Την απερχόμενη κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ τη βαρύνουν πολλά και σοβαρά, που πολλά από αυτά θα μπουν στον δημόσιο διάλογο και όχι μόνο, τώρα που μας αφήνουν χρόνους. Γράφω εδώ για ένα από αυτά, που το έζησα σε στενή προσωπική επαφή και θεωρώ ότι αποτελεί εκδήλωση της χειρότερης μορφής της αλαζονείας της: μαζί παρανομία, παλιανθρωπιά και από πάνω υποκρισία.
Το γράφω όμως με πόνο ψυχής. Γιατί μαζί με ένα πολιτικό έγκλημα που καταγγέλλω, οφείλω να ρίξω ευθύνες και στην Ελληνική Αστυνομία. Και ως νομοταγής πολίτης πιστεύω πολύ στο λειτούργημά της. Γιατί, πρώτα από όλα, ως πιστός της ελευθερίας και της δημοκρατίας, πιστεύω βαθιά ότι η αξία τους στην πράξη μετριούνται από τον ορισμό που έδωσε ο Μαξ Βέμπερ για το κράτος: «Είναι ο κάτοχος του μονοπωλίου της νόμιμης βίας». Διαχειριστές της νόμιμης βίας είναι, εσωτερικά η Αστυνομία και η Δικαιοσύνη και εξωτερικά οι Ενοπλες Δυνάμεις. Αλλά στην πρώτη γραμμή στη ζωή μας είναι, μοιραία η αστυνομία.
Ο τρόπος που το κράτος ασκεί το μονοπώλιο της νόμιμης βίας, εσωτερικά καθορίζει το κατά πόσο είναι δημοκρατικό και ελεύθερο. Ένα τέτοιο κράτος οφείλει πρώτα από όλα να προσφέρει στους νομοταγείς πολίτες ασφάλεια. Αλλά για να είναι πραγματικά δημοκρατικό και ελεύθερο αυτό δεν πρέπει να το κάνει ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο από ό,τι πρέπει. Πρέπει με άλλα λόγια να ασκεί σωστά το μονοπώλιο της νόμιμης βίας.
Λιγότερο από ό,τι πρέπει ασκεί ένα κράτος το μονοπώλιο της νόμιμης βίας όταν επιτρέπει να δημιουργούνται θύλακες ανομίας, γεωγραφικοί ή θεσμικοί, όταν ανέχεται παραβατικές συμπεριφορές από φίλους του καθεστώτος ή ισχυρούς οικονομικά, όταν λασκάρει ή τεντώνει το σκοινί της εφαρμογής του νόμου σύμφωνα με ανάγκες ιδιοτελείς, προσωπικές ή κομματικές. Όλα αυτά σημαίνουν ότι η κυβέρνηση, ως επικεφαλής του κράτους, αμελεί να ασκήσει το μονοπώλιο της νόμιμης βίας όπως πρέπει για την τήρηση του νόμου, της τάξης, το καλό της δημοκρατίας και των ελεύθερων πολιτών.
Αλλά μαζί με την πλημμέλεια υπάρχει και η υπέρβαση, όταν το κράτος ασκεί το μονοπώλιο της βίας παραπάνω από όσο του αναλογεί, όταν δηλαδή λειτουργεί αυταρχικά, όταν επιτρέπει ή και διατάζει τα όργανα της τάξης να ξεφεύγουν από τα όρια του νόμου για τα δικά της οφέλη, όταν τους επιτρέπει να παρανομούν ατιμώρητα —ή αντίστοιχα, στον χώρο της Δικαιοσύνης, όταν προσπαθεί να τη χειραγωγήσει, όχι για τη σωστή απονομή του δικαίου, αλλά για να εξυπηρετήσει συμφέροντα κάθε λογής, πολιτικών ή μη.
