Επρεπε να έρθει ο Ομπάμα για να ακούσουμε από τα χείλη του την αλήθεια για το Κυπριακό και τη μόνη δυνατή γραμμή επίλυσης του. Αυτήν που θεωρητικά προωθούν εδώ και χρόνια Ελλάδα και Κύπρος, αλλά στην Ελλάδα μας είναι δύσκολο ακόμα και να την προφέρουμε. Μίλησε, λοιπόν, για διζωνική, δικοινοτική Ομοσπονδία. Και ρεαλιστής όπως είναι, επισήμανε ότι Ελλάδα και Τουρκία μπορούν να συμβάλουν και σε αυτό θα έχουν την υποστήριξη των ΗΠΑ, ενώ κατέληξε με αυτό με το οποίο θα έπρεπε να αρχίσουν την τοποθέτηση τους οι έλληνες συνομιλητές του: ότι τώρα, αυτή την ώρα υπάρχουν οι καλύτερες προϋποθέσεις για να επιλυθεί το πρόβλημα.
Ομως αυτοί ήσαν σε άλλο κλίμα. Η διατύπωση διζωνική δικοινοτική Ομοσπονδία δεν υπήρξε για αυτούς . Μόνο η απαίτηση για δίκαιη και βιώσιμη λύση, απαίτηση που όταν συμπληρώνει την φόρμουλα για Ομοσπονδιακή λύση έχει νόημα. Οταν όμως η τελευταία αποσιωπάται εύκολα συνάγεται το συμπέρασμα ότι η Ομοσπονδία δεν είναι λύση δίκαιη και βιώσιμη, όπως ακριβώς ισχυρίζονται οι πάσης φύσεως απορριπτικοί σε Ελλάδα και Κύπρο. Ο κ. Παυλόπουλος εξάντλησε το λογίδριό του σε τι δεν πρέπει να είναι η λύση, δεν βρήκε μια λέξη ενθάρρυνσης για Αναστασιάδη και Ακιντζί . Απέπνεε το γνωστό κλίμα των απορριπτικών: φόβο και επιφύλαξη ότι «θα μας την φέρουν». Οτι αυτοί που συστηματικά λησμονούν την χώρα μας κατασκευάζουν μια τεράστια παγίδα και εξαπολύουν ένα τσουνάμι πιέσεων.
Ο Πρωθυπουργός λεκτικά ήταν σαφώς πιο συγκρατημένος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Μίλησε για λύση (χωρίς βέβαια και αυτός να προσδιορίζει τον χαρακτήρα της), αναφέρθηκε στις προσπάθειες του Προέδρου Αναστασιάδη και θυμήθηκε ότι στην εξίσωση μπαίνουν και οι Τουρκοκύπριοι. Ομως στη συνέντευξη Τύπου, είτε από άγνοια και κακές συμβουλές είτε κάτω από την πίεση του συμμάχου του –και πολέμιου των εθνομηδενιστών– Πάνου Καμένου, έριξε την «ηρωική» ατάκα: «Εγώ στην πολυμερή συνάντηση θα πάω μόνο για να πω ότι πρέπει να καταργηθούν οι εγγυήσεις». Θέλω ειλικρινά να πιστεύω ότι δεν συνειδητοποίησε εκείνη την στιγμή το τεράστιο όπλο που έδινε στους πάσης φύσεως απορριπτικούς και ότι θα διορθώσει στην πράξη το σφάλμα του. Και το ελπίζω ειλικρινά γιατί το Κυπριακό δεν προσφέρεται για εύκολη αντιπολίτευση, πόσο μάλλον όταν και οι άλλες πολιτικές δυνάμεις φροντίζουν να μένουν μακριά από το πρόβλημα και να μην ακουμπάνε την καυτή πατάτα που λέγεται Κυπριακό. Μέχρι βέβαια να αναγκαστούν να το κάνουν στο τέλος της διαδρομής αφήνοντας όμως μέχρι τότε την κοινή γνώμη βορά στην προπαγάνδα του διάχυτου ανορθολογισμού. Η κίνηση του Τσίπρα να μιλήσει τηλεφωνικά με τον Ερντογαν για το Κυπριακό θέλω να πιστεύω ότι αποτελεί βήμα συνειδητοποίησης του υποστηρικτικού ρόλου που μπορούν να διαδραματίσουν Ελλάδα και Τουρκία στις προσπάθειες Αναστασιάδη και Ακιντζί. Γιατί ουδείς φαντάζεται ότι μιλούσαν για τις εγγυήσεις και μόνο.
