Πριν καν δημοσιευθούν οι διατάξεις του νόμου περί της ίδρυσης μη κερδοσκοπικών ιδιωτικών πανεπιστημίων, η συζήτηση για τους στόχους αλλά και το ύφος της μεταρρύθμισης –εντός ή εκτός εισαγωγικών– έχει ανάψει. Τι ακριβώς θέλει να κάνει η κυβέρνηση; Πρόκειται πράγματι για (μια ακόμα) εκπαιδευτική μεταρρύθμιση; Μήπως τελικά το κέρδος δεν θα είναι της Παιδείας αλλά της οικονομίας και δη της εσωτερικής απελευθέρωσης μιας προσοδοφόρας αγοράς που σήμερα παραμένει κλειστή, άρα στρέφεται στο εξωτερικό; Ή απλώς πρόκειται για μια κυβερνητική παρέμβαση στο πεδίο των συμβόλων, ώστε να δοθούν ισχυρότερα φιλελεύθερα διαπιστευτήρια σε αυτούς που επιμένουν να τα ζητούν;
Στα ελληνικά πανεπιστήμια εισάγονται κάθε χρόνο περίπου 80.000 πρωτοετείς φοιτητές. Ακόμα αναζητείται μια αξιόπιστη έρευνα για να βεβαιωθούμε πόσοι από αυτούς που τελικά λαμβάνουν πτυχίο απασχολούνται στο αντικείμενο το οποίο σπούδασαν. Πάντως, από την καθημερινή επαφή που έχει ο καθένας από εμάς με τον περίγυρό του, μπορεί να διαπιστώσει εύκολα ότι ένα αξιοσημείωτο ποσοστό των αποφοίτων είτε βγαίνει στο μεροκάματο (εστίαση, τουρισμός κ.λπ.) είτε εργάζεται σε άλλον, άσχετο τομέα από αυτόν στον οποίο εξειδικεύτηκε, αξιοποιώντας το πτυχίο του απλώς ως τεκμήριο αποφοίτησης από την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Με λίγα λόγια, αυτή τη στιγμή μπορεί από την αγορά εργασίας να λείπουν σερβιτόροι, γραμματείς, διανομείς και τεχνικοί. Δεν λείπουν, όμως, περισσότεροι πτυχιούχοι – ειδικά αυτοί των θεωρητικών σχολών.
Μπορεί να είναι θλιβερή, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα. Ψάξτε για παράδειγμα τους αποφοίτους ενός τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας ελληνικού πανεπιστημίου και βρείτε με τι ασχολούνται σήμερα. Το παράδειγμα δεν είναι τυχαίο, καθώς, αναζητώντας τι είδους σχολές θα μπορούσαν να ανοίξουν στη χώρα, εύκολα σκέφτεται κανείς αυτές των κλασικών σπουδών, που ταιριάζουν με τον ελληνικό χωροχρόνο και το ευρύτερο πολιτισμικό περιβάλλον.
Τι θα κερδίσουμε, όμως, αν στους ήδη υπάρχοντες πτυχιούχους προστεθούν ετησίως ακόμα μερικές εκατοντάδες; Δεν λείπουν πτυχία. Λείπει μια ορθολογική αναδιάρθρωση του αριθμού εισακτέων-πτυχιούχων και η σύνδεσή τους με τις σύγχρονες ανάγκες στην αγορά εργασίας. Αρα, λοιπόν, η δραστηριοποίηση ιδιωτικών πανεπιστημίων ως κίνηση υπέρ της εκπαιδευτικής διεύρυνσης και παραγωγής επιπλέον νέων με (κάποιο) πτυχίο είναι εξ ορισμού προβληματική. Δεν μπορεί να είναι αυτός ο στόχος της.
Από την άλλη πλευρά, τα παιδιά που δεν μπαίνουν σε ελληνικό ΑΕΙ ή επιλέγουν να σπουδάσουν στο εξωτερικό είναι περί τις 40.000 ετησίως. Και εδώ ξεκινούν τα πιο δύσκολα: Αν το πιάσουμε από τους λίγους, πιστεύετε ότι είναι πολλές από τις «ελίτ» οικογένειες της χώρας που θα προτιμήσουν να στείλουν τα παιδιά τους στο παράρτημα του τάδε μη κερδοσκοπικού ξένου πανεπιστημίου στην Αθήνα αντί του ίδιου του Χάρβαρντ ή του Κολούμπια; Γιατί να το κάνουν αυτό; Ή μήπως οι κάποιες εκατοντάδες νέοι που λαμβάνουν υποτροφία για ένα μεγάλο ίδρυμα του εξωτερικού θα σκεφτούν ότι είναι καλύτερο να μείνουν στην Ελλάδα; Αρνητικές είναι αμφότερες οι απαντήσεις.
