Το τοτέμ είναι ταμπού, δηλαδή απαραβίαστο και υπεράνω κριτικής. Οσοι συμμετείχαν ενεργά στο «Μένουμε» και στο ιουλιανό κίνημα του ΝΑΙ (τη φυσική του συνέχεια, παρότι είναι λάθος να ταυτίζουμε τα δύο) δυσκολεύονται να πάρουν αποστάσεις και να αποτιμήσουν ψυχρά και ρεαλιστικά τα χειροπιαστά ταμειακά κέρδη του περσινού αστικού ακτιβισμού. Τονίζουν κυρίως την ηθική διάσταση του κινήματος, την ψυχολογική ανάταση και το αίσθημα ταυτότητας που προσέδωσε στους υποστηρικτές του. Αυτά παραπέμπουν σε ένα θεμελιακό ρομαντικό μοτίβο της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας, το μοτίβο της ηρωικής πλην μάταιης αντίστασης που περιποιεί δόξα και τιμή στους φυλάξαντες Θερμοπύλες.
Σε αυτή την αφήγηση, το «Μένουμε Ευρώπη» και το «Ναι» ηττήθηκαν στο πεδίο της μάχης (εφόσον έχασαν το δημοψήφισμα με διαφορά 22 ποσοστιαίων μονάδων) όμως τελικά θριάμβευσαν επί του νικητή επιβάλλοντάς του τον δικό τους πολιτισμικό προσανατολισμό – για να θυμηθούμε την περίφημη ρήση του ποιητή Ορατίου για τους «νικημένους Ελληνες που νίκησαν τον άγριο κατακτητή και έφεραν τις τέχνες στο αγροίκο Λάτιο» («Graecia capta ferum victorem cepit et artes intulit agresti Latiο»). Η εξιδανίκευση και ο αφηρωισμός του ηττημένου, το αιώνιο πανανθρώπινο θέμα.
Η υπόρρητη προϋπόθεση στην οποία στηρίζεται το μενουμευρώπικο αφήγημα είναι πως η κυβέρνηση είχε πρόθεση (ή τουλάχιστον δεν απέκλειε ως εναλλακτική) την έξοδο από την Ευρωζώνη και τα συμπαρομαρτούντα της. Επομένως το αστικό κίνημα απέτρεψε αυτή την επιλογή, ή τουλάχιστον συνέβαλε σε κάποιο βαθμό στο να αποτραπεί. Όμως, με βάση τις εξελίξεις που ακολούθησαν και τα νέα στοιχεία που έχουμε πλέον στα χέρια μας, δεν τεκμηριώνεται τέτοια πρόθεση ρήξης. Όλα συντείνουν πως η «συνθηκολόγηση» ήταν προσυμφωνημένη και πως όλα τα υπόλοιπα ήταν το απαραίτητο ψυχόδραμα που χρειαζόταν ένας ευσυγκίνητος και παιδίζων λαός για να καταπιεί το πικρό χάπι της πραγματικότητας – όπερ και εγένετο. Το δημοψήφισμα ήταν μια μεγαλειώδης ταυτοτική τελετουργία, η ταύτιση του λαού με τον εαυτό του, όπως στις μεγάλες εθνικές ή θρησκευτικές επετείους.
Το δημοψήφισμα και ο διχαστικός λόγος έκαναν εξαιρετικά τη δουλειά τους ως εργαλεία πολιτικής. Με αυτά η κυβέρνηση κατόρθωσε να διέλθει αλώβητη από τη δοκιμασία των εκλογών του Σεπτεμβρίου
Ενώ το πραγματικό διακύβευμα ήταν μηδενικό (η ευρωπαϊκή επιλογή ουδέποτε αμφισβητήθηκε σοβαρά) ο πρωτόλειος αστικός κινηματισμός εξαγρίωσε την πλειοψηφική πλευρά και της προσέφερε έναν ιδανικό σάκο του μποξ για να εκτονώνει τα χθαμαλά ένστικτά της. Το πιθανότερο είναι πως η διαιρετική τομή του Ιουλίου έχει ημερομηνία λήξης και η κυβέρνηση δεν θα είναι αιωνίως σε θέση να αναρριπίζει τα πάθη. Η επιθετική επανάληψη της εμφυλιακής ρητορικής από τον Κυρίτση είναι μάλλον σημάδι αμηχανίας και εξάντλησης των δυνατοτήτων αυτού του ντίσκουρς.
Παραμένει ωστόσο γεγονός ότι το δημοψήφισμα και ο διχαστικός λόγος έκαναν εξαιρετικά τη δουλειά τους ως εργαλεία πολιτικής. Με αυτά η κυβέρνηση κατόρθωσε να διέλθει αλώβητη από τη δοκιμασία των εκλογών του Σεπτεμβρίου, διατηρώντας σχεδόν ακέραια τα ποσοστά της. Η ύπαρξη του «Μένουμε Ευρώπη» και η συσπείρωση που προκάλεσε στο κυβερνητικό στρατόπεδο συνέβαλαν οπωσδήποτε στο εκλογικό αποτέλεσμα. Προμήθευσαν το κυβερνητικό αφήγημα με τον πολύτιμο εχθρό που τόσο είχε ανάγκη για να τεκμηριώσει το «δεν είμαστε όλοι ίδιοι». Ήταν μάννα εξ ουρανού για μια κυβέρνηση που έγινε στην πράξη όσο μνημονιακή ήταν και οι προκάτοχοί της. Επέτρεψε στον ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο να στοχοποιήσει την «φιλελεύθερη» αντιπολίτευση ως εθνικά μειοδοτική αλλά και να απαξιώσει τους εξ αριστερών διαφωνούντες. Εάν η ΛΑΕ είχε καταφέρει να περάσει το κατώφλι του 3% είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα του προκαλούσε κοινοβουλευτικούς πονοκεφάλους· η παρουσία της όμως στη Βουλή κρίθηκε από το λαό περιττή, καθώς ήταν ο Τσίπρας που αναδείχθηκε σε πρωταθλητή ολυμπιονίκη στον αγώνα κατά του αστικού μπλοκ. Το «Μένουμε Ευρώπη» έπαιξε το ρόλο του κακού σε μια έξοχα σκηνοθετημένη υπερπαραγωγή με «happy end». Στο σημείο αυτό ακριβώς θεωρώ ότι εντοπίζεται το έλλειμμα αυτοκριτικής και αυτοκατανόησης των θιασωτών του.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News