Από το 2012 ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα άρχισε να «λεηλατεί» τον χώρο του πάλαι ποτέ κραταιού ΠΑΣΟΚ. Στις εκλογές του Ιουνίου αυτού του έτους το άλλοτε περιθωριακό κόμμα της παραδοσιακής Αριστεράς (3%-4%) εκτινάχθηκε στο 26,89%. Και το ΠΑΣΟΚ, που μόλις τρία χρόνια πριν είχε 44%, έπεσε στο 12,28%. Η «λεηλασία» ολοκληρώθηκε το 2015, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ έφτασε το 35% και έγινε κυβέρνηση, ενώ το ΠΑΣΟΚ κινδύνευσε να μείνει εκτός Βουλής (4,68%).
Τότε, λοιπόν, μπήκαν οι βάσεις για την αλλαγή «ιδιοκτήτη» στον μεγαλύτερο εκλογικό χώρο στην Ελλάδα, αυτόν που αποκαλείται «δημοκρατική (ή προοδευτική) παράταξη» ή Κεντροαριστερά και εκπροσωπήθηκε από το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου και του Κώστα Σημίτη από το 1981 και μετά. Στις επόμενες εκλογές θα κριθεί οριστικά αν οι «τίτλοι ιδιοκτησίας» θα περάσουν οριστικά στα χέρια του («ενοικιαστή» σήμερα) Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ ή αν θα συνεχιστεί η διαμάχη με το Κίνημα Αλλαγής, που είναι πλέον (μετά την αποχώρηση του Ποταμιού και της ΔΗΜΑΡ) το εναπομείναν ΠΑΣΟΚ.
Η μάχη έχει ήδη αρχίσει. Μετά την απαλλαγή του από τον Πάνο Καμμένο, ο κ. Τσίπρας έχει βάλει μπροστά το σχέδιο «συγκρότηση του προοδευτικού πόλου», που είναι επί της ουσίας η απόπειρα για την δική εγκατάσταση, οριστική πια, στο κέντρο του μεγάλου αυτού πολιτικού χώρου. Η τοποθέτηση δύο πρώην στελεχών του (επί Γιώργου Παπανδρέου) ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση με τον μίνι ανασχηματισμό που έκανε (εδώ), είναι μία από τις κινήσεις του σχεδιασμού που έχει καταστρώσει, όχι η σημαντικότερη. Αλλωστε, τα δύο αυτά στελέχη είναι χαμηλής εμβέλειας. Αλλά δεν είναι κίνηση τόσο αμελητέα όσο απαξιωτικά επιχείρησε να την παρουσιάσει το ΚΙΝΑΛ –εδώ). Για δύο λόγους:
Πρώτον, διότι σε μια περίοδο που (υποτίθεται ότι) ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο αποδοχής του στο εκλογικό σώμα, υπάρχουν στελέχη από άλλους χώρους που δεν αρνούνται να ενταχθούν σ’ αυτόν. Και
Δεύτερον, διότι είχαν προηγηθεί και αποχωρήσεις άλλων στελεχών, τοπικής εμβέλειας, από το ΠΑΣΟΚ, κάτι που δεν συμβάλλει στην εικόνα ανάκαμψης που θέλει να εμφανίσει ηγεσία του.
Επιπλέον, ο κ. Τσίπρας δεν έχει εξαντλήσει ακόμα τις κινήσεις του στην προσπάθεια που κάνει να εμφανιστεί αυτός ως ο ηγέτης της «μεγάλης προοδευτικής παράταξης». Δεν θα αργήσει η εμφάνιση προβεβλημένων προσώπων και από τις δύο εκδοχές το πρώην ΠΑΣΟΚ (παπανδρεϊκού και σημιτικού), που θα ταχθούν στο πλευρό του ΣΥΡΙΖΑ. Επίσης, θεωρείται βέβαιο ότι στο ευρωψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ θα αποτυπωθεί αυτό το «άνοιγμα».
Το βασικό «όπλο» που έχει -και χρησιμοποιεί κατά κόρον- ο κ. Τσίπρας προς αυτήν την κατεύθυνση είναι η κατηγορία που απευθύνει προς την ηγεσία του ΚΙΝΑΛ ότι ταυτίζεται με την ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη στις βασικές επιλογές. Για ψηφοφόρους που έχουν μεγαλώσει πολιτικά με το αντιδεξιό σύνδρομο η κατηγορία αυτή δεν είναι καθόλου αμελητέα. Γι’ αυτό και η υπό την Φώφη Γεννηματά ηγεσία του ΠΑΣΟΚ προσπαθεί να την απορρίψει υιοθετώντας την τακτική των ίσων αποστάσεων από τον ΣΥΡΙΖΑ και την ΝΔ, ένα είδος «διμέτωπου» προς Τσίπρα και Μητσοτάκη.
Η επιλογή αυτή του Πρωθυπουργού δεν έχει μόνο στενά εκλογική στόχευση. Γνωρίζει, ασφαλώς, ότι αυτή η φορά οι πιθανότητες νέας εκλογικής νίκης δεν είναι με το μέρος του και σχεδιάζει και για το «μετά». Αν η σχέση μεταξύ των ποσοστών ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ στις προσεχείς εκλογές δεν αλλάξει ουσιωδώς, τότε ο κ. Τσίπρας θα έχει πετύχει δύο στόχους: θα είναι και ισχυρός στην αντιπολίτευση και ο αδιαμφισβήτητα κυρίαρχος στον πέραν της Δεξιάς χώρο.
Αυτοί είναι οι σχεδιασμοί. Βεβαίως στην πολιτική, όπως και εν γένει στη ζωή, ισχύει η αυτό που λέει η λαϊκή ρήση «άλλα μετράει ο άνθρωπος κι άλλα ο Θεός του βγάζει». Εξίσου ισχυρή, όμως, είναι και αξία μιας άλλης ρήσης: «Οποιος τα ύστερα μετρά ποτέ του δεν σκοντάφτει»…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News