Οι άνθρωποι δεν είναι τέλειοι, άρα δεν μπορούν να λειτουργούν τέλεια και οι ανθρώπινοι θεσμοί. Αυτό λοιπόν που εγγυάται σε μια δημοκρατία, κατά το δυνατόν, την αποφυγή των έκνομων συμπεριφορών και για τον πολίτη αλλά και το κράτος, είναι η ύπαρξη θεσμών ελέγχου. Μιλώντας για την αστυνομία ενός μηχανισμού που, για να το πούμε κατά τη γνωστή λατινική ρήση «θα φυλάττει τους φύλακες». Αυτή είναι η λεγόμενη Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων, ο φόβος και ο τρόμος των αστυνομικών που δεν κάνουν σωστά της δουλειά τους, που σίγουρα όλοι την έχουμε δει και ξαναδεί εν δράσει σε ταινίες και τηλεοπτικές σειρές.
Η Ελληνική Αστυνομία διαθέτει Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων —αυτούς που συνήθως τους λέμε «Αδιάφθορους»— από το 1999. Και πριν από αυτό; Τίποτε. Μηδέν. Κανένας θεσμός δεν υπήρχε για να ελέγχει την τήρηση των κανόνων και του νόμους μέσα στην αστυνομία, να βρίσκει και να τιμωρεί τους παραβάτες. Σας φαίνεται απίθανο ίσως. Και όμως: ως το 1999 η Ελληνική Αστυνομία δεν είχε τους Αδιάφθορούς της. Το ότι τους απέκτησε δεν είναι έργο μιας κυβέρνησης, είναι έργο ενός ανθρώπου: του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, τότε υπουργού Δημόσιας Τάξης. Συνήθως το όνομα του Χρυσοχοΐδη αναφέρεται για τη συμβολή του στην εξιχνίαση της δράσης και τη σύλληψη της τρομοκρατικής οργάνωσης «17 Νοέμβρη». Αυτό σβήνει το εξίσου, αν όχι και σπουδαιότερο έργο του, που του το χρωστάμε εθνικό χρέος: την ίδρυση των Αδιάφθορων. Το σκέφτηκε, το αποφάσισε και το εφάρμοσε με δική του αποκλειστική πρωτοβουλία. Και μάλιστα, αγνοώντας τα κομματικά έβαλε επικεφαλής, για να στήσει το νέο σώμα, το σπουδαιότερο τότε λαγωνικό της Ασφάλειας, τον Βασίλη Τσιατούρα.
Στα τέσσερα χρόνια που διοίκησε το τμήμα ο Τσιατούρας, με την ενίσχυση του Χρυσοχοΐδη, βρήκαν τον δρόμο στον εισαγγελέα σχεδόν χίλιες δικογραφίες κατά αστυνομικών, ενώ κοντά διακόσιες από αυτές ήταν κατά ανώτερων αξιωματικών, από το τμήμα Ειδικών Ερευνών. Οι περισσότεροι από όσους στάλθηκαν στη Δικαιοσύνη αποτάχθηκαν και πολλοί τιμωρήθηκαν όπως τους άξιζε. Άνεμος ανανέωσης και εξυγίανσης έπνευσε στην αστυνομία.
Ο ερχομός του ΣΥΡΙΖΑ βρήκε επικεφαλής των Αδιάφθορων ένα από τα πρώτα στελέχη τους, αρχικά υπεύθυνο των Ειδικών Υποθέσεων, τον Σταύρο Σταυρόπουλο. Είναι από τους θρύλους της Αστυνομίας: ο Σταυρόπουλος είναι ένας απηνής διώκτης του εγκλήματος, που έχει το αμφίβολο προνόμιο να έχει επικηρυχθεί επανειλημμένα από τους αρχιγκάνγκστερ του υποκόσμου μας. Υπήρξε ο μακροβιότερος προϊστάμενος στο τμήμα Ανθρωποκτονιών, εννιά ολόκληρα χρόνια, ο μόνος αστυνομικός διεθνώς που πέτυχε 100% εξιχνίαση στις υποθέσεις απαγωγών, και όσο διοίκησε το τμήμα Ανθρωποκτονιών τα υψηλότερα ποσοστά εξιχνίασης δολοφονιών στην Ευρώπη. Αφήνοντας πίσω του μια σειρά λαμπρών συνεχιστών, ο Σταυρόπουλος τοποθετήθηκε κατόπιν, πολύ σωστά, επικεφαλής των Αδιάφθορων.