Σε αυτό το κρίσιμο σημείο έκανε το σφάλμα ο Πρωθυπουργός και λεκτικά συντάχθηκε με τους απορριπτικούς. Και εκεί ακριβώς τον «διόρθωσε» ο Ομπάμα τονίζοντας την αναγκαία και επιθυμητή συμβολή Ελλάδας και Τουρκίας
Την Πέμπτη το βράδυ παρακολούθησα από το ΡΙΚ συζήτηση για το Κυπριακό η σύνθεση και το σκηνικό της οποίας είχε ως εξής: Συντόνιζαν δύο δημοσιογράφοι απροκάλυπτα εχθρικοί προς την λύση. Καλεσμένοι ήσαν ο Ανδρέας Αγγελίδης στέλεχος του ΔΗΚΟ (κόμμα Παπαδόπουλου), ο Νίκος Κατσουρίδης παλαιό στέλεχος του ΑΚΕΛ που τώρα έχει ανασταλεί η κομματική του ιδιότητα και ο Μιχάλης Παπαπέτρου ιστορικό στέλεχος της Αριστεράς και κυβερνητικός εκπρόσωπος στην κυβέρνηση Κληρίδη. Ο Αγγελίδης συζητούσε για τη λύση διευκρινίζοντας ότι είναι υπέρ της μη λύσης γιατί «προσωπικά δεν αποδέχεται την διζωνική δικοινοτική Ομοσπονδία». Λιγότερο μετωπικός αλλά επί της ουσίας εξίσου και πιο έξυπνα απορριπτικός ήταν ο Κατσουρίδης. Η δική του παρουσία είχε ιδιαίτερη σημασία γιατί η διαφοροποίηση από την εξαιρετική στάση που τηρεί ο Ανδρός Κυπριανός και το ΑΚΕΛ είναι απαραίτητη στους απορριπτικούς. Και έμεινε ο Μιχάλης Παπαπέτρου να υπερασπίζεται με σθένος και επιχειρήματα την εν εξελίξει διαδικασία. Ο Κατσουρίδης έβαλε την κόκκινη γραμμή πίσω από την οποία οχυρώθηκαν όλοι οι υπόλοιποι: «Τίποτε λιγότερο από αυτό που είπε ο έλληνας πρωθυπουργός, δηλαδή κατάργηση των εγγυήσεων».
Οι εγγυήσεις υπάρχουν από την εποχή των συνθηκών Ζυρίχης Λονδίνου. Ελλάδα, Τουρκία και Βρετανία αποτελούν τις εγγυήτριες της τήρησης των συνθηκών δυνάμεις. Επί 50 χρόνια, από το Σχέδιο Ατσεσον μέχρι το Σχέδιο Αναν ουδέποτε το θέμα απασχόλησε την ελληνοκυπριακή η την ελληνική πλευρά, ουδέποτε ήταν όρος και μάλιστα sine qua non για την επίλυση του Κυπριακού.
Προφανώς οι εγγυήσεις με τη μορφή εκείνη είναι αναχρονιστικές, πόσο μάλλον όταν η Βρετανία έχει ολοσχερώς αποσυρθεί από την υπόθεση. Θέτει λοιπόν ο Αναστασιάδης το θέμα με προφανή διαπραγματευτική σκόπευση, να απαγκιστρωθεί από εκείνες τις εγγυήσεις και να φτάσουν σε μια μέση λύση που θα διασφαλίζει την ασφάλεια και των δύο πλευρών. Οι απορριπτικοί το απολυτοποιούν, το αναδεικνύουν ως την μητέρα των μαχών, ξέροντας ότι είναι αδύνατον οι Τουρκοκύπριοι να αποξενωθούν από κάποια μορφή εγγυήσεων από μέρους της Τουρκίας. Και από κοντά η Ρωσία του Πούτιν που θυμήθηκε τις εγγυήσεις στην προφανή προσπάθεια να δυναμιτίσει την λύση γιατί θεωρεί ότι θα υπονομεύσει τα δικά της οικονομικά συμφέροντα στο νησί. Μια τέτοια απόλυτη εξαφάνιση κάθε μορφής εγγυήσεων οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στο ναυάγιο των διαπραγματεύσεων. Σε αυτό το κρίσιμο σημείο έκανε το σφάλμα ο Πρωθυπουργός και λεκτικά συντάχθηκε με τους απορριπτικούς. Και εκεί ακριβώς τον «διόρθωσε» ο Ομπάμα τονίζοντας την αναγκαία και επιθυμητή συμβολή Ελλάδας και Τουρκίας. Γιατί οι λέξεις έχουν πάντα σημασία.
