Μέσα σε ένα 24ωρο, από την ανακοίνωση των αυστηρών μέτρων απαγόρευσης της κυκλοφορίας, επιβλήθηκε πρόστιμο σε 164 πολίτες. Αλλοι κυκλοφορούσαν χωρίς να έχουν πάνω τους τη σχετική υπεύθυνη δήλωση ή να έχουν στείλει μήνυμα, άλλοι είχαν δήλωση, αλλά δεν αντιστοιχούσε σε αυτό που έκαναν εκτός σπιτιού.
Την ίδια στιγμή που τα πρόστιμα πέφτουν βροχή για τις αδικαιολόγητες μετακινήσεις, έχουν γίνει τσακωτοί και παραβάτες άλλων ειδών, όπως ιδιοκτήτες καφενείων που άνοιγαν το μαγαζάκι τους, κομμωτήρια και κουρεία που λειτουργούσαν στη ζούλα, βαφτίσεις με τσιλιαδόρο ή καταστήματα με ρούχα που έμεναν ανοιχτά. Από τις 12 Μαρτίου που ξεκίνησαν οι έλεγχοι, έχουν συλληφθεί πάνω από 221 άτομα, που δεν συμμορφώθηκαν με τις υποδείξεις.
Ταυτόχρονα, γίνονται έλεγχοι σε πολίτες που έχουν διαγνωστεί με κορονοϊό, καθώς και έλεγχοι σε όλη την επικράτεια, σε υψηλού και χαμηλού κινδύνου πολίτες σε απομόνωση, οι οποίοι είχαν έρθει σε επαφή με επιβεβαιωμένα κρούσματα, και επιβάλλονται πρόστιμα σε όσους σπάνε την καραντίνα.
Το εκπληκτικό είναι ότι, τώρα, και οι πολίτες «δίνουν» στεγνά όποιον παίρνουν χαμπάρι να παραβαίνει τους κανόνες. Τι μεγάλη διαφορά στάσης, πού να το πιστέψεις ότι θα συνέβαινε. Ο Ελληνας που κάνει σήμα με τα φώτα του αμαξιού του στον οδηγό που έρχεται από την αντίθετη κατεύθυνση με ταχύτητα, για να τον ειδοποιήσει ότι παρακάτω έχει μπλόκο, ο Ελληνας που κλείνει το μάτι στον απέναντι που παρκάρει παράνομα, γιατί κι ο ίδιος θα παρκάρει παράνομα αύριο στο ίδιο μέρος, ο Ελληνας που συνωμοτεί με τον συμπολίτη του εναντίον των κανόνων, όπου τον βολεύει, για να αποφύγουν αμφότεροι την τιμωρία, τώρα καταγγέλλει πρώτος πρώτος την παράβαση.
Αλλά και το κράτος, πόσο μεγάλη η αλλαγή στάσης του απέναντι στον κανόνα που θέτει, με πόση οργάνωση και δυναμικότητα προσπαθεί να κάνει τον πολίτη να τον σεβαστεί. Οι Αρχές ξαμολήθηκαν στους δρόμους, κάνουν υποδείξεις, πραγματοποιούν συνεχείς ελέγχους και τιμωρούν τους παραβάτες. Οχι όποιον τσακώσουν στη χάση και στη φέξη, αλλά κάθε παραβάτη των κανόνων, κάθε στιγμή που θα βρεθεί στον δρόμο του ελέγχου. Φαντάσου να έκαναν το ίδιο και στο παρελθόν, σε άλλες περιπτώσεις. Φαντάσου, για παράδειγμα, να περνούσες με κόκκινο και να έτρωγες καμπάνα στο επόμενο τετράγωνο. Δεν θα ξαναπερνούσες, το πιθανότερο.
Ζούμε έναν εφιάλτη και μια ευλογία ταυτόχρονα. Βέβαια, έπρεπε να έρθει στο κεφάλι μας μια καταστροφή για να πράξουμε το αυτονόητο, ως κράτος και ως πολίτες. Eπρεπε να φτάσουμε να μετράμε την ανθρώπινη ζωή με νούμερα, για να σταθούμε συνεπείς απέναντι στους κανόνες: 700 νεκροί σε μια μέρα στην Ιταλία, 1.000 διασωληνωμένοι στην Ισπανία, 751 κρούσματα η Ελλάδα.
Επρεπε να παρακολουθούμε γιατρούς να λένε, κλαίγοντας, ότι αφήνουν τους μεγαλύτερους να πεθάνουν για να ζήσουν οι νέοι, έπρεπε να διαβάζουμε ιστορίες για ασθενείς που πεθαίνουν μόνοι στα νοσοκομεία, χωρίς να μπορούν να αποχαιρετήσουν τους δικούς τους ανθρώπους, έπρεπε να βλέπουμε στις ειδήσεις φορτηγά του στρατού να μεταφέρουν φέρετρα. Επρεπε να μυρίσουμε στον αέρα τα χνότα του θανάτου για να πούμε: ναι, θα υπακούσουμε στους κανόνες.
Υπάρχουν, βέβαια, και οι ανεύθυνοι που ακόμα και την ύστατη στιγμή, δεν υπάκουσαν. Η διαφορά είναι ότι αυτοί δεν μπόρεσαν εν τέλει να κρυφτούν πίσω από την κουλτούρα ατιμωρησίας, πίσω από την αδιαφορία και την κουτοπονηριά που μας χαρακτήριζαν. Και όσο τους δείχνουμε, εμείς οι υπόλοιποι, με το δάχτυλο, όσο το κράτος τους αντιλαμβάνεται και τους επιβάλλει να πληρώσουν για την ανευθυνότητα τους, γίνονται όλο και λιγότεροι, όλο και πιο αδύναμοι.
Αν μας αφήσει κάτι θετικό ο εφιάλτης που ζούμε, θα είναι η θύμηση ενός κράτους που δούλεψε σαν καλοκουρδισμένο ρολόι, σπρώχνοντας τη συμπεριφορά των πολιτών του προς στη σωστή κατεύθυνση. Εύχομαι και ελπίζω, βέβαια, να μην είναι μια αναλαμπή που μας συνέβη πάνω στο ζόρι, και που θα την ξεχάσουμε στην πορεία, όταν θα περπατάμε πάλι ανέμελοι κάτω από τον ήλιο, χωρίς μάσκα και δικαιολογητικά έγγραφα.
ΥΓ.: Εχω πάντα στο μυαλό μου την αντίδραση φίλου που μένει στο εξωτερικό, όταν του έλεγα ότι εδώ βάζουν παιδιά σάντουιτς στα μηχανάκια και φεύγουν. «Δεν θα έφταναν πολύ μακριά εδώ», μου είχε πει. «Οποιος τους έβλεπε, θα έκανε αμέσως καταγγελία».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News