Η φωτογραφία του μικρού που φορώντας στολή παραλλαγής και κρατώντας επ’ ώμου ένα ψεύτικο ντουφέκι παρελαύνει στην Αλεξανδρούπολη, στις εκδηλώσεις για τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου, ακόμα αναπαράγεται στις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης. Τη συνοδεύουν σχόλια καυστικά, με σχεδόν μόνιμη επωδό το «είναι απαράδεκτο να ντύνουν και να περιφέρουν έτσι ένα παιδί». Αυτές ήταν και οι δικές μου πρώτες σκέψεις. Βρήκα την εικόνα απαράδεκτη. Όταν όμως άρχισα να επεξεργάζομαι τα δυσάρεστα συναισθήματα που μου προκάλεσε βρέθηκα να αναρωτιέμαι: γιατί ένα παιδί με στρατιωτική εξάρτυση μας σοκάρει, ενώ ένας δεκαοκτάχρονος στρατιώτης που παρελαύνει μας κάνει να νιώθουμε υπερήφανοι;
Το παιδί δεν το επέλεξε, θα πείτε, έτσι το έντυσαν, αυτό του είπαν να κάνει. Ενώ ο δεκαοκτάχρονος, που παιδί μας είναι και αυτός; Υποχρεώνεται με τη σειρά του να στρατευθεί (ή το κάνει για να βρει μια δουλειά, αν είναι έμμισθος) και να παρελάσει θέλει δεν θέλει, για να περάσουμε από το στάδιο «υπηρετώ την πατρίδα» στο στάδιο «συμμετέχω σε πατριωτική φιέστα». Δεν αναφέρομαι στην αναγκαιότητα της στράτευσης, αυτό είναι άλλο θέμα, αλλά στην αισθητική της παρέλασης (και της μαθητικής και της στρατιωτικής) και κυρίως στα μηνύματα που περνάει.
Για να επιστρέψουμε στον μικρό… κομάντο, εδώ που τα λέμε στην παρέλαση πήγε (τον πήγαν), σε μια (καλόγουστη, κακόγουστη, όπως θέλετε πείτε την) «παράσταση» συμμετείχε, δεν τον έστειλαν στον πόλεμο. Γιατί όμως, ενώ και εμείς πηγαίνουμε τα παιδιά μας βόλτα, να δουν την παρέλαση, ενοχληθήκαμε τόσο από την εικόνα του; Τη στιγμή που τα βάζουμε να χειροκροτούν πάνοπλους στρατιώτες, άρματα μάχης και πολεμικά αεροπλάνα που επιδίδονται σε κοστοβόρες αλλά και διακοσμητικές εν προκειμένω πτήσεις; Παρουσιάζοντάς τους τον πόλεμο ως μια χολιγουντιανών προδιαγραφών υπερπαραγωγή; Ως ένα μεγαλειώδες παιχνίδι που διασκεδάζει, τέρπει και προκαλεί ενθουσιασμό; Ως ένα video game που ζωντανεύει μπροστά στα μάτια τους;
Δημοφιλή ψυχαγωγική φιέστα για όλη την οικογένεια αποτελεί η παρέλαση εδώ και δεκαετίες. Ετσι προβάλλεται και από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Και έτσι, με αυτό τον τρόπο, γίνονται ο πόλεμος και η θυσία για την πατρίδα λούνα παρκ με περιπετειώδη παιχνίδια στα μάτια των μικρών παιδιών με τα σημαιάκια. Των ίδιων παιδιών που όταν θα βρεθούν σε ηλικία στράτευσης θα επιστρατεύουμε όλα τα μέσα, όλα τα «βύσματα» για να κάνουν μια θητεία όσο γίνεται πιο άνετη. Προτιμώντας ο δικός μας ο γιος να είναι «τσάτσος» και λουφαδόρος παρά ένας μάχιμος οπλίτης, «έτοιμος να πέσει για την πατρίδα» όπως με φωνή γεμάτη υπερηφάνεια λένε οι εκφωνητές των παρελάσεων ντύνοντας με τις πατριωτικές κορώνες τους, τη φιέστα. Και κάνοντάς μας να ανατριχιάζουμε.
Αυτή τη φορά ανατριχιάσαμε από τρόμο. Από τους φόβους και τις αγωνίες για το μέλλον των δικών μας παιδιών, που πιθανώς μας ξύπνησε το στιγμιότυπο με τον οπλισμένο μικρό. Η εικόνα του λειτούργησε συμβολικά, νομίζω, θυμίζοντάς μας πως ο στρατός δεν είναι απαραιτήτως μια αναίμακτη παρέλαση στους κεντρικούς δρόμους των πόλεών μας υπό τους αλαλαγμούς και τα χειροκροτήματα του πλήθους. Και πως ο πόλεμος δεν είναι παιχνίδι για παιδιά, είναι θηριωδία με θύματα παιδιά. Αυτό ας το θυμόμαστε πάντα, κυρίως οι γονείς. Οσοι μεγαλώνουν τους Ελληνες του μέλλοντος και καλούνται να τους διδάξουν την έννοια ενός υγιούς, απαλλαγμένου από φανατισμούς και εθνικισμούς πατριωτισμού. Ενός πατριωτισμού που δεν παρελαύνει, είτε ως παιδί είτε ως ενήλικας, αλλά αποτελεί βασικό συστατικό της ψυχοσύνθεσής μας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News