Διόλου όμως δεν άρεσε αυτό στη νέα κυβέρνηση που ήθελε, όπως το έλεγε ωμά, «όχι μόνο την κυβέρνηση αλλά και την εξουσία». (Τη διαφορά την καταλαβαίνουν μόνο άνθρωποι με σταλινικές-δικτατορικές συνειδήσεις, σαν αυτούς που διατύπωσαν τη φρικαλέα αυτή θέληση.) Και για να πάρουν την εξουσία, όπως θα ήθελαν, έπρεπε να χειραγωγήσουν πρώτα από όλα τους μηχανισμούς της νόμιμης βίας: την αστυνομία και τη Δικαιοσύνη. Ξέρουμε πολλά για αυτά που έκαναν σε αυτούς τους χώρους, άλλοτε ως απόπειρες και άλλοτε δυστυχώς με επιτυχία. Αλλά στην Αστυνομία το μεγάλο αγκάθι στο μάτι τους ήταν ο Σταύρος Σταυρόπουλος, ως επικεφαλής των Αδιάφθορων. Γιατί δεν ήταν μόνο σπουδαίος αστυνομικός, μα και αδαμάντινος χαρακτήρας. Κι έτσι (είναι να απορεί κανείς;) δεν κράτησε πάνω από χρόνο τη θέση του με την κυβέρνηση. Επανειλημμένα έβαζε βαθιά το μαχαίρι σε υποθέσεις που αφορούσαν κρατική διαφθορά και εγκληματικά δίκτυα μέσα στην Αστυνομία. Μα κάποια στιγμή άγγιξε δίκτυα ανθρώπων που είχαν υψηλές επαφές, μέσα στο κόμμα που κυβερνούσε. Τον πέταξαν από τη θέση, και αμέσως μετά από την Αστυνομία, με έναν τρόπο εξευτελιστικό για τους ίδιους. Αλλά ο βρεμένος τη βροχή δεν τη φοβάται: οι ξεφτίλες δεν φοβούνται τον εξετευλισμό. Και έτσι, έβγαλαν τον Σταυρόπουλο από τους Αδιάφθορους μόλις οι εφημερίδες είχαν δημοσιεύσει διαλόγους από νόμιμες παρακολουθήσεις που αποδείκνυαν κατά τον πιο περίτρανο τρόπο τη διαφθορά που εκείνος πολεμούσε —και τις κυβερνητικές της διασυνδέσεις. Δεν ντράπηκαν και τον πέταξαν αμέσως. Και εκείνος ο ανεκδιήγητος Τόσκας (ο άνθρωπος αυτός που είχε κολλημένο τον κωδικό τού υπολογιστή του στον κομπιούτερ του, να φαίνεται στις φωτογραφίες όπου ποζάριζε) είχε το θράσος να κατηγορήσει τον Σταυρόπουλο, ο νάνος τον γίγα, ως ανεπαρκή.
Είπα παραπάνω ότι πιστεύω βαθιά στο λειτούργημα της Αστυνομίας ως στυλοβάτη της δημοκρατίας. Αλλά και σέβομαι και τιμώ την Ελληνική Αστυνομία γιατί είχα την τιμή να γνωρίσω ανθρώπους σαν τον Βασίλη Τσιατούρα και τον Σταύρο Σταυρόπουλο. Σίγουρα δεν είναι οι μόνοι άξιοι. Και αν και προσωπικά δεν έχω γνωρίσει πολλούς να τους συναγωνίζονται στην αριστεία, σίγουρα υπηρετούν ακόμα και σήμερα, ελάχιστοι υψηλόβαθμοι —τους άλλους τους κλάδεψαν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ— αλλά πολύ περισσότεροι νεότεροι, που είναι λαμπροί αξιωματικοί και τιμούν τον όρκο και τη στολή τους. Άλλη ευχή δεν έχω να τους δώσω παρά να γίνουν σαν τον Τσιατούρα και τον Σταυρόπουλο.
