Αυτό είναι, μάλλον θα ήταν, ένα (ακόμη) άρθρο που ξεκίνησα να γράψω για τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών και τα απόνερά τους. Για τον Μητσοτάκη, τον Κασσελάκη, τον Ανδρουλάκη, για τον Βελόπουλο, την Κωνσταντοπούλου, τη Λατινοπούλου και τους άλλους. Και μετά σκέφτηκα: Who cares? Ποιον ενδιαφέρει; Πόσους νοιάζει; Και τι θα γίνει αν ΔΕΝ το γράψω; Εχασε η Βενετιά βελόνι…
Την προπερασμένη Κυριακή ψήφισαν 4.062.092 ελληνίδες και έλληνες πολίτες. Είμαστε κάπου 10-11 εκατομμύρια, μέσα σε αυτούς και άτομα και ομάδες που δεν έχουν δικαίωμα ψήφου, περίπου 2 εκατομμύρια υπολογίζονται οι έως 17 ετών. Βγάλτε και όσους έχουν παραμείνει στους εκλογικούς καταλόγους ενώ μας έχουν αφήσει χρόνους, στην καλύτερη περίπτωση πρέπει να πήγαν στις κάλπες περίπου οι μισοί από όσες και όσους έχουν δικαίωμα ψήφου. Αρα, τουλάχιστον η μισή Ελλάδα νοιάζεται και παρανοιάζεται. Πάλι καλά, θα πω. Το ερώτημα είναι ποιος νοιάζεται για την άλλη μισή. Οχι πάντως εκείνοι που θα έπρεπε, αν κρίνω και από την «κλάψα» περί αποχής, που όταν προέρχεται από τους πολιτικούς και τους δημοσιογράφους μοιάζει βαθιά υποκριτική.
Θα προσπαθήσω να το εξηγήσω με ένα παράδειγμα.
Ας υποθέσουμε ότι η πολιτική σκηνή είναι μια αγορά. Σκεφτείτε ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο, ένα mall. Κάθε κόμμα είναι ένα κατάστημα, ένα μαγαζί σε αυτή την αγορά. Που, όπως είναι λογικό, θέλει να φέρει κόσμο. Να πουλήσει. Ωστε να συνεχίσει να υπάρχει. Το ίδιο θέλει και το mall, όμως. Γιατί αν πάνε καλά τα καταστήματα, οι λεγόμενοι «tenants» (ενοικιαστές) θα πληρώνουν στην ώρα τους το ενοίκιο, θα αποδίδουν στην ώρα τους (και αυξημένα) τα συμφωνημένα ποσοστά επί του τζίρου, όλοι μαζί θα κερδίζουν και όλοι θα είναι ευχαριστημένοι (και «φορτωμένοι»).
Γι’ αυτό ακριβώς τα malls φροντίζουν να προσέχουν και να διαφημίζουν τους χώρους τους, όπως τα καταστήματα διαφημίζουν τις δικές τους μάρκες. Ο στόχος είναι κοινός, ο καθένας με τον τρόπο του και όλοι μαζί συμβάλλουν στο να προσελκύουν τον κόσμο που τους ενδιαφέρει, γιατί έτσι ενισχύουν τις πιθανότητες ο κόσμος αυτός να μπει στα καταστήματα και να καταναλώσει – γιατί αυτός ακριβώς είναι ο σκοπός ύπαρξης των καταστημάτων και των κέντρων, η κατανάλωση.
«Σκοπός του πολιτικού είναι ένας, η εκλογή του, και κάποιοι θα κάνουν τα πάντα για να τον πετύχουν» έλεγε ένας παλιός διευθυντής μου. Οσο κυνικό και αν ακούγεται, τόσο πραγματικό είναι. Αντιστοίχως, στόχος και σκοπός των πολιτικών κομμάτων είναι να εκλέγουν όσο το δυνατόν περισσότερους βουλευτές και ευρωβουλευτές. Και για να το πετύχουν είναι ικανά να κάνουν τα πάντα. Μόνο που κάποια από αυτά μάλλον δεν αρέσουν στους ψηφοφόρους. Ή είναι αδιάφορα. Και σίγουρα δεν είναι τόσο αποτελεσματικά, ικανά να τους κάνουν να ξεκουνηθούν και να πάνε μια βόλτα έως το εκλογικό τμήμα τους.
