Η κηδεία του Μάριου-Μιχαήλ Τουρούτσικα είχε, όπως αναμενόταν πολλή συγκίνηση και πολλή φόρτιση. Ήταν καθηλωτική για όσους την παρακολουθήσαμε απ’ έξω και προφανώς απίστευτα στενόχωρη για τους οικείους του.
Μέχρι και οι πολιτικοί έσκυψαν το κεφάλι και μετά βίας συγκράτησαν τη συγκίνησή τους.
Λογικά όλα αυτά. Ενας νέος 29 ετών βρήκε έναν άδικο και απρόσμενο θάνατο κάνοντας το καθήκον του και το καθήκον του είναι η προστασία όλων μας. Αν δεν μας συγκινήσει αυτό, τι θα μας συγκινήσει;
Και μέσα σ’ όλους και όλα, ανάμεσα στα στεφάνια, τις σημαίες, τις στολές, τους πολιτικούς και το γενικό θρήνο, ο πατέρας. Και η μάνα.
Πιασμένοι χέρι χέρι.
Νέοι άνθρωποι, όπως πολύ νέος ήταν και ο γιος τους.
Και βγαίνεις για λίγο από το υπόλοιπο σκηνικό και μένεις στην γυμνή ουσία:
Μια μάνα και ένας πατέρας έχασαν το γιο τους στα 29 του. Δεν χρειάζεται να είσαι γονιός για να καταλάβεις τι σημαίνει αυτό· αν είσαι γονιός, όμως, κάνει ένα «κρακ» η καρδιά σου, όπως κάνει κάθε φορά που αργεί να γυρίσει σπίτι, κάθε φορά που ακούς ένα συμβάν κοντά εκεί που συχνάζει, κάθε φορά που δεν σηκώνει το κινητό, κάθε φορά που μαθαίνεις ότι πήγε βόλτα με το αυτοκίνητο ενός φίλου και δεν τον ξέρεις τον φίλο και πώς να οδηγεί άραγε και μήπως ήπιαν κιόλας;
Χιλιάδες τα «κρακ», σχεδόν ένα με κάθε χτύπο της καρδιάς αυτής.
«Άσε μας ρε μάνα», σου απαντάει όταν τελικά σηκώνει το κινητό, από μαμά έχεις γίνει μάνα καιρό τώρα, είναι ενήλικος εξάλλου, δουλεύει, έχει τα χρήματά του, κάνει τις επιλογές του, σκέφτεται να βρει σπίτι όπου να ‘ναι, οδηγεί, θα πάρει αυτοκίνητο, «κρακ», «κρακ», «κρακ», απανωτά, κάθε κίνηση ένας κίνδυνος, κάθε κίνδυνος μια ενοχή, κάθε ενοχή η ίδια εσωτερική μάχη: Αστον να ζήσει τη ζωή του, λέει η μία φωνή, προφύλαξέ τον, είναι το παιδί σου, λέει η άλλη, θα τσακώνονται για πάντα αυτές οι δύο φωνές, με φόντο τα «κρακ», μέχρι να πεθάνεις.
Δεν σου περνάει ποτέ από το μυαλό ότι μπορεί να φύγει εκείνος πρώτος. Είναι αφύσικο να φεύγει το παιδί πριν από το γονιό, ειναι στατιστική ανωμαλία. Δεν έχουμε και πόλεμο εξάλλου, αλλά και πόλεμος να γίνει… Το μυαλό σου τρέχει χιλιόμετρα, κάπως θα τον προφυλάξω. Κι αν θέλει να πάει να πολεμήσει; Θα του κόψω τα πόδια, να κάτσει στ’ αυγά του, ας πάνε άλλοι.
Ντρέπεσαι λίγο βέβαια, αλλά η βαθιά, η μεγάλη αλήθεια είναι ότι δεν μπορείς να φανταστείς τίποτε πιο πολύτιμο από τη ζωή του παιδιού σου, ούτε πατρίδες, ούτε τον πλανήτη ολόκληρο, να πάει να διαλυθεί ο πλανήτης, εγώ τα παιδιά μου να σώσω. Δεν είσαι τέτοιος άνθρωπος γενικά, νοιάζεσαι. Και για την πατρίδα και για τον πλανήτη και για τους σκοπούς και για τους άλλους ανθρώπους, ίσως στη θεωρία να το λες κιόλας, μακάρι να τον δω να βοηθάει και να τάσσεται σε κάποιο μεγάλο σκοπό, όμως αυτά τα «κρακ» δεν σε αφήνουν σε ησυχία, όταν φτάνει η ώρα της αλήθειας το μόνο που σε νοιάζει είναι να ακούσεις το κλειδί στην πόρτα και τη μπάσα πια φωνή του να λέει μπαίνοντας στο σπίτι «μάνα, πεινάω, έχουμε τίποτα»;
Είναι μεγαλείο να βάζεις στην άκρη αυτήν την αλήθεια όταν φτάνει η ώρα της κρίσης. Όταν τον παραδίδεις ψυχή και σώμα σε κάποιο καθήκον.
Οπως παρέδωσαν εκατοντάδες χιλιάδες μανάδες στην ιστορία τα παιδιά τους, ξέροντας ότι μπορεί να τα κλάψουν. Και πολλές τα έκλαψαν.
Είναι μια συνθήκη που μόνο λογικά μπορείς να αντιληφθείς, αποκλείεται να μπορέσεις να την εμπεδώσεις συναισθηματικά ποτέ.
Μπορείς να βγάλεις πολλούς λόγους, να δηλώσεις περήφανη, να είσαι πράγματι περήφανη, μπορείς να στρογγυλέψεις κάπως τις γωνίες, να σκεφτείς ότι αυτό ήθελε τελικά, ή αυτό έπρεπε, να σκεφτείς ό,τι θες, να πεις ό,τι θες, αλλά κάτω απ’ όλα όσα σκέφτεσαι και λες, θα γυρίσει το βράδυ στο σπίτι και θα περιμένεις να ακούσεις το κλειδί του στην πόρτα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News