ήττα», που ποτέ κανένας δεν έχει καταλάβει τι σημαίνει. Και το αθάνατο κλισέ του Ανδρέα μετά τις δημοτικές εκλογές του ’86 «λάβαμε το μήνυμα». Προσθέτοντας τη δική του πινελιά «βάζουμε τον πήχυ ψηλά για να διορθωθούμε. Αλλάζουμε, δυναμώνουμε και προχωράμε» – για μουσική ακούγεται μια χαρά, αλλά από στίχους δεν βγάζει νόημα.
Το ματς θα παιχτεί σε δύο σλόγκαν. Του ΣΥΡΙΖΑ: «Το αποτέλεσμα των εκλογών της 21ης Μάη δεν ήταν αρνητικό μόνο για μας. Ηταν αρνητικό για την κοινωνία και τη χώρα». Και της ΝΔ για μια σταθερή κυβέρνηση που απέδειξε από το Μεταναστευτικό, την Covid-19 και τις επιπτώσεις από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ότι μπορεί να αντιμετωπίζει τις κρίσεις.
Πού θα παιχτεί λοιπόν το δεύτερο ματς;
Στην ψυχολογία της κερκίδας. Ο ένας προπονητής, δηλαδή ο Κυριάκος Μητσοτάκης, κινδυνεύει από το σύνδρομο του βέβαιου νικητή, δηλαδή από τους οπαδούς που λένε «με τέσσερα γκολ κερδίζουμε, να φύγουμε γρήγορα για να μην μπλοκαριστούμε στο πάρκινγκ». Δηλαδή στην πολιτική το «πάμε διακοπές». Και μετά, μέχρι να βγούνε από το πάρκινγκ, ακούνε στο ραδιόφωνο ότι οι αντίπαλοι ισοφάρισαν.
Ο άλλος, δηλαδή ο Τσίπρας, από το «αει στο διάλο με τα παλιόπαιδα, μέχρι να βγάλουνε τις φανέλες και να φύγουνε εγώ δεν ξαναπατάω». Που ο οπαδός παύει να ενδιαφέρεται επειδή έχει αποφασίσει ότι το ματς είναι χαμένο. Και δεν υπάρχουν περιθώρια αιφνιδιασμού, αφού το ένα κόμμα ξέρει το άλλο και έχουν συγκρουστεί με τους ίδιους αρχηγούς.
Τέλος, στον αθλητισμό αλλά και στην πολιτική δεν υπάρχει πιο κολλητική ασθένεια από την ήττα. Ως προς τη δεύτερη, δεν έχετε παρά να παρατηρήσετε τις αποστάσεις που κρατάνε τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ με αρχηγικές βλέψεις από τον Τσίπρα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News