Οι δικοί μας πολιτικοί παριστάνουν τους δημοκράτες, τους προασπιστές των αδυνάτων τάχα. Και οι υποτακτικοί τους, τους αφοσιωμένους λειτουργούς του νόμου
Αλλά δυστυχώς, υπάρχουν και πολλοί από τους άλλους, και τελευταία τα ανώτατα κλιμάκια κατακλύζονται. Όσο για τους Αδιάφθορους, έχουν τους επικεφαλής που αξίζουν στην κυβέρνηση που τους διόρισε: αυτούς που κάνουν τα στραβά μάτια στη βαθιά ανομία, όταν κυρίως αυτή αγγίζει τις βουλές της κυβέρνησης. Δεν έχουν οι άνθρωποι αυτοί ούτε το σθένος, ούτε τον πατριωτισμό, ούτε το ήθος ούτε την παληκαριά για να χτυπήσουν τη διαφθορά. Και αυτό σημαίνει ότι μέσα στη σημερινή αστυνομία υπάρχει μια ολόκληρη φλέβα σαπίλας, που αρχίζει πολύ ψηλά και περνώντας από τα απαραίτητα ενδιάμεσα στάδια φτάνει πολύ χαμηλά. Από στρατηγούς ως αστυφύλακες, για να τα κάνω λιανά.
Αλλά βέβαια, και οι ανώτατοι άτιμοι αξιωματικοί (όσοι είναι τέτοιοι γιατί, επαναλαμβάνω, υπάρχουν λίγες λαμπρές εξαιρέσεις) δεν λειτουργούν μόνο για το κέφι και το συμφέρον τους. Εντολές παίρνουν. Τα κομματικά αφεντικά τους υπακούουν: ελεεινοί και ανάξιοι, αυτοί που θα έπρεπε να έχουν μόνο άρχοντα το Σύνταγμα και τους νόμους.
Θα αναφερθώ σε μία περίπτωση τέτοιας άθλιας ανομίας που αρχίζει από την κορυφή, στα ανώτατα κλιμάκια της πολιτικής εξουσίας, περνά από τα ανώτατα κλιμάκια της αστυνομίας και φτάνει ως κάποιους άθλιους εκτελεστές της παράνομης βίας, μίσθαρνα όργανα του κακού. Μιλώ για τις επαναπροωθήσεις τούρκων αντικαθεστωτικών. Οι άνθρωποι αυτοί έρχονται στην πατρίδα μας ικέτες, ελπίζοντας να βρουν εδώ προστασία από ένα βάρβαρο καθεστώς που τους διώκει. Πιστεύουν ότι είμαστε δημοκρατική ευρωπαϊκή χώρα —γι’ αυτό έρχονται. Δεν ξέρουν όμως, ότι τη φύλαξη του νόμου την έχουν στα χέρια τους στο συγκεκριμένο θέμα άνθρωποι που ανήκουν στον πολιτικό και ηθικό μεσαίωνα. Και έτσι, αντί για προστασία, βρίσκουν εδώ μια βαρβαρότητα χειρότερη ακόμα από αυτή που άφησαν. Και τη λέω χειρότερη γιατί για τον Ερντογάν δεν αμφιβάλλει κανείς ότι είναι τύραννος —κι ο ίδιος το ξέρει και καμαρώνει άλλωστε. Ενώ οι δικοί μας πολιτικοί παριστάνουν τους δημοκράτες, τους προασπιστές των αδυνάτων τάχα. Και οι υποτακτικοί τους, τους αφοσιωμένους λειτουργούς του νόμου. Για αυτό τους λέω χειρότερους και από τα όργανα του τυράννου της Τουρκίας: γιατί οι πολιτικοί και αστυνομικοί που εμπλέκονται στον βρωμερό αυτό παιχνίδι προσθέτουν στα εγκλήματά τους την ύβρη της υποκρισίας.
