Αυτοί που το 1940 ήταν είκοσι χρονών και πολέμησαν στην Αλβανία, έχουν πεθάνει προ πολλού. Αν ζούσαν σήμερα θα ήταν ακριβώς εκατό χρονών. Τα παιδιά τους είναι άνω των εβδομήντα, τα εγγόνια τους είναι μεταξύ σαράντα και πενήντα, τα δισέγγονα τους είκοσι χρονών. Κοντολογίς, οι ήρωες και νικητές που γιορτάζουμε σήμερα έχουν φύγει, τα παιδιά τους που άκουσαν τις μαρτυρίες τους στα οικογενειακά τραπέζια με το ζόρι αρθρώνουν πια μια πρόταση, τα εγγόνια τους κάτι αχνό θυμούνται ότι έκανε ο παππούς τους στον πόλεμο και τα δισέγγονα τους δεν έχουν ιδέα ότι ο προ-προ-πάππος τους φώναζε «Αέρα!» στην Αλβανία για την οποία γίνεται παρέλαση κάθε χρόνο. Αν δεν την μπερδεύουν με την Αγία Λαύρα.
Κι όμως, που και που ξεπροβάλλουν ακόμα κάτι τύποι που όντας σήμερα εξηντάρηδες, όταν ήταν εικοσάρηδες είχαν βίτσιο να ρωτούν τότε ενενηντάρηδες. «Τι έκανες ρε θείο στον πόλεμο, για πες μου, πως ήταν εκεί;» ρωτούσαν το ξεδοντιασμένο ραμολί που είχαν απέναντι. Και κείνος ο ασπρομάλλης του ’80 (που έχει πλέον γίνει προ πολλού αστρική σκόνη) άνοιγε το στόμα του κι έλεγε τις ιστορίες του. Αλλο η Ιστορία, άλλο οι ιστορίες. Η Ιστορία καταγράφει αντικειμενικά και μακροσκοπικά, οι ιστορίες είναι βουτηγμένες στον υποκειμενισμό και το συναίσθημα. Η Ιστορία δεν είναι ηρωική, οι ιστορίες ενίοτε είναι. Καμιά φορά είναι απλώς δραματικές ή φρικτές.
«Εκεί, λίγο πιο έξω από το Πόγραδετς, μου ‘φεραν δώδεκα Ιταλούς αιχμαλώτους. Υπήρχαν κάτι λίγοι Ιταλοί που πολεμούσαν λυσσασμένα, αλλά οι περισσότεροι με το παραμικρό παραδίδονταν. Δεν ήθελαν να σκοτωθούν ή να τραυματιστούν για τον Μουσολίνι, ήταν και καλομαθημένοι, δεν άντεχαν τις κακουχίες. Τους είχαν καλύτερα ντυμένους και ταϊσμένους από μας, αλλά ήταν όλοι άρρωστοι. Μια μέρα να βουτούσαν στην λάσπη, πάθαιναν πνευμονία. Εμείς ήμασταν τρεις μήνες και δεν είχαμε πάθει τίποτα. Μόνο κρυοπαγήματα δεν είχαν, οι αρβύλες τους ήταν καλύτερες απ’ τις δικές μας.
»Μόλις τους πιάναμε, το πρώτο που κάναμε ήταν να ψάξουμε τις τσέπες και τα σακίδια τους. Ήταν γεμάτα με σταφίδες, κονσέρβες και σοκολάτες. Τους τα παίρναμε και ξεγελούσαμε την πείνα μας. Οι αιχμάλωτοι έπρεπε να πάνε στα μετόπισθεν. Κάθε δυο Ιταλοί λοιπόν, παίρνανε από ένα φορείο με έναν δικό μας βαριά τραυματία και ξεκινούσαμε προς το νότο. Από τα υψώματα που γίνονταν οι μάχες, συνήθως θέλαμε μια μέρα δρόμο για να φτάσουμε σε χωματόδρομο. Από κει τα ασθενοφόρα έπαιρναν τους τραυματίες για τα Γιάννενα, οι αιχμάλωτοι συνέχιζαν με τα πόδια ως την Ηγουμενίτσα. Εκεί –είχαμε μάθει- είχαν περιφράξει ένα χωράφι και τους μάντρωναν.
»Στα μέσα της διαδρομής σταματήσαμε σ’ ένα χωριό να ξεκουραστούμε. Δυο εμείς που τους συνοδεύαμε, δώδεκα οι αιχμάλωτοι, έξι τα φορεία με τους τραυματίες που όλο φώναζαν από τους πόνους. Κι εκεί στην στάση, δεν ξέρω που διάολο βρήκε ένας αιχμάλωτος μια μπουκάλα με ρακί, μάλλον θα τους την έδωσε κάποιος ντόπιος Αλβανός που τους λυπήθηκε, μέσα σε δέκα λεπτά την κατέβασε όλη κι έγινε ο Ιταλός στουπί. Ξάπλωσε χάμω και αρνιόταν να σηκώσει το φορείο.
»Προσπάθησαν οι υπόλοιποι Ιταλοί να τον φέρουν στα συγκαλά του, φοβήθηκαν μην πάθουν καμιά ζημιά όλοι εξ αιτίας του, αλλά αυτός τίποτα. Όλο “βανφακούλο” φώναζε, μας έδειχνε τ’ αρχίδια του προκλητικά κι αρνιόταν να σηκώσει το φορείο με τον τραυματία. Ήταν σκνίπα, δεν καταλάβαινε που βρισκόταν. Την βαράει στον άλλον φαντάρο που ήμασταν μαζί, Κρητικός ήταν, τραβάει την ξιφολόγχη και του ορμάει. Αν δεν έμπαινα στη μέση θα τον είχε ξεκοιλιάσει εκεί μπροστά μας. Φτηνά την γλύτωσε ο Ιταλός εκείνο το μεσημέρι, έφαγε δυο-τρεις γερές μ’ ένα στυλιάρι, συνήλθε και ξαναμπήκε στην γραμμή.»
«Μπράβο θείε που δεν άφησες να δολοφονηθεί ένας αιχμάλωτος. Έτσι είναι το σωστό».
«Δεν μ’ ένοιαζε για τον Ιταλό παιδάκι μου. Αλλά αν τον σκότωνε, θα πέθαινε και ο δικός μας στο φορείο. Ποιος θα τον κουβαλούσε;»
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News