Τούτο προφανώς δεν έχει να κάνει με ένα μόνο κόμμα. Ούτε δύο. Αν ήταν έτσι, οι «πελάτες» θα πήγαιναν σε άλλο «μαγαζί». Ομως πάνε στο «πουθενά». Και έτσι το μεγάλο μαγαζί που λέγεται «πολιτική σκηνή» μετά βίας μισογεμίζει (ή μισοαδειάζει).
Αν ήταν ένα mall, θα είχε κάπως αντιδράσει. Οχι με το να κατηγορεί τους καταναλωτές που δεν πηγαίνουν να ψωνίσουν. Ούτε βεβαίως να κλαίει πάνω από τον πεσμένο τζίρο. Αλλά φροντίζοντας να βελτιώσει συνολικά την εικόνα και τις υπηρεσίες που τους παρέχει. Ελέγχοντας τα καταστήματα, τους tenants, για την ποιότητα των προϊόντων και της εξυπηρέτησης. Απαιτώντας να τηρήσουν τους όρους των συμβολαίων που έχουν υπογράψει, επί ποινή «έξωσης». Κάτι θα άλλαζε, κάποιους θα άλλαζε. Και αν ό,τι έκανε δεν έπιανε, θα έκλεινε ή θα έδινε τα κλειδιά σε άλλον διαχειριστή.
Το πολιτικό μας σύστημα βλέπει το «μαγαζί» να αδειάζει, μετράει όλο και λιγότερους στις κάλπες, αλλά δεν κάνει και πολλά για να αλλάξει το ίδιο. Δεν κάνει τίποτα για να γίνει συνολικά πιο ελκυστικό, να θέλξει, να πείσει περισσότερες και περισσότερους να το εμπιστευτούν. Αντιθέτως, πολλά και διαχρονικά τα παραδείγματα πράξεων και δηλώσεων που «ξενερώνουν», δυσφημούν και απωθούν. Αν όντως ήταν mall, θα είχε κλείσει. Επειδή δεν είναι και κάποιος πρέπει να μας κυβερνάει, ο κίνδυνος είναι αυτός ο κάποιος, κάποια στιγμή να εκμεταλλευθεί την απαξίωση, να σκαρφαλώσει στην κορυφή (που όλο και χαμηλώνει) και να κλείσει τα άλλα «μαγαζιά». Να βρεθούμε 60 χρόνια πίσω και να ψάχνουμε να βρούμε πώς μας προέκυψε ο νέος «γραφικός». Το έπαθαν και το παθαίνουν πολύ πιο μεγάλες και ώριμες δημοκρατίες από τη δική μας…
Και εμείς οι δημοσιογράφο, σε μεγάλο βαθμό στηρίζουμε αυτό το σύστημα ανακυκλώνοντας το μέτριο, το άσχημο, το αποκρουστικό. Ασχολούμαστε, έστω και επικριτικά, με τα πρόσωπα που διώχνουν τον κόσμο από το «μαγαζί», αντί να ασχοληθούμε με τον κόσμο που φεύγει. Μιλάμε για «απολιτίκ» πολίτες προβάλλοντας απολιτίκ πολιτικούς. Αντιμετωπίζουμε συχνά την πολιτική με όρους (πολύ) περασμένων δεκαετιών, προσμένοντας και εμείς μια «χαρισματική» φιγούρα που θα ξαναφέρει την ελπίδα και θα «τραβήξει» τα πλήθη στις πλατείες και στους δρόμους. Καθόλου τυχαία, προκύπτουν αυτοί που μετά κατακεραυνώνουμε.
Τελικά, εκείνος ο παλιός διευθυντής είχε δίκιο. Ο πολιτικός θα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να εκλεγεί. Αδιαφορώντας, όπως φαίνεται, για το πόσοι και ποιοι θα τον εκλέξουν – αρκεί να πάρει έστω μία ψήφο παραπάνω από τον «αντίπαλό» του, με τον οποίο μπορεί να ανήκουν στο ίδιο κόμμα. Παραφράζοντας ελαφρώς εκείνον τον «θρυλικό» παράγοντα του ποδοσφαίρου: «Εγώ να κερδίζω και όλοι οι άλλοι (και όλα τα άλλα), να πάνε να…».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News