Για να ξεκαθαρίσουμε τον όρο: επαναπροώθηση δεν είναι, όπως πήγε να μας κάνει να πιστέψουμε με παραπλανητικές δηλώσεις η υπουργός Προστασίας του Πολίτη (ο Θεός να την κάνει!), ότι τάχα αρνούμαστε στα σύνορα την είσοδο, μέσω νομίμων διαδικασιών, σε κάποιους τούρκους πολίτες. Αμ δε! Στις επαναπροωθήσεις οι τούρκοι ικέτες, φυγάδες από τον τύραννο, οι δύσμοιροι άνθρωποι, που έρχονται να βρουν σωτηρία στην πατρίδα μας, έχουν μπει κατά πολλά χιλιόμετρα μέσα στην ελληνική επικράτεια, και παραδίδονται, ερίφια προς σφαγήν, στην Ελληνική Αστυνομία: πάνε οι φουκαράδες, αγνά και αφελώς, σε ελληνικά αστυνομικά τμήματα, και εκεί δηλώνουν τα στοιχεία τους και ότι ζητούν πολιτικό άσυλο.
Και εκεί κάποιοι ένστολοι, επίορκοι, που φέρουν ανάξια τον τίτλο των αστυνομικών, άθλιοι άνθρωποι, αντιδρούν όπως έχουν διαταχθεί από πάνω: αρπάζουν (δεν συλλαμβάνουν επίσημα) τους ικέτες, τους κρατάνε κάποιες ώρες παράνομα, και αφού τους κλέψουν ό,τι υλικά πολύτιμο έχουν πάνω τους (εκτός των άλλων είναι και κοινοί κατσαπλιάδες δηλαδή) τους πάνε με κρατικά αυτοκίνητα χωρίς πινακίδες, φορώντας κουκούλες, στον Εβρο, και τους παραδίδουν στην ελληνική όχθη σε παρακρατικούς του Ερντογάν, που έχουν έρθει ειδοποιημένοι από τους δικούς μας για να τους παραλάβουν, και να τους παραδώσουν μετά στην Αδριανούπολη ή άλλου, στους βασανιστές του τυράννου, και έπειτα σε αυτό το απάνθρωπο σύστημα που ο Ερντογάν έχει το θράσος να αποκαλεί «δικαιοσύνη».
Κι ο τύραννος ελπίζω ότι θα έχει μια μέρα τη μοίρα όλων των τυράννων, που είτε από τον ανθρώπινο ή τον θεϊκό νόμο τιμωρούνται. Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι γι’ αυτό. Αλλά μπορούμε και παραμπορούμε για τους δικούς μας εγκληματίες, που ξεφτιλίζουν τη ιστορία, τις αξίες και τους θεσμούς μας.
Η Ελλάδα έχει αστυνομικούς και έχει δικαστές και θέλω να ελπίζω ότι θα έχει και πολιτικούς, με εξουσία, που θα τιμήσουν τον όρκο τους και θα φανούν αντάξιοι στο καθήκον
Το έγκλημα, όπως είπα, αρχίζει από ψηλά: από τους επίορκους πολιτικούς, που σε κρυφές συνεννοήσεις με τούρκους ομόλογους τους, συμφώνησαν σε αυτή την απάνθρωπη μεθόδευση των παράνομων επαναπροωθήσεων τούρκων καθεστωτικών από το ελληνικό έδαφος. Από εκεί και πέρα, από τους πολιτικούς πάμε στους αστυνομικούς, που από πάνω ως κάτω, από τα ανώτατα κλιμάκια ως τους κάτω εγκληματίες, διαπράττουν σε συνεννόηση και με αλληλοκάλυψη το έγκλημα των επαναπροωθήσεων. Αυτό περιέχει μπόλικα κακουργήματα κατά τον ποινικό μας κώδικα, αλλά και απαιτεί παράβαση των διεθνών συμφωνιών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, και κάθε νόμο, ιερό και ανθρώπινο, που ορίζει την ανθρωπιά μας. Και, χωρίς να είμαι νομικός, μου μυρίζει και λίγο από τον ορισμό της προδοσίας: έλληνες, που ορκίστηκαν στο Σύνταγμα και τον νόμο, που εξελέγησαν ή διορίστηκαν για να τα υπηρετούν, συνωμότησαν, κρυφά και παράνομα, με αξιωματούχους αντίπαλης χώρας, να παραβιάσουν το Σύνταγμα και τους νόμους μας βλάπτοντας έτσι την πατρίδα μας, για χάρη του όφελους μιας ξένης δύναμης.