Αμεση συνέπεια της αποδοχής αυτού του στερεότυπου είναι η αντίληψη ότι το Κυπριακό ξεκινά το ’74. Το Κυπριακό είναι θέμα και εισβολής και κατοχής δεν είναι όμως θέμα μόνο εισβολής και κατοχής
Το δεύτερο σημείο που επικεντρώθηκε η συζήτηση, στενά συνδεδεμένο με το πρώτο, είναι το θέμα της αποχώρησης των τουρκικών στρατευμάτων. Προφανώς λύση χωρίς αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής δεν νοείται. Ο τρόπος και ο χρόνος αποχώρησης είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης γιατί συνδέεται με την ασφάλεια και των δύο κοινοτήτων. Θα μεταφέρω αυτούσια την έξοχη τοποθέτηση του Μιχάλη Παπαπέτρου: «Σύμφωνα με πληροφορίες το 75% των τουρκικών στρατευμάτων θα αποχωρήσουν την πρώτη ημέρα της εφαρμογής της συμφωνίας. Τα υπόλοιπα σε ένα σαφώς προσδιορισμένο χρονικό διάστημα. Μας λέτε να φύγουν όλα σε μια μέρα με το επιχείρημα ότι σε μια μέρα ήρθαν, σε μια να φύγουν. Ξεχνάτε πώς ήρθαν». Εννοούσε ότι ήρθαν με πόλεμο και θα φύγουν χωρίς πόλεμο με ειρηνική συμφωνία. Αυτό προσδιορίζει και το πλαίσιο και τον χρόνο της αποχώρησης. Και σε αυτό το σημείο δεν μπορώ παρά να προσθέσω ότι όλα αυτά θα αποτελούσαν κακή ανάμνηση αν είχε ψηφιστεί το σχέδιο Αναν γιατί και ο τελευταίος τούρκος στρατιώτης θα είχε αποχωρήσει εδώ και δύο χρόνια.
Αυτό πού μου έκανε εντύπωση στη συζήτηση –και προδικάζει και τον τρόπο που θα διεξαχθεί η συζήτηση εν όψει δημοψηφισμάτων– είναι η εμμονή των απορριπτικών σε στερεότυπα. Τη λεξη «Ακιντζί» μόνο ο Παπαπέτρου την εκστόμισε. Οι άλλοι μόνο στον Ερντογάν αναφέρονταν, μόνο η Τουρκία υπάρχει όχι η τουρκοκυπριακή κοινότητα. Αυτό αντανακλά την πάγια και τελικά καταστροφική αντίληψη που είχε η ηγεσία των Ελληνοκύπριων από την εποχή της αγαστής συνεργασίας Μακάριου – Γρίβα για τους Τουρκοκύπριους. Αυτή η αντίληψη αποξένωσε τους τελευταίους από την Κυπριακή Δημοκρατία και τους έριξε για χρόνια στην αγκαλιά της Τουρκίας και του Ντενκτάς. Σφάλματα στα οποία αναφέρεται διεξοδικά στα απομνημονεύματα του ο Γλαύκος Κληρίδης. Αμεση συνέπεια της αποδοχής αυτού του στερεότυπου είναι η αντίληψη ότι το Κυπριακό ξεκινά το ’74. Το Κυπριακό είναι θέμα και εισβολής και κατοχής δεν είναι όμως θέμα μόνο εισβολής και κατοχής. Εχει ιστορία πίσω του, έχει χυθεί αίμα και πριν το 74 και από τις δύο πλευρές.
Τώρα προσφέρεται μια τελευταία δυνατότητα να ενώσουν το νησί, να προσπαθήσουν πιο σοφοί απά τα μαθήματα και τα ποθήματα του παρελθόντος να ζήσουν μαζί. Η λογική λέει ότι μπορούν αρκεί να το θέλουν. Οποιος παρακολουθούσε την συζήτηση στο ΡΙΚ δεν δυσκολευόταν να διακρίνει την πλευρά της λογικής και των επιχειρημάτων από εκείνη του φόβου και του παραλογισμού.
Ομως ζούμε στη εποχής της post truth politics, όπου ο Τραμπ νίκησε την Χίλαρι, οι Κολομβιανοί ψήφισαν ότι θέλουν συνέχεια του εμφύλιου, οι Βρετανοί BREXIT και δεν ξέρω τι μας επιφυλάσσει το μέλλον σε Γαλλία και Ιταλία.
Αναστασιάδης και Κυπριανός, Ακιντζί και Ταλάτ θα δώσουν μια πολύ σκληρή μάχη, όταν υπάρξει συμφωνία. Θα πρέπει να κερδίσουν τα δημοψηφίσματα. Ελπίζω η ελληνική κυβέρνηση να είναι με τη σωστή πλευρά.
* Ο Νίκος Μπίστης διετέλεσε υφυπουργός Εσωτερικών
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News