Να διευκρινίσω, πρώτα απ’ όλα, ότι δεν είμαι συστηματική «καταναλώτρια» τηλεοπτικών προγραμμάτων. Τις ώρες που βρίσκομαι στο σπίτι –μέχρι νωρίς το μεσημέρι και αργά το βράδυ– η τηλεόραση είναι πάντα ανοιχτή αλλά περισσότερο την ακούω, και μάλιστα ασυνείδητα, παρά τη βλέπω. Παρακολουθώ κάποια προγράμματα ή σίριαλ αλλά μάλλον παθητικά, χωρίς να ξέρω ακριβώς αν είναι πρώτη μετάδοση ή επανάληψη εκπομπής της προηγούμενης μέρας, του προηγούμενου μήνα ή χρόνου ή της προηγούμενης πενταετίας. Κάπως έτσι έχει τύχει λοιπόν να παρακολουθήσω κάποιες μεταδόσεις του Late Night. Με τον Γιώργο Λιάγκα. Το οποίο έμαθα προχθές ότι κόπηκε εσπευσμένα. Οχι λόγω χαμηλής τηλεθέασης ή προγραμματισμού όπως είναι η επίσημη ανακοίνωση του καναλιού αλλά, όπως τουλάχιστον λένε τα τηλεοπτικά ρεπορτάζ, επειδή ο παρουσιαστής… ενοχλούσε. Ετσι φτιάχτηκε ένας αποδιοπομπαίος τράγος. Μία πεσούσα δρυς για να έχουμε να ξυλευόμαστε.
Η αλήθεια είναι πως ο Λιάγκας δεν είναι από τους παρουσιαστές που θα μου κάνουν την καλύτερη τηλεοπτική παρέα. Προτιμώ, για παράδειγμα, τον (κατασκευασμένο «αντίπαλό» του) Γρηγόρη Αρναούτογλου που έχει πιο εμφανή σχέση με τον αυτοσαρκασμό – μέγιστο, κατά τη γνώμη μου, τηλεοπτικό προσόν. Αλλά αυτή η συστηματική προσπάθεια αποδόμησής του που εκτρέφεται σε τηλεοπτικά πάνελ και φουντώνει στην υψικάμινο του Διαδικτύου, είναι πολύ πιο ενοχλητική από τον πιο ενοχλητικό παρουσιαστή. Και αυτό που μου κάνει εντύπωση είναι ότι ενώ είναι ιδιαίτερα έξυπνος άνθρωπος, δεν προέβλεψε ότι η διάθεσή του να εκτεθεί στο κοινό, θα προκαλούσε τον επικοινωνιακό κανιβαλισμό μια μερίδας τηλεθεατών.
Διότι ο Λιάγκας είναι από τους ελάχιστους ανθρώπους στην τηλεόραση που εκτίθεται. Δεν στρογγυλεύει τις γωνίες του, δεν παριστάνει το καλό παιδί, δεν βουτάει, πριν μιλήσει, τη γλώσσα του ούτε στον τηλεοπτικό νεοπουριτανισμό ούτε στην πολιτική ορθότητα. (Κάνει δηλαδή ό,τι δεν κάνουν άλλοι συνάδελφοί του που κατηγορούνται ότι είναι δήθεν, δημοσιοσχετίστες και δεν λένε τα πράγματα με το όνομά τους). Του προσάπτουν δε ότι, με τις ερωτήσεις του, φέρνει τους καλεσμένους του σε δύσκολη θέση οι ίδιοι ακριβώς που θαυμάζουν τους αμερικανούς τηλεπαρουσιαστές γιατί τολμούν να κάνουν «δύσκολες» ερωτήσεις στους σταρ που φιλοξενούν στις εκπομπές τους.
Βέβαια, μερικές φορές εκτρέπεται όπως στην τηλεφωνική φάρσα που έκανε (στο ραδιόφωνο) χρησιμοποιώντας το όνομα του Σπύρου Μπιμπίλα. Κακό, κάκιστο, με τον Μπιμπίλα είμαι. Δεν είδα όμως κανέναν από αυτούς που έπεσαν να τον φάνε να σχολιάζουν τον τρόπο με τον οποίον ο ανώνυμος υπάλληλος του συνεργείου αυτοκινήτων τσίμπησε στην φάρσα και αναπαρήγαγε την κοροϊδία. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο (μαζί με κάποιους άλλους) κάθε τόσο το κοινό ανακαλύπτει έναν «Λιάγκα» που αγαπάει να μισεί. Γιατί κάνει δημόσια και, έστω, μπουνταλάδικα αυτό που πάρα πολλοί κάνουμε ιδιωτικά. Χλευάζουμε, κρεμάμε ταμπέλες, διακωμωδούμε. Ετοιμοι είμαστε όμως να κουνήσουμε το δάχτυλο όταν το κάνει κάποιος άλλος.
Επίσης, δεν καταγγέλλεις ένα ατόπημα με μπαράζ ατοπημάτων. Δεν αποκαθιστάς την ηθική που υποτίθεται ότι διασάλευσε ο Λιάγκας με ψόφους και κατάρες για καρκίνο (τα σόσιαλ μίντια είναι ανοιχτά μπορεί ο καθένας να τα δει). Δεν ξεσκίζεις αυτόν και τους συνεργάτες του, τώρα που δεν έχει εκπομπή να απαντήσει, σε τηλεοπτικά πάνελ και διαδικτυακά παρεάκια.
Τον Γιώργο Λιάγκα ούτε τον ξέρω ούτε έχω καμία διάθεση να τον υπερασπιστώ. Αφού μέτρησα όμως με αυστηρότητα τις δικές του ηθικές ή επικοινωνιακές τρύπες, βαρέθηκα να μετράω τρύπες και ξεσκίσματα στο πανηγύρι που έχει στηθεί εδώ και καιρό υπό τον τίτλο «Ελάτε να βρίσουμε τον Λιάγκα».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News