Και όσο για το Τμήμα Εσωτερικών Υποθέσεων, που θα ήταν η αρμοδιότητά του να αντιμετωπίσει αυτό το αίσχος, όσο ακούσατε εσείς να ασχολείται με το θέμα και να συλλαμβάνει τους εγκληματίες, άλλο τόσο άκουσα και εγώ: δηλαδή καθόλου.
Ευτυχώς όμως το έγκλημα αυτό φτάνει στο τέλος του και οι εγκληματίες πλησιάζουν την ώρα της δίκαιας τιμωρίας. Γενναίοι άνθρωποι από τις τοπικές κοινωνίες του Εβρου κυρίως, άλλοι έλληνες πολίτες με κάποια σχετική αρμοδιότητα, άλλη μέλη μη κερδοσκοπικών οργανώσεων αλλά και απλοί πολίτες, συνέβαλλαν ώστε κάποιες από τις πρόσφατες περιπτώσεις να έρθουν στο φως της δημοσιότητας. Και όχι μόνο αυτοί: άνθρωποι διπλά γενναίοι, τούρκοι πολίτες που είτε βρίσκονται στην Ελλάδα διωκόμενοι ή και στις φυλακές του Ερντογάν, μέσα από τα μπουντρούμια της απόγνωσης, τόλμησαν να καταθέσουν μηνύσεις στην ελληνική Δικαιοσύνη, κατονομάζοντας και καταγγέλλοντας τούς επί τόπου αυτουργούς.
Η Δικαιοσύνη είμαι σίγουρος πια ότι, ανεμπόδιστη από παράνομες κυβερνητικές παρεμβάσεις, θα κάνει σωστά τη δουλειά της. Οι ντόπιοι επίορκοι, οι άμεσοι αυτουργοί, θα έχουν την κρίση που τους αξίζει—οι πρώτοι από αυτούς δηλαδή, γιατί περιμένουν και άλλοι στη σειρά, οι παραπάνω. Αλλά ελπίζω ότι η νέα κυβέρνηση και η νέα ηγεσία του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, όπως και κάθε αρμόδιο όργανο, αστυνομικό και δικαστικό, με τη συνδρομή πλέον της πολιτείας, θα βοηθήσουν για να μπει το μαχαίρι βαθιά, και να αποκαλυφθεί σε όλη της την έκταση, μέχρι την κορυφή, η σκευωρία. Η Ελλάδα έχει αστυνομικούς και έχει δικαστές και θέλω να ελπίζω ότι θα έχει και πολιτικούς, με εξουσία, που θα τιμήσουν τον όρκο τους και θα φανούν αντάξιοι στο καθήκον. Και έτσι οι επίορκοι και οι κακούργοι θα τιμωρηθούν όπως τους αξίζει, όποιες και όποιοι και αν είναι, όσο ψηλά. Όπως αρμόζει σε μια δημοκρατία, που έχει το ύψιστο δικαίωμα και υποχρέωση να διαχειρίζεται το μονοπώλιο της βίας. Και πρέπει να το κάνει σωστά, τίμια, έννομα και με οδηγό πάνω από όλα το δίκιο και την ανθρωπιά. Για να είναι πραγματική δημοκρατία.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News