Με τα παραπάνω ως δεδομένα, φτάνουμε στην οικονομική πτυχή του θέματος. Εκεί το ζήτημα αποκτά βάση. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του Απόστολου Λακασά στην «Καθημερινή» της 24ης Δεκεμβρίου, το 6,5% του ΑΕΠ της Κύπρου προστίθεται από τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Αντιστοίχως, για την Ελλάδα η πρόβλεψη φθάνει το 1%. Δεν είναι και λίγο. Δεν μπορούμε, όμως, να μιλάμε για «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση». Αν θέλουμε, απλώς, να κρατήσουμε εδώ το χρήμα – αλλά και να φέρουμε, ενδεχομένως, λίγο ακόμα από την ευρύτερη γειτονιά, δηλαδή Κύπρο, Βαλκάνια, άντε και ανατολική Ευρώπη, έχει καλώς. Ως εκεί.
Ενα επιπλέον καίριο ζήτημα, που σχετίζεται με το αναφαίρετο δικαίωμα στην εργασία, αλλά και με την ισότητα στην αφετηρία της επαγγελματικής σταδιοδρομίας, έχει να κάνει με τον τρόπο εισαγωγής στα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Αν δεν υπάρξει μελλοντικά εθνικό απολυτήριο, τότε οτιδήποτε άλλο εκτός από άμεση σύνδεση της εισόδου με τις πανελλαδικές εξετάσεις θα πυροδοτεί εκ των πραγμάτων την ανισότητα. Θα αποφασίζει το ίδρυμα τον τρόπο εισαγωγής, αλλά το πτυχίο του θα είναι ισάξιο με αυτό του ελληνικού ΑΕΙ;
Δηλαδή, ο απόφοιτος της Νομικής Αθηνών θα έχει ισάξιο πτυχίο με αυτόν της Νομικής του παραρτήματος του μη κερδοσκοπικού πανεπιστημίου που θα εισάγεται, για παράδειγμα, με κύριο κριτήριο τον βαθμό στη Γ’ Λυκείου; Και αν κανείς επικαλεστεί τη «σοφία» της αγοράς, που θα κρίνει ποιος πτυχιούχος από τους δύο είναι καλύτερος, κάτι τέτοιο δεν ισχύει σε έναν διαγωνισμό επιλογής προσωπικού τύπου ΑΣΕΠ.
Αν, πάλι, συνδεθεί η εισαγωγή στα ξένα ιδρύματα με τις πανελλαδικές, τότε θα πρέπει να μειωθούν οι θέσεις εισακτέων, άρα να μειωθεί η χρηματοδότηση, άρα να κλείσουν τμήματα, άρα να φθάσουμε στη συρρίκνωση του δημόσιου πανεπιστημίου. Ολα αυτά δεν είναι απαραιτήτως κακά, πρέπει όμως αφενός να αποδεχθούμε ότι θα γίνουν, αφετέρου να παραδεχθούμε ότι θέλουμε να γίνουν.
Κάποτε ακολουθήθηκε το μοντέλο ίδρυσης πανεπιστημιακών σχολών στην επαρχία ώστε να αναπτυχθούν οι διάφορες κωμοπόλεις. Αν και ακόμα δεν γνωρίζουμε τις ακριβείς προβλέψεις του νομοσχεδίου για την ίδρυση των μη κερδοσκοπικών ιδιωτικών ιδρυμάτων, η κυβερνητική πρωτοβουλία μοιάζει πολύ περισσότερο με οικονομική πολιτική παρά με εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Μπορεί έτσι να σπάει ένα μεταπολιτευτικό ταμπού –και μάλιστα αυτό με τις βαθύτερες ρίζες–, σίγουρα όμως δεν λύνεται το δομικό πρόβλημα προσανατολισμού και φιλοσοφίας που ταλανίζει τη δημόσια ελληνική εκπαίδευση. Από το δημοτικό έως και το πανεπιστήμιο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News